Της Δήμητρας Αργυρού,
Οι κοινωνίες από πολύ παλιά ανακάλυψαν τη σημασία του δικαίου για την αρμονική συμβίωση του συνόλου. Το δίκαιο έχει διττή λειτουργία: τη ρυθμιστική-κυρωτική και την παιδαγωγική-ιδεολογική. Με τη σαφέστατη κωδικοποίηση των ανθρώπινων συμπεριφορών και την ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων, μέσω μιας νομιμοποιημένης βίας, ο κοινωνός μπορεί να διαγνώσει ευκόλως και να ρυθμίσει τον βίο του με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνήθως ανταποκρίνονται σε πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς. Παράλληλα, ο ίδιος αποθαρρύνεται από την τέλεση ορισμένων πράξεων από τις απειλούμενες ποινές που θα εφαρμοστούν με το στοιχείο του καταναγκασμού.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, σε παλαιότερα χρόνια, γίνεται αντιληπτό πως και στη Βυζαντινή Περίοδο το δίκαιο διαδραμάτιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων. Η Νομική επιστήμη αναπτύχθηκε και οι Βυζαντινοί διαμόρφωσαν το δικό τους δίκαιο, το βυζαντινό. Περαιτέρω, το Βυζαντινό Δίκαιο δεχόταν αρκετές επιρροές από το Ρωμαϊκό, αλλά και τον Χριστιανισμό, ενώ παρουσίαζε μια συνεχόμενη ανανεωτική τάση σε σχέση με τους ήδη καθιερωμένους θεσμούς και ειδικότερα ιδιαιτερότητες αναφορικά με τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Το βυζαντινό ποινικό δίκαιο είχε κληρονομήσει από το ρωμαϊκό την περιπτωσιολογική του δομή, κάτι που είχε ως συνέπεια μην υπάρχει διάκριση των εγκλημάτων σε κατηγορίες όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ούτε και των ποινών που αντιστοιχούν σε κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές. Στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του, ως αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Για τον παραπάνω λόγο, οι ανήλικοι, καθώς και οι γυναίκες (ενδεχομένως επειδή χαρακτηρίζονταν ως το «ασθενές φύλο») τύγχαναν σε ορισμένες περιπτώσεις ευνοϊκότερης μεταχείρισης.
Επιπροσθέτως, η ποινή στο ρωμαϊκό δίκαιο της βυζαντινής περιόδου ήταν αρχικώς, κατά ένα μεγάλο βαθμό, ανταποδοτική για την αποκατάσταση της έννομης τάξης και έτσι παρέμεινε ως το τέλος της αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε περισσότερο ο σκοπός της ποινής και έτεινε να είναι η γενική και ειδική πρόληψη. Ειδικότερα, ο Μέγας Βασίλειος υποστήριξε πως η ποινή είναι ο τρόπος σωφρονισμού και βελτίωσης του δράστη.
Αναλυτικότερα, τα είδη των ποινών στο Βυζαντινό Δίκαιο περιλάμβαναν:
- Την ποινή του θανάτου και τις κεφαλικές ποινές: Κεφαλικές θεωρούνται οι ποινές, που είχαν συνέπειες που δεν απείχαν πολύ από αυτές της καταδίκης σε θάνατο, όπως η βαριά μορφή εξορίας ή η υποδούλωση. Η εσχάτη τιμωρία κατά κανόνα υπονοείται η επιβολή της ποινής του θανάτου.
- Σωματικές ποινές: Αυτές συνιστούσαν ποινές που επιβάλλονται κατευθείαν στο σώμα με σκοπό, όμως, όχι τον θάνατο, αλλά την κακοποίησή του. Η βαρύτερη εκ των σωματικών ποινών ήταν ο ακρωτηριασμός. Ελαφρότερες σωματικές ποινές αποτελούσαν η μαστίγωση ή ο ραβδισμός. Επιπλέον, το κούρεμα υπήρξε μια παρεπόμενη και ελαφρότερη σωματική ποινή που εκτελούταν για ηθική μείωση του δράστη.
- Ποινές στερητικές της ελευθερίας: Δεν προβλεπόταν από το γραπτό δίκαιο η στέρηση της ελευθερίας ως ποινή. Φυλακές βεβαίως υπήρχαν, αλλά αυτές χρησίμευαν για κράτηση προσώπων, όπως οι υπόδικοι ή οι οφειλέτες, κυρίως του Δημοσίου. Οι πρώτες καταδίκες σε φυλάκιση άρχισαν να εμφανίζονται την ύστερη βυζαντινή περίοδο και, μάλιστα, φυλακίζονται με αυτοκρατορική εντολή αρκετοί εμπλεκόμενοι σε καθοσίωση· η μεταχείρισή τους αυτή αποτελεί εκδήλωση αυτοκρατορικής επιείκειας, καθώς έμεναν στη ζωή. Υποκατάστατο της ποινής φυλάκισης αποτέλεσε ο εγκλεισμός σε μοναστήρι, με ή χωρίς αναγκαστική μοναχική κουρά.
- Περιουσιακές ποινές.
- Εκκλησιαστικές ποινές: Η Εκκλησία είχε αναλάβει και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες λόγω της σημασίας της θρησκείας και της είχε παρασχεθεί και η δυνατότητα να επιβάλλει ποινές. Αυτές αφορούσαν κληρικούς, αλλά και λαϊκούς. Στους τελευταίους επιβαλλόταν απομάκρυνση από τη συμμετοχή στον εκκλησιαστικό βίο, είτε προσωρινή (μικρός αφορισμός) ή, για σοβαρά παραπτώματα, οριστική (μεγάλος αφορισμός ή ανάθεμα).
Καταλήγοντας, αξίζει να εμβαθύνουμε λεπτομερέστερα στην κατηγορία των σωματικών ποινών. Στις παραπάνω, ακρωτηριαζόταν, κατά κανόνα, το μέλος του σώματος, με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα (π.χ. στους (υπότροπους) κλοπής το ένα χέρι, στους ψεύδορκους η γλώσσα). Γι’ αυτό εκφράστηκε και η άποψη πως ίσως να επρόκειτο για ποινή ειδικής ανταπόδοσης, καθώς ο δράστης θα τιμωρηθεί με αποκοπή εκείνου του μέλους, με το οποίο εγκλημάτησε. Ωστόσο, πρόκειται περισσότερο για μέτρο ειδικής πρόληψης, σκοπός του ακρωτηριασμού αποτελούσε η μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, το να του περιοριστεί, δηλαδή, η φυσική δυνατότητα να επαναλάβει την πράξη του.
Πιο συγκεκριμένα, για το έγκλημα της κτηνοβασίας προβλεπόταν αποκοπή του γεννητικού οργάνου, ενώ σε εγκλήματα, όπως η μοιχεία, ο βιασμός, η αποπλάνηση ανήλικης κτλ. επιβαλλόταν ακρωτηριασμός της μύτης! Το είδος αυτό του ακρωτηριασμού παραμόρφωνε τον δράστη και μείωνε τις πιθανότητες να επαναλάβει την πράξη του, αλλά, συνάμα, προειδοποιούσε τον περίγυρο για την επικινδυνότητά του. Ακόμα, με την ποινή αυτή εξασφαλιζόταν και ένα είδος ισότητας στην ποινική μεταχείριση των δύο φύλων, αφού η φυσιολογία της γυναίκας δεν είναι πρόσφορη για αποκοπή γεννητικού οργάνου.
Τέλος, περίπτωση ακρωτηριασμού συνιστά και η τύφλωση. Η ποινή αυτή αποτελούσε συνηθισμένη ποινή για το έγκλημα της καθοσίωσης. Η επιβολή της τύφλωσης βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια του αυτοκράτορα και αποτελούσε πάλι κατά κάποιον τρόπο εκδήλωση επιείκειας, γιατί ο δράστης της εσχάτης προδοσίας δεν θανατωνόταν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ελευθερία Παπαγιάννη/ Ηλίας Αρναούτογλου/ Αθηνά Δημοπούλου/ Δημήτρης Καράμπελας/ Αλέξανδρος Λιαρμακόπουλος/ Ιωάννης Χατζάκης/ Ανδρέας Χέλμης, Ιστορία Δικαίου, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα, διαθέσιμο εδώ