Του Παντελή Κοτζάμπαση,
Στις 31 Αυγούστου 1922, οι Τούρκοι του Μουσταφά Κεμάλ πυρπολούν τη Σμύρνη και σκοτώνουν χιλιάδες χριστιανούς (Έλληνες και Αρμένιους) στα στενά της φλεγόμενης πόλης. Ανάμεσά τους ήταν και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο. Την ίδια τύχη είχαν και οι χριστιανοί κάτοικοι μπροστά στα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Παράλληλα, στα παράλια των νησιών Χίου και Μυτιλήνης συγκεντρώθηκαν χιλιάδες πρόσφυγες, αλλά και μερικοί άτακτοι στρατιώτες που προκαλούσαν επεισόδια στις πόλεις. Στις 3 Σεπτεμβρίου, τα τελευταία ελληνικά στρατιωτικά τμήματα εγκατέλειψαν τα μικρασιατικά παράλια από τον όρμο του Τσεσμέ. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το περίφημο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα. Επιβιβάστηκε με τάξη στο ατμόπλοιο «Τήνος».
Από το Τσεσμέ ο Νικόλαος Πλαστήρας θα κατευθυνόταν στη Μυτιλήνη, όπου είχε φτάσει η ΙΙ Μεραρχία του Στυλιανού Γονατά, ο οποίος ήταν βασιλόφρων και, όπως πίστευε το νεοδιορισθέν Επιτελείο της Στρατιάς, θα μπορούσε να εποπτεύει και τον «ύποπτο κινηματία». Όμως, ύστερα από διαταγή του Πλαστήρα το ατμόπλοιο κατευθύνθηκε προς τη Χίο, ώστε να οργανώσει το κίνημα ενάντια στους υπεύθυνους της Καταστροφής.
Μετά την αποβίβασή του στη Χίο ο Πλαστήρας δεν έμεινε αδρανής, αλλά ξεκίνησε να συνωμοτεί με ανώτερους αξιωματικούς και να προετοιμάζει με λεπτομέρεια το κίνημά του. Από τους πρώτους που μυήθηκαν σε αυτό ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Γαριδάκης και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Απευθύνθηκε αμέσως προς τους στρατιωτικούς, λέγοντάς τους ότι σκοπός της επανάστασης ήταν η αναδιοργάνωση και ενίσχυση της Στρατιάς της Θράκης, ώστε να μην χαθούν και άλλα εδάφη, καθώς και η τιμωρία των υπεύθυνων για την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η Επανάσταση δεν είχε κομματικό χαρακτήρα, αλλά πατριωτικό, με αποτέλεσμα όλες οι δυνάμεις του νησιού να τον υποστηρίξουν. Στο νησί κατέφθασε και ο δημοσιογράφος Γεράσιμος Λυχνός, απεσταλμένος του Πάγκαλου από την Αθήνα, κομίζοντας 30.000 δραχμές στον Πλαστήρα για τις ανάγκες του κινήματος.
Παράλληλα, στη Μυτιλήνη είχε αποβιβαστεί από τις 31 Αυγούστου η Ανεξάρτητη Μεραρχία με χιλιάδες πρόσφυγες που είχε σώσει από τους Τσέτες, η ΙΙ Μεραρχία με διοικητή τον Στυλιανό Γονατά και το Στρατηγείο του Νότιου Τομέα της Στρατιάς με τον στρατηγό Φράγκο. Επικρατούσε ο ίδιος αναβρασμός και στη Μυτιλήνη. Ήδη στις 3 Σεπτεμβρίου 1922, ο Γονατάς ζητούσε από την πολιτεία να τιμωρηθούν οι ένοχοι της Καταστροφής. Ύστερα από συζήτηση που έκανε με τους υπόλοιπους αξιωματικούς, ανέλαβε την αρχηγία της επανάστασης. Στόχος του Γονατά ήταν να συλληφθεί ο Φράγκος, η κατάληψη των τηλεγραφείων της Χίου, η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του υιού του Γεωργίου, ενίσχυση της στρατιάς της Θράκης, ο σχηματισμός ουδέτερης κυβέρνησης, που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη προς τους Συμμάχους και, τέλος, η διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών.
Οι παραπάνω όροι έγιναν δεκτοί από τους υπόλοιπους συνωμότες και, έτσι, έγινε ακόμα περισσότερο εμφανές ότι η επανάσταση είχε ουδέτερη πολιτική χροιά, διότι ο Γονατάς ήταν συντηρητικός βασιλόφρων, με αποτέλεσμα πολλοί αντιβενιζελικοί να ενταχθούν ή να υποστηρίξουν την επανάσταση. Το βράδυ της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε το κίνημα με την κατάληψη των κτιρίων των αρχών της Μυτιλήνης, τη σύλληψη του στρατηγού Φράγκου και την κατάληψη του στόλου που βρισκόταν στο λιμάνι.
Ο Πλαστήρας, αφού ενημερώθηκε για τα γεγονότα στη Μυτιλήνη, διέταξε να αναχωρήσουν τα πλοία με τον στρατό των επαναστατών από τη Χίο και την Μυτιλήνη με κατεύθυνση την Αθήνα και την ανατροπή του κωνσταντινικού καθεστώτος. Όμως, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 ο Γονατάς με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να το γνωρίζει ο Πλαστήρας έδωσε εντολή και ρίχτηκαν με αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα και άλλες πόλεις προκηρύξεις, με τις οποίες ανήγγειλε την έναρξη της επανάστασης και ενημέρωνε τον λαό για τους στόχους της επανάστασης, οι οποίοι ήταν η παραίτηση του βασιλέως χάριν της πατρίδος υπέρ του διάδοχου, η άμεση διάλυση της εθνοσυνέλευσης, ο σχηματισμός ακομμάτιστης κυβέρνησης για την ταχεία και αμερόληπτη ενέργεια εκλογών προς ανάδειξη νέας εθνοσυνέλευσης, η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας από την ίδια την επανάσταση μέχρι τις εκλογές και η άμεση ενίσχυση του θρακικού μετώπου.
Το γεγονός αυτό εξόργισε ορισμένους στρατιώτες και αξιωματικούς, διότι η προκήρυξη δεν ανέφερε πουθενά για την τιμωρία των υπευθύνων της καταστροφής, ενώ έκανε λόγο για τη συνέχιση της βασιλείας υπό τον διάδοχο Γεώργιο. Ο Πλαστήρας διέταξε τα πλοία να κατευθυνθούν προς το Λαύριο και όχι προς τον Πειραιά, που ήταν ο αρχικός προορισμός, ώστε η επανάσταση να διατηρήσει τον αιφνιδιαστικό της χαρακτήρα. Επίσης, για να ηρεμήσει τους βενιζελικούς στρατιώτες και αξιωματικούς ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγεία της επανάστασης. Τέλος, ο Πλαστήρας πριν ξεκινήσει από τη Χίο, έστειλε τον φίλο του Νίκο Δέα στην Αθήνα, για να έρθει σε επαφή με φίλους του αξιωματικούς, όπως τον Θεόδωρο Πάγκαλο, τον Αλέξανδρο Οθωναίο και τον Κωνσταντίνο Μανέττα και να τους ενημερώσει για την άφιξη του επαναστατημένου στρατού και στόλου στις 13 Σεπτεμβρίου.
Εν συνεχεία, ο στόλος των Επαναστατών έφτασε στο Λαύριο στις 13 Σεπτεμβρίου και με τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου ζήτησε την αποδοχή των όρων της προκήρυξης. Ο Τριανταφυλλάκος παραιτήθηκε ύστερα από την πληροφορία ότι ο Πλαστήρας είχε αποβιβάσει στρατό στην Ραφήνα και κατευθυνόταν προς την Αθήνα, για να ανατρέψει τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος έστειλε τον στρατηγό Παπούλα, για να μεσολαβήσει για την παραμονή του. Η Επαναστατική Επιτροπή αρνήθηκε την παραμονή του Κωνσταντίνου, διότι αυτός ήταν ο κύριος υπεύθυνος της καταστροφής. Έπειτα, ο Κωνσταντίνος κατόπιν συμβουλής του Ιωάννη Μεταξά παραιτήθηκε. Την επόμενη ανέλαβε καθήκοντα ο διάδοχος Γεώργιος Β΄. Έτσι, η Επαναστατική Επιτροπή είχε επικρατήσει.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο στρατός των επαναστατών αποβιβάστηκε στον Πειραιά. Μεγάλο μέρος του, περίπου 12.000 στρατιώτες, βάδισε προς την Αθήνα, με επικεφαλής τους Πλαστήρα και Γονατά. Η Πηνελόπη Δέλτα έγραψε στο ημερολόγιό της: «Κιʼ εκείνο το μεσημέρι (15/28 Σεπτεμβρίου 1922) μπήκε ο Πλαστήρας στην Αθήνα, μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος με σφιγμένα δόντια και μάτια, όπου έβλεπες την απελπισία. Σε κείνους που έκαναν να τον ζητωκραυγάσουν φώναξε θυμωμένος: “Τι ζητωκραυγάζετε; Επιστρέφομε νικημένοι, κατεστραμμένοι”. Τον είδα που πέρασε τη λεωφόρο Κηφισίας, μπαρουτοκαπνισμένο, τα μαύρα του φρύδια άσπρα από τη σκόνη, το πρόσωπό του αδύνατο, σα ρέγγα καπνισμένη, αγέλαστο, αυστηρό. Πλάγι μου μια μητέρα γύρευε νʼ αναγνωρίση το γιο της, μέσα στους κουρελιασμένους στρατιώτες και αξιωματικούς που περνούσαν».
Οι κινηματίες, αφού κατέλαβαν ορισμένα σημαντικά μέρη, ώστε να κάνουν εμφανή την επικράτησή τους, απελευθέρωσαν από τις φυλακές την επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε., τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, αλλά και πολιτικά πρόσωπα που είχαν συλληφθεί αυθαίρετα από τον Πάγκαλο. Πλέον, η Επαναστατική Επιτροπή ήταν αυτή που θα κυβερνούσε τη χώρα.
Όμως πολύ γρήγορα ήρθε αντιμέτωπη με την Τουρκία του Κεμάλ, ο οποίος στις 20 Σεπτεμβρίου απειλούσε να καταλάβει τα Στενά, τα οποία ανήκαν στους Βρετανούς. Οι Σύμμαχοι βλέποντας την ενέργεια αυτή, κάλεσαν την Τουρκία σε διαπραγματεύσεις στα Μουδανιά. Οι Τούρκοι, για να δεχθούν την ανακωχή που πρότειναν οι Σύμμαχοι, είχαν την απαίτηση να εκκενωθεί η Ανατολική Θράκη από τον ελληνικό στρατό, αλλά και από τους Έλληνες πολίτες. Οι Σύμμαχοι συμφώνησαν με τους όρους που έθεσε ο Κεμάλ, χωρίς τη συγκατάθεση της Επαναστατικής Επιτροπής, η οποία δυσαρεστήθηκε με την ενέργεια των Συμμάχων.
Παρόλο που ο Πλαστήρας με τη βοήθεια του Πάγκαλου είχε οργανώσει τον στρατό της Θράκης, ώστε να ανακαταλάβει το ανατολικό τμήμα της, δεν αξιοποιήθηκε ύστερα από τις πιέσεις του Βενιζέλου, διότι ήδη είχε χαθεί. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου η Ανατολική Θράκη εκκενώθηκε από τους 250.000 Έλληνες, οι οποίοι κατέφυγαν στην ελληνική πλευρά δυτικά του ποταμού Έβρου, όπως είχε συμφωνηθεί στη συνδιάσκεψη των Μουδανιών. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μία μικρογραφία της Μικρασιατικής Καταστροφής του ΄22 και οδήγησε σε συνωμοσία με πρωτεργάτη τον Πάγκαλο για ανατροπή της Επαναστατικής Επιτροπής, με σκοπό τη διεξαγωγή πολέμου με την Τουρκία μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά τελικά διαλύθηκε ύστερα από επέμβαση του Πλαστήρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αναστασάκος Σέφης (2009), Ο Πλαστήρας και η εποχή του, τ. Γ΄, Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα
- Βερέμης, Θάνος (2018), Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική, 1916-1936, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
- Δασκαρόλης, Ιωάννης (2019), Δημοκρατικά Τάγματα-οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
- Δαφνής, Γρηγόριος (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος
- Πεπονής, Ιωάννης (1980), Νικόλαος Πλαστήρας στα γεγονότα 1909-1945, Αθήνα: Εκδόσεις Συλλόγου Μεσενικολιτών