Της Γεωργίας Δημοπούλου,
Οι κυριακάτικες βόλτες στο κέντρο της Αθήνας έχουν —από τους περισσότερους— συνδυαστεί με το «χάζεμα» στις βιτρίνες των παλαιοπωλείων, ιδίως των παλιών βιβλιοπωλείων στο Μοναστηράκι. Δυσεύρετοι τίτλοι και μία μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού να σε καθηλώνει! Πρόκειται, πράγματι, για στολίδια του ιστορικού κέντρου, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται την αυξημένη εμπορική τους κίνηση. Διότι, δυστυχώς, είναι οι κολοσσοί εταιρειών και οι μεγάλες αλυσίδες, που για μία ακόμα φορά «σκεπάζουν» την αξία των επιχειρήσεων αυτών. Ας μην πάμε, όμως, μακριά: πότε ήταν, άραγε, η τελευταία φορά που ψωνίσαμε από κάποιο συνοικιακό βιβλιοπωλείο;
Τα στατιστικά στοιχεία έρευνας που διεξήχθη στις αρχές του 2014 είναι ενδεικτικά της κατάστασης: η κατάργηση της λεγόμενης Ενιαίας Τιμής Βιβλίου ήταν που επέτρεψε στις μεγαλύτερες εταιρείες να «ρίξουν» τις τιμές των εμπορευμάτων τους σε ποσοστά έως και 60-70%, καταργώντας, έτσι οποιονδήποτε ανταγωνισμό που μπορεί να υπήρχε μέχρι τότε. Υπήρξαν, όμως, και άλλες συνθήκες που συνδυαστικά με την προηγούμενη οδήγησαν στην υποβάθμιση αυτήν του κλασικού βιβλιοπωλείου: αξιοσημείωτο είναι ότι, στη διάρκεια του εγκλεισμού των δύο τελευταίων ετών, η πλειοψηφία των αναγνωστών προτίμησε –για υγειονομικούς λόγους– να πραγματοποιήσει τις αγορές της από διαδικτυακά καταστήματα (τα λεγόμενα e-shops) των μεγάλων αλυσίδων του χώρου. Άλλωστε, είναι αυτονόητο: η δημιουργία ενός τέτοιου ψηφιακού καταστήματος απαιτεί δαπάνες που μία μικρή επιχείρηση δεν είναι εύκολο να καλύψει, πόσω μάλλον όταν μετά βίας συντηρείται η ίδια.
Θα ήταν άδικο, όμως, να μην εξετάσουμε και τον αντίποδα. Για ποιους λόγους επέλεξε το αγοραστικό κοινό τη «μεταστροφή» αυτή προς μεγαλύτερα καταστήματα; Ένα σύνηθες επιχείρημα που οι καταναλωτές επιστρατεύουν είναι πως σε αυτά βρίσκουν τα προϊόντα που αναζητούν σε πολύ πιο προνομιακές και ανταγωνιστικές τιμές, εν συγκρίσει με το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τους. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μπορεί όμως να εξηγηθεί: όταν γίνεται λόγος για μαγαζάτορες που παλεύουν για τον βιοπορισμό τους, είναι αυτονόητο πως το παραμικρό —ελάχιστο— κέρδος από τις πωλήσεις τους τους είναι σημαντικό. Μήπως, επομένως, αυτή η ασήμαντη χρηματική διαφορά φαντάζει ένα… τίποτα μπροστά στη στήριξη που θα προσφέρουμε στους απλούς αυτούς ανθρώπους με την παραμικρή μας αγορά; Αν ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι πίσω από τα πρόσωπά τους βρίσκονται οικογενειάρχες που προσπαθούν να συντηρήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, μία τέτοια χειρονομία αποκτά ακόμα μεγαλύτερη συναισθηματική αξία.
Για τους… βιβλιοφάγους, όμως, της υπόθεσης, ένα ακόμα χαρακτηριστικό των μικρών βιβλιοπωλείων οφείλει να τους πείσει να τα επιλέξουν. Και αυτό δεν είναι άλλο από την προσωπική επαφή με το μαγαζάτορα, την ολιγόλεπτη κουβέντα σχετικά με το βιβλίο που αναζητούν και σχετικά με τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις, που ενδεχομένως να είναι κοινές. Έστω και ολιγόλεπτη, η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ αναγνώστη και επιχειρηματία έχει μεγάλη αξία και δύσκολα επιτυγχάνεται στις μεγαλύτερες αλυσίδες αγοραπωλησίας βιβλίων. Είναι, λοιπόν, ανεκτίμητης αξίας η ουσιαστική αυτή επικοινωνία με τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντι, ο οποίος σίγουρα έχει αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με το βιβλίο και τους πελάτες του.
Time is now, θα έλεγε κανείς. Παρόλο που η ζυγαριά γέρνει αποδεδειγμένα προς τις μεγαλύτερες αλυσίδες βιβλιοπωλείων, η έναρξη της νέας σχολικής και ακαδημαϊκής χρονιάς μπορεί να αποτελέσει μία πολύ καλή αφορμή στήριξης στα αντίστοιχα συνοικιακά μαγαζιά. Ας επιλέξουμε τις τοπικές αυτές επιχειρήσεις για τις αγορές μας και ας προωθήσουμε τους «αφανείς» επιχειρηματίες, που θα μας εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε δύσκολα θα φύγουμε δυσαρεστημένοι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πώς «επιβιώνουν» τα μικρά βιβλιοπωλεία στην κρίση (photos & video), univiewgr.wordpress.com, διαθέσιμο εδώ
- Το βιβλίο στην κρίση: Ένας νόμος και μια πραγματικότητα, marginalia.gr, διαθέσιμο εδώ