Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστούν —ως συνέχεια των προηγούμενων συναφών— ευσυνόπτως οι καίριες θέσεις της υπ’ αριθμ. 837/2021 απόφασης του Ζ’ Τμ. του Αρείου Πάγου που συνήλθε σε Συμβούλιο, η οποία πραγματεύτηκε την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά απόφασης Δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο βαθμό.
Πριν την παράθεση των σκέψεων της απόφασης, σκόπιμο είναι να γίνει μία περίληψη των προβλέψεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας («Κ.Π.Δ.») για το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις σε σχέση με το σκεπτικό της απόφασης, καθώς αυτή αποτελεί μία ερμηνεία και εφαρμογή των προβλέψεων της δικονομίας.
Ειδικότερα, η αναίρεση αποτελεί ένδικο μέσο, το οποίο μπορεί να στραφεί τόσο κατά βουλεύματος όσο και κατά απόφασης. Η αναίρεση κατά απόφασης προβλέπεται στα άρθρα 504επόμ. Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με κάποιες διατάξεις των γενικών ορισμών περί ενδίκων μέσων. Πιο συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 504 Κ.Π.Δ.:
- «Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368).
- Αναίρεση επιτρέπεται επίσης κατά της απόφασης που κήρυξε το δικαστήριο υλικά αναρμόδιο και που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.
- Στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 495 επιτρέπεται αναίρεση κατά του μέρους της απόφασης που αφορά την απόδοση ή δήμευση, εφόσον η απόφαση, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.
- Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.»
Στα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα επί του ενδίκου μέσου, όπως, λόγου χάριν, τα δικαιούμενα πρόσωπα, τα είδη των αποφάσεων που αναιρεσιβάλλονται και οι προθεσμίες σε κάθε περίπτωση εντός των οποίων η αναίρεση ασκείται παραδεκτά. Πιο ειδικά, η διάταξη που απασχόλησε την απόφαση που παρατίθεται ακολούθως, ήταν αυτή του 504§1 εδ. α’ Κ.Π.Δ. ως εξής:
Α.Π. 837/2021 (Ζ’ τμ. Συμβ.): Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων και ήδη κρατούμενος σε Κατάστημα Κράτησης, άσκησε το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε από Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δίκασε σε πρώτο βαθμό τον αναιρεσείοντα και ήδη κρατούμενο για την κατηγορία της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελούμενης κατ’ εξακολούθηση, κηρύσσοντάς τον ένοχο και επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης 2 ετών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εισήγαγε την υπόθεση στο Συμβούλιο, όπως ορίζει ο συνδυασμός των άρθρων 512 και 476 Κ.Π.Δ., επισήμανε την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 504§1 εδ. α’ Κ.Π.Δ., του οποίου η εφαρμογή ήταν αυτή που καθόρισε την τύχη της ασκηθείσας αυτής αναίρεσης.
Πιο συγκεκριμένα, τονίζει ότι από τη γραμματική προσέγγιση της «επίμαχης» διάταξης, η φράση κλειδί είναι η: όπως απαγγέλθηκε. Περαιτέρω, μία απόφαση είναι δεκτική αναιρέσεως, αφού όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση, όταν εξ υπαρχής της απαγγελίας της δεν μπορεί να ασκηθεί κατά της το ένδικο βοήθημα της εφέσεως. Δηλαδή, κατά απόφασης Ποινικού Δικαστηρίου δικάσαντος σε πρώτο βαθμό, αναίρεση επιτρέπεται όταν το διατακτικό της είναι τέτοιο που δεν εμπίπτει στα όρια του εκκλητού που προσδιορίζονται στο άρθρο 489 Κ.Π.Δ. και άρα δεν είναι εκκλητή. Από αυτό συνάγεται πως μία απόφαση είναι εκκλητή, όταν εμπίπτει στα όρια που καθορίζονται από την οικεία διάταξη, ενώ ο χαρακτήρας της αυτός δεν επηρεάζεται από την μη άσκηση της έφεσης. Χαρακτηριστικά στην πρόταση αναφέρεται πως «… όταν η απόφαση κατά την απαγγελία της υπόκειται σε έφεση, η άσκηση εναντίον της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, και στην περίπτωση ακόμη που κατέστη τελεσίδικη η απόφαση, γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως. Είναι δε αδιάφορο αν η ασκηθείσα εμπροθέσμως έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, οπότε υπόκειται σε αναίρεση η απορρίψασα την έφεση ως ανυποστήρικτη απόφαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 501 § 1 Κ.Π.Δ (ΑΠ 449/2016, Τράπεζα Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)».
Στο άρθρο 489 περίπτωση β’ γίνεται αναφορά στο όριο εκκλητού επί αρμοδιότητα τριμελούς πλημμελειοδικείου και πιο συγκεκριμένα: «Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις (4) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα (480) ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις (4) μήνες». Ενώ, επί του ίδιου ορίου, το άρθρο 33§12 του Ν. 4055/2012 αναφέρεται σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε (5) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Η πρόταση του Αντεισαγγελέα ολοκληρώνεται με τη γνώμη να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, καθώς η πρωτόδικη απόφαση ήταν εκκλητή σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο αναιρεσείων άσκησε έφεση και αυτή απερρίφθη ως ανυποστήρικτη, επομένως, δεν εμπίπτει στις εξ υπαρχής ανέκκλητες αποφάσεις πρώτου βαθμού.
Το Συμβούλιο, με τη σειρά του, αφού άκουσε την εισαγγελική πρόταση, απεφάνθη ως εξής: «….η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη εναντίον απόφασης που δεν προσβάλλεται με αναίρεση, αφού η περί τούτου (απαραδέκτου) κρίση προηγείται λογικά και νομικά (βλ. άρθρο 512 του Κ.Ποιν.Δ.) της κρίσης περί του ανυποστήρικτου ή μη της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του ότι αυτή (κρινόμενη αίτηση αναίρεσης) είναι απαράδεκτη και ως εκπροθέσμως ασκηθείσα». Επομένως, η προκειμένη αίτηση αναίρεσης δεν αξιολογήθηκε ως προς την ουσία της, διότι ασκήθηκε κατά απόφασης που δεν επιτρέπεται εκ των διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας η άσκησή της.
Τέλος, όπως αναφέρεται και στη θεωρία, το ανέκκλητο της απόφασης είναι απόρροια της δικονομικής θέσης του προσώπου που δικαιούται να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης, όχι κάποιου άλλου συγκατηγορουμένου ή του εισαγγελέα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- Πόπη Η. Παπανδρέου, Διαγράμματα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
- Αδάμ Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, 9η έκδοση, αναθεωρημένη με βάση το νέο ΚΠΔ, 2019, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Α.Π. (Ζ’τμ. Ποιν.) 837/2021: Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft