Της Κατερίνας Σφυράκη,
Ο πόλεμος, ο θάνατος, η προσφυγιά και ο ξεριζωμός αποτελούν τα βασικά συστατικά στοιχεία των περισσότερων μυθιστορημάτων που σχετίζονται με τη Μικρασιατική Καταστροφή, από την οποία, μάλιστα, μετράμε πλέον 100 χρόνια. Η σημαντικότητα των στοιχείων αυτών είναι αδιαμφισβήτητη και η τιμή, η οποία οφείλει να τους αποδοθεί, ακόμα μεγαλύτερη, γεγονός που επετεύχθη μέσω της συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου και του βιβλίου της Ματωμένα χώματα.
Τα Ματωμένα χώματα είναι ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της συγγραφέως και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1962 μετρώντας, σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο, 400.000 αντίτυπα μέχρι το 2008. Το μυθιστόρημα που συγκλόνισε και καθήλωσε όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά όλους/ες τους/τις αναγνώστες/τριες έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά κ.α., καταφέρνοντας να μεταδώσει τις φρικαλεότητες του πολέμου μέσα από τα μάτια των απλών, αληθινών προσώπων-ηρώων της εποχής.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έφτασαν με την οικογένειά της ως πρόσφυγες στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου η Διδώ σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και ύστερα συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι και το Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1936 ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, αλλά και ως ανταποκρίτρια στο περιοδικό Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι. Συμμετείχε ενεργά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Κατά την περίοδο της κατοχής (1941–1944) έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία, ταξιδεύοντας, παράλληλα, σε πολλές χώρες και δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της. Έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβρη του 2004.
Γιατί, λοιπόν, τα χώματα του τίτλου και του βιβλίου είναι ματωμένα, θα αναρωτηθούν όσοι/ες δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο και δεν γνωρίζουν την εξέλιξη της πλοκής. Βασικός άξονας του βιβλίου είναι η ζωή του Μανώλη Αξιώτη, ο οποίος ζει στο Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας μαζί με την πολύτεκνη και φτωχή οικογένειά του, δουλεύοντας ως αγρότης. Καλλιεργεί τη γη για να βιοποριστεί τόσο ο ίδιος όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς και τα έξι αδέρφια του που επέζησαν από τα συνολικά δεκατέσσερα που γέννησε η μητέρα τους. Ο κόπος, οι συνεχείς προσπάθειες επιβίωσης και ο μόχθος για ζωή αποτυπώνονται στα χώματα που καλλιεργεί η οικογένεια, δίνοντας, έτσι, μία πιθανή εκδοχή για τη σχέση τίτλου-βιβλίου.
Η αφήγηση των γεγονότων ξεκινά το 1910, όταν ο Μανώλης πηγαίνει για πρώτη φορά στη Σμύρνη, πόλη, η οποία τον εντυπωσιάζει από τη στιγμή που καταφθάνει. Υπηρετεί μετέπειτα, το 1915, στα οθωμανικά τάγματα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού, δουλεύοντας σκληρά και ζώντας μέσα στην πείνα. Αργότερα, όταν οι Έλληνες κυριαρχούν στη Μικρά Ασία, υπηρετεί ως φαντάρος στον Ελληνικό Στρατό, πολεμώντας με τόλμη, θάρρος και περίσσια γενναιότητα. Η Ελλάδα, ωστόσο, χάνει τον πόλεμο και το 1922 συμβαίνει η Μικρασιατική Καταστροφή, με τον Μανώλη να βρίσκεται στη Σμύρνη που καίγεται. Τα εδάφη, στα οποία υπηρετεί ο νεαρός στρατιώτης στο πλευρό όλων όσοι αγωνίζονται για μια ελεύθερη πατρίδα, είναι η δεύτερη πτυχή της ερμηνείας για τα χώματα που καθίστανται ματωμένα. Όσο για τον Μανώλη Αξιώτη, η συγγραφέας κρατά αριστοτεχνικά σε αγωνία τους αναγνώστες για το αν ο πρωταγωνιστής θα τα καταφέρει ή όχι, αν, δηλαδή, τον αιχμαλωτίσουν ή αν θα σκοτωθεί.
Η Διδώ Σωτηρίου σκιαγραφεί τον Μανώλη Αξιώτη ως έναν ιδιαίτερα έξυπνο και χαρισματικό άνθρωπο, γεμάτο εντιμότητα, καθώς επαναφέρει συνεχώς στο μυαλό του τα λάθη, τα οποία τον βαραίνουν, χωρίς να καυχιέται, γνωρίζοντας και τηρώντας πάντα κάθε του υποχρέωση. Η οικογένειά του δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τις περισσότερες εκείνης της εποχής· κλειστή, συντηρητική, πατριαρχική, δύσκολα βιοποριζόμενη και χτυπημένη από πολλαπλές δυσκολίες και κακουχίες. Πέρα από τη φτώχεια, η μητέρα τους αντιμετωπίζει τον χαμό των μισών παιδιών της, ενώ ο πατέρας είναι ιδιαίτερα αυστηρός, αυταρχικός και παραβλέπει κάθε επιθυμία και ανάγκη των παιδιών του. Στην πορεία εκτύλιξης των γεγονότων πεθαίνει ο πατέρας και δύο από τα αδέρφια του. Πέρα από τους θανάτους που προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις λύπης, οι παραστατικές περιγραφές της βίας, των θηριωδιών και φρικαλεοτήτων, που συνάδουν με το πρόσωπο του πολέμου, αποτελούν, επίσης, απανωτές «γροθιές στο στομάχι» των αναγνωστών.
Από ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα δεν απουσιάζει φυσικά ποτέ το ερωτικό στοιχείο. Το καρδιοχτύπι του Μανώλη για την κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα και, αργότερα, για την ανιψιά του παπά στο χωριό του, δεν έρχονται για να προσδώσουν το στοιχείο της ελπίδας από το οποίο διακατέχεται ο έρωτας, αλλά συμπληρώνουν, δυστυχώς, την αίσθηση τόσο της ματαιότητας όσο και του απαγορευμένου καρπού.
Πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό, γεγονός που αποδεικνύεται και από την τηλεοπτική διασκευή του από τον Νίκο Απερανθείτη και τη Λεία Βιτάλη στο κανάλι του Alpha το 2008. Η σειρά μετέφερε τον ξεριζωμό και την προσφυγιά στην τηλεοπτική οθόνη κάθε σπιτιού, προκαλώντας βαθιά συγκίνηση σε μικρούς και μεγάλους. Το βιβλίο, ωστόσο, προσδίδει κάτι παραπάνω στο συνολικό αφήγημα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πρόκειται για μια αφήγηση μεστή νοήματος, βαθιά αληθινή που δεν πληροφορεί απλά, αλλά ευαισθητοποιεί, συγκινεί, αγγίζει μυαλό και συναισθήματα.