Της Μαριάννας Καλτσά,
Το ελληνικό #metoo κατά γενική ομολογία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου αναδεικνύοντας καλά κρυμμένα χρόνια προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας. Υποθέσεις βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων, τόσο μεταξύ συντρόφων όσο και στον χώρο της εργασίας και της οικογένειας, είδαν το φως της δημοσιότητας ενεργοποιώντας τόσο το κοινό αίσθημα όσο και τον νομοθέτη, που προχώρησε στην αναμόρφωση του ποινικού κώδικα τον Νοέμβριο του 2021, αυστηροποιώντας το πλαίσιο ποινής ορισμένων εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων κι εκείνων του βιασμού και της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Πολύ συχνά επικρατεί μια σύγχυση ως προς τη διάκριση της αντικειμενικής υπόστασης του βιασμού κι εκείνης της σεξουαλικής παρενόχλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 336ΠΚ, η πράξη του βιασμού στοιχειοθετείται με την άσκηση σωματικής βίας, τόσο άμεσης όσο κι έμμεσης, που χρησιμοποιείται ως μέσο για τη μείωση της προβαλλόμενης από το θύμα αντίστασης ή με τη χρήση σοβαρών απειλών στρεφομένων κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του θύματος ή τρίτου, που λειτουργούν ως μέσο εξαναγκασμού για την τέλεση ή την ανοχή γενετήσιας πράξης. Ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, αξίζει να γίνει η εξής διευκρίνιση: οι απειλές που χρησιμοποιούνται δεν χρειάζεται να είναι πραγματοποιήσιμες, αρκεί να μπορεί να ελεγχθεί το επαπειλούμενο κακό από τον δράστη. Συνάμα, ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι άμεσος, δηλαδή να πρόκειται να εκδηλωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση, μας δίνει απάντηση το άρθρο 337 ΠΚ. Στην εν λόγω διάταξη ορίζονται τρεις μορφές προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, η οποία μπορεί να στοιχειοθετηθεί με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα (π.χ. χάδι, φιλί), με προτάσεις αναφερόμενες σε γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών οργάνων του δράστη που έχουν ως αποτέλεσμα τη «βάναυση προσβολή της τιμής του άλλου».
Με μία πρώτη ματιά γίνεται αντιληπτό ότι οι δύο διατάξεις προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά. Αφενός, στο άρθρο 336 ΠΚ το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι η γενετήσια ελευθερία που εκδηλώνεται υπό τις εκφάνσεις της ελεύθερης επιλογής ερωτικού συντρόφου, καθώς και της χρονικής στιγμής της συνεύρεσης, ενώ, αφετέρου, στο άρθρο 337 ΠΚ η γενετήσια αξιοπρέπεια. Να υπογραμμιστεί πως με τον νέο ποινικό κώδικα εισήχθη ο όρος «γενετήσιες πράξεις», καθώς ο προϊσχύσας έκανε χρήση του όρου «ασελγείς», ενώ θιγόμενο έννομο αγαθό ήταν τα ήθη και η αιδώς.
Επίσης, αφού και τα προστατευόμενα έννομα αγαθά είναι διαφορετικά, διαφορετικές θα είναι και οι μορφές εκδήλωσης των προσβολών τους. Ειδικότερα, από τη μία πλευρά, τρόποι τέλεσης του εγκλήματος του βιασμού, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νέου ποινικού κώδικα, είναι πέρα από τη συνουσία κι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάσταστων μέσων, δηλαδή πράξεις που είναι ίσης βαρύτητας με τη συνουσία. Από την άλλη, στοιχειοθέτηση πρακτικά του εγκλήματος του άρθρου 337 ΠΚ υφίσταται με την πρόταση του δράστη για επίδοση σε γενετήσιες πράξεις, ανεξαρτήτως αν η πρόταση συνοδεύεται με σωματική επαφή, με χειρονομίες λ.χ. χάδι ή φιλί ή θωπεία.
Μελετώντας, βέβαια, τα δύο αυτά άρθρα ανακύπτουν και παραπέρα διαφορές σχετικά με τον τρόπο τέλεσής τους. Αρχικά, το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας προσώπου που είτε εξαρτάται εργασιακά είτε βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης εργασίας κι άρα ο θύτης εκμεταλλεύεται την ευάλωτη θέση του, τυποποιείται αυτοτελώς στην παράγραφο 4 του άρθρου 337 ΠΚ και το απειλούμενο πλαίσιο ποινής που προβλέπεται είναι μέχρι 3 έτη και πρόκειται για πλημμέλημα. Αντίθετα, ειδική πρόβλεψη για τον βιασμό που τελείται κάτω από τα ίδια αυτά πραγματικά περιστατικά δεν υπάρχει κι επομένως, σε μία τέτοια περίπτωση βιασμού το έγκλημα θα είναι κακούργημα κι η απειλούμενη ποινή θα είναι από 10 μέχρι 15 έτη.
Να σημειωθεί, τέλος, πως διαφορές μεταξύ των δύο εγκλημάτων αναφύονται όχι μόνο στο ουσιαστικό κομμάτι, αλλά κι ως προς την κίνηση της ποινικής δίωξης. Για το μεν έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας διώκεται κατ΄ έγκληση, ενώ αυτεπαγγέλτως μπορεί να διωχθε,ί όταν, πέραν της τιμής, θιγόμενο έννομο αγαθό είναι κι η ανηλικότητα του θύματος (337 παρ. 2 και 3 ΠΚ).Για το δε έγκλημα του βιασμού διώκεται αρχικά αυτεπαγγέλτως, ωστόσο αν το θύμα δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απέχει οριστικά από την άσκησή της ή αν έχει ήδη ασκηθεί, να παυθεί από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψιν τον κοινωνικό στιγματισμό που στην πράξη υφίστατο —δυστυχώς— ο παθών, έδωσε το δικαίωμα να επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Σε καμία, ωστόσο, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πώς αποτελεί μέσο για τη διασφάλιση της ψυχικής υγείας του θύματος με το να μην ξαναθυμηθεί το έγκλημα που έζησε. Η κοινωνία τουναντίον πρέπει να υποστηρίζει εμπράκτως και ενθαρρύνει τα θύματα να μιλήσουν προκειμένου, αφενός, να αποδοθούν ευθύνες στους δράστες κι, αφετέρου, να λυτρωθούν μέσω της απονομής δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, Έκδοση: 4η, 2020