Του Γιώργου Δρακόπουλου,
Η πολυετής κρίση χρέους που αντιμετώπισε η χώρας μας, έφερε στην επιφάνεια πολλά δομικά προβλήματα, τα οποία έκαναν την οικονομία πιο ευάλωτη και ασταθή στις κρίσεις. Αυτά, σε συνδυασμό με την κακή διαχείριση που υπήρξε την περίοδο των μνημονίων για την επίτευξη δημοσιονομικής προσαρμογής, οδήγησαν σε μακροχρόνια ύφεση και επιδείνωση αυτών των ζητημάτων, που μαστίζουν μέχρι σήμερα την οικονομία μας. Στο παρόν άρθρο, θα εστιάσουμε στα αποθαρρυντικά στοιχεία της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Μέχρι και λίγο πριν τη λήξη των σκληρών μνημονίων (2018) το ποσοστό ανεργίας βρισκόταν άνω του 20%. Όσον αφορά την απώλεια εισοδήματος ενός ανέργου, ενώ ο μέσος όρος στον Ο.Ο.Σ.Α. βρισκόταν μόλις στο 6,5%, στην Ελλάδα η μείωση ανερχόταν στο 32%. Καθ’ όλη την τριετία 2015 με 2018, οριακά μόνο πάνω από τους μισούς εν δυνάμει εργαζόμενους ηλικίας 15-64 ετών είχαν δουλειά, ενώ ανά περιόδους ο αριθμός των εργαζομένων σε πλήρη απασχόληση βρισκόταν κάτω από το 50%.
Απαρατήρητη δεν περνά και η εργασιακή ανισότητα των φύλων που υπάρχει στην Ελλάδα, με τις αμοιβές των γυναικών να είναι ελαφρώς πάνω από το 50% επί του εισοδήματος των ανδρών. Επιπλέον, σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι η μέση παραγωγικότητα βυθίστηκε σε επίπεδα προ 25ετίας, με το 65% περίπου των εργαζομένων να είναι ένα στάδιο πριν το burn out, χωρίς, εννοείται, να λαμβάνουν τις αποδοχές που τους αναλογούν. Τα παραπάνω δεδομένα αφορούν περιόδους πριν από το 2018 και είναι ενδεικτικές των επιπτώσεων της μακρόχρονης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, πέραν του ποσοστού ανεργίας και των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, δεν έχουν υπάρξει σοβαρές μεταβολές έως σήμερα.
Αυτή η κατάπτωση στην ελληνική αγορά εργασίας, προκλήθηκε από την άμεση και έμμεση υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, που στόχο είχε την δημοσιονομική αναδιάρθρωση, με αποτέλεσμα να βουλιάξουν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η ιδιωτική απασχόληση. Αυτή η ανεύθυνη και αναποτελεσματική διαχείριση των κυβερνώντων για την προσαρμογή στις μνημονιακές απαιτήσεις, είχε στόχο να μην συρρικνωθεί το κράτος και να διατηρηθεί η δημόσια παροχή υπηρεσιών για την κοινωνική προστασία. Όμως, αυτό δεν επετεύχθη, καθώς η υπερφορολόγηση δεν αντισταθμίστηκε επαρκώς με δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες.
Ήδη από πριν το 2009, υπήρχαν πολλά εργασιακά προβλήματα, κυρίως όσον αφορά τις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες, καθώς μόνο το 30% κατάφερναν να βρουν δουλειά. Αυτά προκλήθηκαν, κατά κύριο λόγο, με την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης, δηλαδή των προσόντων που διέθεταν οι εργαζόμενοι με τις απαιτήσεις από την αγορά, αλλά και από την ανεπαρκή διασύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με την αγορά εργασίας. Η αχρείαστη υπερεκπαίδευση πολλών εργαζομένων, η οποία μάλιστα αυξήθηκε κατά 60,6% από το 2008 μέχρι το 2017, σε συνδυασμό με την έλλειψη ατόμων με επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση που ζητούνταν συχνά από την αγορά, διόγκωσαν το πρόβλημα εύρεσης εργασίας.
Επιπλέον, το δυσλειτουργικό ρυθμιστικό-κανονιστικό πλαίσιο, με τις υψηλές εργοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές, ωθούσε πολλούς νέους να δέχονται να δουλεύουν αδήλωτοι ή με άτυπες μορφές εργασίας (μερική ή προσωρινή απασχόληση). Οι θέσεις στο δημόσιο έγιναν περιζήτητες, λόγω της ασφάλειας και των παροχών, αλλά χωρίς να παράσχεται η ευκαιρία για περιθώριο επαγγελματικής εξέλιξης. Μέσα στην κρίση, το ποσοστό των νέων ανέργων έφτασε στο αρνητικό ρεκόρ του 60%. Το ποσοστό των μη απασχολούμενων της παραγωγικής εργάσιμης ηλικιακής ομάδας 20-34 από 20% το 2007 (ήδη πολύ υψηλό), αυξήθηκε στο 37% κατά την κορύφωση της ύφεσης. Το 2018 κατάφερε να περιορισθεί αισθητά στο 27%, απέχοντας βέβαια αρκετά από το προ κρίσης ποσοστό. Να επισημανθεί ότι από αυτά τα μεγάλα ποσοστά εξαιρούνται νέοι και νέες που μετανάστευσαν για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, με το brain regain να αποτελεί μέχρι σήμερα μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία.
Στο σημείο που άρχιζαν να ορθοποδούν οι ελληνικές αγορές, σημειώνοντας θετικά σημάδια για την μελλοντική πορεία της οικονομίας, ήρθε και τάραξε ξανά τα «νερά» η πανδημία του COVID-19, που επέφερε κλείσιμο πολλών αγορών και αναγκαστική διακοπή εργασίας για πολλά άτομα. Έτσι, δημιουργήθηκαν περαιτέρω στρεβλώσεις στην εργασιακή αγορά, καθώς πρώτον πολλοί νέοι σταμάτησαν τις δουλειές τους, επειδή εργάζονταν σε τομείς παροχής υπηρεσιών φυσικών προσώπων. Δεύτερον, λόγω της άτυπης εργασίας, που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχε γίνει σύνηθες φαινόμενο την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, στην οποία δεν παρέχεται η κατάλληλη προστασία από το κράτος-πρόνοιας.
Όλες αυτές οι συγκυρίες, άλλοτε υπό την ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας και άλλοτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, μείωσαν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, δημιούργησαν παρακμή στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και υπονόμευσαν την κοινωνική ευημερία.
Το 2021 εμφανίστηκε το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης», αρχικά στις Η.Π.Α και μετέπειτα στις υπόλοιπες δυτικού τύπου οικονομίες. Με τον όρο αυτόν αναφερόμαστε στην οικειοθελή παραίτηση των εργαζομένων, με σκοπό την αναζήτηση μιας καλύτερης δουλειάς, τόσο σε μισθολογικό όσο και σε εργασιακού περιβάλλοντος επίπεδο. Στην Ελλάδα, το διάστημα Απριλίος-Ιούνιος του 2021, παρουσιάστηκε άνοδος των κενών θέσεων εργασίας, κυρίως στους κλάδους του τουρισμού, της μεταποίησης και της κατασκευής. Η αύξηση αυτή ανήλθε στο 117,8% σε ετήσια βάση, χωρίς να προσμετρηθεί ο πρωτογενής τομέας και οι δραστηριότητες των νοικοκυριών.
Παρόμοια φαινόμενα φαίνεται να μην σταματούν να εμφανίζονται, τόσο σε εγχώρια όσο και σε διεθνή κλίμακα. Φέτος, επίσης, παρατηρήθηκε η «σιωπηρή παραίτηση», δηλαδή, η ολοκλήρωση αποκλειστικά και μόνο του απαραίτητου ωραρίου και του αναγκαίου όγκου εργασίας. Ως αποτέλεσμα μειώνεται αισθητά η μέση παραγωγικότητα, ένα σημαντικός μακροοικονομικός δείκτης. Το φαινόμενο αυτό εξελίχθηκε στην «σιωπηρή απόλυση», που γίνεται λόγος τον τελευταίο μήνα. Ουσιαστικά, οι εργαζόμενοι αρχίζουν και αποφεύγουν μέχρι και την εργασία που υποχρεούνται να βγάλουν βάσει της σύμβασής τους, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν τις ελάχιστες αποδοχές. Όλα αυτά, προφανώς, ενισχύθηκαν από τα υβριδικά μοντέλα εργασίας, αλλά και την κατ’ αποκλειστικότητα εξ αποστάσεως εργασία από το σπίτι.
Όλα αυτά αποτελούν εμφανή παραδείγματα, που μας σηματοδοτούν την ανάγκη αλλαγών στον εργασιακό τομέα. Όσο αμελείται η αναζήτηση λύσης για την αναβάθμιση της συνεργασίας των μελών μιας επιχειρήσεις από εργοδότες, managers και Κυβερνήσεις, τόσο θα τίθενται εμπόδια στην δίκαιη και εύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας συνολικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΣΕΒ: «Αγορά εργασίας: σοβαρά προβλήματα αναζητούν τις σωστές λύσεις», taxheaven.gr, διαθέσιμο εδώ
- Από την κρίση χρέους στην πανδημία: οι δυσκολίες ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας, capital.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γιατί οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Αγορά εργασίας: Η απασχόληση στην Ελλάδα πριν και μετά την πανδημία, ot.gr, διαθέσιμο εδώ