Του Ελευθέριου Χονδρού,
Το βράδυ της προηγούμενης Τετάρτης, μια πολιτική τρικυμία ξέσπασε, καθώς «βγήκαν» τα τελικά αποτελέσματα των σουηδικών εκλογών. Οι ανησυχίες πολλών Σουηδών και Ευρωπαίων πολιτικών αναλυτών έγιναν πραγματικότητα, αφού με 20,1%, οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες (SD) έγιναν η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο βασίλειο. Ένας δεξιός συνασπισμός που αποτελείται από τους μετριοπαθείς, τους φιλελεύθερους, τους χριστιανοδημοκράτες και, για πρώτη φορά, τους εθνικιστές-Σουηδούς Δημοκράτες κέρδισε οριακά, με τις κάλπες να βρίσκονταν ασφυκτικά κοντά.
Το δεξιό μπλοκ κέρδισε 176 έδρες έναντι των 173, που συγκέντρωσε το κεντροαριστερό μπλοκ υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών. Ωστόσο, για πρώτη φορά από το 1979, οι Μετριοπαθείς δεν ηγούνται πλέον της δεξιάς. «Εκθρονίστηκαν» από έναν κληρονόμο μιας νεοναζιστικής ομάδας, που ιδρύθηκε το 1988 – το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών (SD). Το SD έγινε σταδιακά κοινός τόπος στο πολιτικό τοπίο της Σουηδίας, εισερχόμενο στο κοινοβούλιο το 2010 με 5,7% και κερδίζοντας σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, σε ένα φόντο υψηλής μετανάστευσης και εγκληματικότητας στη χώρα.
Ο Jimmie Akesson, ο σημερινός αρχηγός του κόμματος, ανέλαβε ηγέτης του κόμματος το 2005. Σε ηλικία 26 ετών, ο πρώην μετριοπαθής ώθησε την εικόνα των Σουηδών Δημοκρατών μακριά από τις ακροδεξιές ρίζες τους και σε μια πιο λαϊκιστική. Σε μια διατριβή για την ανάπτυξη των Σουηδών Δημοκρατών, η ακαδημαϊκός Danielle Lee Tomson σημείωσε ότι, όπως και οι προηγούμενες δεξιές λαϊκιστικές ομάδες, το κόμμα είχε στόχο να απεικονιστεί ως «υπασπιστής του “κοινού λαού” ενάντια σε μια διεφθαρμένη ελίτ κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας ύφεσης». Το 2010, όταν έλαβε πάνω από 6% των ψήφων, το κόμμα εξελέγη για πρώτη φορά στο Riksdag. Αλλά είχε πρόβλημα να κερδίσει στήριξη και αποφεύχθηκε όταν σφυρηλατόντουσαν συμμαχίες. Μετά τη μεταναστευτική κρίση του 2015, αυτό άλλαξε. Ωστόσο, η ημέρα που η περήφανα προοδευτική και δημοκρατική Σουηδία κυβερνάται από ένα ξενοφοβικό ακροδεξιό κόμμα, που αρνείται την αλλαγή του κλίματος δεν είναι ακόμα κοντά μας. Η παρανόησή του κόσμου για το μετεκλογικό τοπίο της Σουηδίας, είναι κατανοητή, αλλά παρά την άνοδο της ακροδεξιάς, η ιδέα ότι θα ηγηθεί κιόλας είναι θεμελιωδώς λάθος.
Και αυτό διότι στη Σουηδία συνηθίζεται ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος από το ηγετικό μπλοκ να επιφορτίζεται με το σχηματισμό κυβέρνησης. Το έργο θα έπρεπε, θεωρητικά, να πέσει στον ηγέτη του SD, Jimmie Akesson. Είναι όμως ένα σενάριο που δεν θα συμβεί. Τα μέλη της SD γνωρίζουν ότι οι Φιλελεύθεροι, οι Χριστιανοδημοκράτες, ακόμη και οι Μετριοπαθείς που συνεργάστηκαν μαζί τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, συμφώνησαν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση χωρίς αυτούς. Ως εκ τούτου, ο ηγέτης των μετριοπαθών Ulf Kristersson θα είναι πιθανότατα ο επόμενος Πρωθυπουργός της Σουηδίας. Δεν θα μπορούσε πραγματικά να είναι διαφορετικά για μια πληθώρα λόγων. Τα κόμματα του συνασπισμού, και δη αυτό των Μετριοπαθών και των Φιλελεύθερων, υπέστησαν μεγάλη ζημία εξαιτίας της συνεργασίας τους με το ακροδεξιό κόμμα του Akesson. Ειδικότερα, οι Μετριοπαθείς σημείωσαν τα χειρότερα αποτελέσματα των τελευταίων 52 ετών στην Στοκχόλμη, ενώ το κόμμα των Φιλελεύθερων έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο των εδρών του στο Κοινοβούλιο, αφού πολλοί από τους ψηφοφόρους του μεταπήδησαν στο κόμμα του Κέντρου.
Ακόμη και αν τα άλλα μέρη του συνασπισμού ήταν ανοιχτά σε διαπραγματεύσεις, για το αν θα συμπεριληφθεί το ακροδεξιό κόμμα στην κυβέρνηση, αυτό δεν θα ήταν εφικτό, επειδή πιθανότατα θα απαιτούσαν ουσιαστικές πολιτικές παραχωρήσεις εκ μέρους των Σουηδών Δημοκρατών, που σημαίνει ότι το κόμμα του Αkesson θα έπρεπε να εγκαταλείψει σχεδόν όλους τους πολιτικούς του στόχους σε αντάλλαγμα για έναν Σουηδό Δημοκρατικό Πρωθυπουργό. Ως εκ τούτου, το πιο πιθανό είναι οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες να παραμείνουν υποστηρικτικό κόμμα, που ψηφίζει σύμφωνα με τις γραμμές των πολιτικών συμφωνιών που θα αποφασιστούν τώρα στις συνεχιζόμενες συνομιλίες για τον συνασπισμό. Θα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της κυβέρνησης, παραμένοντας επίσημα εκτός αυτής.
Μπορεί να ξέρουμε τι έχει συμβεί ως τώρα ακόμη, ωστόσο είναι σαφές ότι παραμένει άγνωστο το τι θα επακολουθήσει για την Σουηδία. Ξέρουμε ότι η Πρωθυπουργός Magdalena Andersson των Σοσιαλδημοκρατών υπέβαλε την παραίτησή της, αφού ορισμένοι από τους κεντροαριστερούς συμμάχους της δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν αρκετές ψήφους για το μπλοκ. Γνωρίζουμε επίσης ότι έχει υποβληθεί επίσημο αίτημα στον επικεφαλής του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος της Σουηδίας, των κεντροδεξιών Μετριοπαθών, να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια κυβέρνηση.
Δεν ξέρουμε παρόλα αυτά πραγματικά ποια κόμματα θα είναι τελικά στην κυβέρνηση, αλλά, όπως προαναφέραμε, ένας συνασπισμός των Μετριοπαθών και των Χριστιανοδημοκρατών είναι μια καλή εικασία (αυτό είναι εξάλλου που αυτά τα κόμματα είπαν ανοιχτά ότι προτιμούν). Υπήρξαν φήμες ότι ο Kristersson προσπαθεί να φέρει τους Φιλελεύθερους –το τέταρτο δεξιό κόμμα– στην κυβέρνηση, αλλά θα δυσκολευτεί πολύ να πείσει τους Σουηδούς Δημοκρατικούς να υποστηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση, εκτός αν λάβουν σημαντικές ανταμοιβές σε αντάλλαγμα. Οι Σουηδοί Δημοκρατικοί «έβγαλαν τα όπλα» μετά την εκλογική τους επιτυχία, επιμένοντας σε μια θέση στην κυβέρνηση.
Το πιθανότερο είναι ότι αυτή είναι μια τακτική διαπραγμάτευσης, αφού γνωρίζουν ότι θα ήταν δύσκολο για τον Kristersson να λάβει την υποστήριξη που χρειάζεται από τους Φιλελεύθερους για μια τέτοια κυβέρνηση. Αλλά αυτά όπως είπαμε είναι όλα πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε ακόμη. Και δεν ξέρουμε, επίσης, τι πραγματικό αντίκτυπο θα έχουν οι Σουηδοί Δημοκρατικοί στη μεταναστευτική πολιτική. Αυτό συμβαίνει γιατί τα περιθώρια εξακολουθούν να είναι στενά. Θα χρειαζόταν μόλις δύο μέλη των Φιλελευθέρων –ένα διαιρεμένο κόμμα– να εκτραπούν για να μην περάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόταση από μια κυβέρνηση με ηγέτη τον Kristersson. Όμως, αν και οι Φιλελεύθεροι λένε ότι θέλουν να είναι η ηθική συνείδηση του δεξιού μπλοκ, ενδέχεται να υπάρχουν μεταναστευτικές πολιτικές στις οποίες τα κόμματα θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος
Την περασμένη εβδομάδα συνέβη, όμως, και κάτι άλλο· κάτι, που θα μπορούσε να επηρεάσει το μέλλον της σουηδικής πολιτικής ακόμη περισσότερο από τις εκλογές. Η Annie Lööf, επικεφαλής του Κόμματος του Κέντρου από το 2011, παραιτήθηκε. Ήταν γνωστή από καιρό ως η ισχυρότερη φωνή ενάντια στους Σουηδούς Δημοκρατικούς και είχε ευθυγραμμίσει το κόμμα της με την κεντροαριστερά για να εμποδίσει το αντιμεταναστευτικό κόμμα να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή. Αυτό, παρά το γεγονός ότι το Κέντρο απέχει αρκετά από το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς σε βασικά οικονομικά ζητήματα. Η αποχώρησή της θα φέρει στην επιφάνεια τις διαφορές μεταξύ των σοσιαλφιλελεύθερων και συντηρητικών φιλελεύθερων φατριών του κόμματος. Το κόμμα συμμάχησε με τη δεξιά πτέρυγα (τότε χωρίς τους Σουηδούς Δημοκρατικούς) μέχρι μετά τις εκλογές του 2018, και εάν αποφασίσουν να επιστρέψουν στη δεξιά πτέρυγα με τις 24 έδρες τους, θα έκανε μια κυβέρνηση Kristersson πολύ πιο ισχυρή. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο αν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Guardian view on Sweden’s election: enter the radical right, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Sweden election: Why the far-right were the biggest winners and four other takeaways, Euronews, διαθέσιμο εδώ
- How the Right Triumphed in Sweden, FP, διαθέσιμο εδώ
- Far-right Sweden Democrats poised to wield influence in new government, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Sweden elections: Cause for concern across the board, Diem25, διαθέσιμο εδώ