Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Μια ημέρα μνήμης είναι πάντα μια αφορμή για συζήτηση, σκέψη, τιμή και σεβασμό. Για την Ελλάδα, λίγες μέρες είναι τόσο συναισθηματικά φορτισμένες όσο η 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας που έπεσαν θύματα ή εκδιώχθηκαν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Για ανθρώπους σαν εμένα, που έλκουμε την καταγωγή μας, έστω και πολλές γενιές πίσω, από τους πρόσφυγες, μια τέτοια μέρα, και δη φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε, δεν μπορεί παρά να μας συγκινεί και να μας θυμίζει κάθε ιστορία που ακούσαμε από τους συγγενείς μας για τις μαύρες εκείνες μέρες. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε παρά να είμαστε και υπερήφανοι για τους ανθρώπους που, με λίγα υπάρχοντα ή συχνά και χωρίς αυτά, άλλαξαν ζωή από τη μια μέρα στην άλλη με τόσο βίαιο τρόπο, αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν και να διαπρέψουν στη μητροπολιτική Ελλάδα.
Τι πιο ταιριαστό, λοιπόν, σε μια μέρα σαν αυτή, από το να σας μιλήσω για μια άλλη αληθινή ιστορία της εποχής. Πρόκειται για το βιβλίο του Lou Ureneck, Η μεγάλη φωτιά: Σμύρνη, Σεπτέμβριος 1922, το οποίο κυκλοφορεί σε ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Χρήστου Καψάλη. Ο συγγραφέας, γνωστός κυρίως από το συγκεκριμένο έργο στο ελληνικό κοινό, διδάσκει Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης -πράγμα που άλλωστε δείχνουν οι ερευνητικές του ικανότητες- ενώ είναι και διακεκριμένος μυθιστοριογράφος.
Η Μεγάλη Φωτιά αφηγείται τη συγκλονιστική και εμπνευσμένη ιστορία του πάστορα Έισα Τζένινγκς και ενός ισχυρού αξιωματικού του ναυτικού, του υπολοχαγού Χάλσεϊ Πάουελ, που μαζί ενορχήστρωσαν μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές αποστολές του 20ου αιώνα. Ενθαρρυμένος από τη θρησκευτική του πίστη, ο Τζένινγκς εργάστηκε ακούραστα για να παρέχει τα αναγκαία και να μεταφέρει τους χιλιάδες απελπισμένους πρόσφυγες σε ασφαλές μέρος, ενώ ο Πάουελ, ένας ήρωας πολέμου από το Κεντάκι, έφτασε μέχρι και να παρακάμψει ορισμένες εντολές που του δόθηκαν, ώστε για να μπορέσει να φέρει το Αμερικανικό Ναυτικό να συμμετέχει στην αποστολή διάσωσης. Μέχρι να τελειώσουν τα φρικτά γεγονότα στην Τουρκία, ο Τζένινγκς και ο Πάουελ είχαν βοηθήσει στη διάσωση περί του ενός εκατομμυρίου προσφύγων.
Το 1922, ο Έισα Τζένινγκς ήταν μεθοδιστής πάστορας και εργαζόταν ως γραμματέας για μια αμερικανική χριστιανική οργάνωση στη Σμύρνη. Η Σμύρνη, που τότε βρισκόταν στη ζώνη επιρροής της Ελλάδας, περιγράφεται όπως γνωρίζουμε ότι ήταν πριν από την καταστροφή της, ως η πλουσιότερη και πιο πολυπολιτισμική πόλη της ανατολικής Μεσογείου. Ο Τζένινγκς και η οικογένειά του έφτασαν για πρώτη φορά στην περιοχή μετά τις πρώτες επιτυχίες του τουρκικού στρατού έναντι του ελληνικού. Η έρευνα του Ureneck είναι ενδελεχής και εκτεταμένη, καθώς εξηγεί τα 500 χρόνια σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της γενοκτονίας των Αρμενίων και την πολιτική της νέας κυβέρνησης της Τουρκίας υπό τον Μουσταφά Κεμάλ.
Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί κριτικοί της ξενόγλωσσης έκδοσης αναφέρουν ότι το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία ενός ήρωα που αξίζει να αναγνωριστεί. Πράγματι, όσα γνωρίζουμε ιδίως εμείς οι Έλληνες για τα γεγονότα της εποχής και την απροθυμία πολλών από τις ξένες δυνάμεις να συμβάλουν στη διάσωση των προσφύγων, καθιστούν ακόμη πιο εντυπωσιακή τη δράση των Τζένινγκς και Πάουελ. Επιπλέον, ιδιαίτερη εντύπωση σε κάθε φιλίστορα αναγνώστη θα κάνει ο ενδελεχέστατος κατάλογος πρωτογενών πηγών και βιβλιογραφίας που έχει συμπεριλάβει ο συγγραφέας στο παράρτημα του βιβλίου. Η λεπτομερέστατη έρευνα του συγγραφέα είναι εμφανής και από τον γλαφυρό τρόπο με τον οποίο περιγράφει τις εικόνες που αντιμετώπισαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του: τη φλεγόμενη Σμύρνη, τους κατάκοπους πρόσφυγες, τις θηριωδίες που έλαβαν χώρα, αλλά και το πολιτικό κλίμα της εποχής, το οποίο πλαισιώνεται από πλήθος εγγράφων και αφηγήσεων που έχει συλλέξει ο Ureneck και καθίσταται σαφές σε όλη του την έκταση, ακόμη και σε έναν αναγνώστη που δεν το γνωρίζει.
Είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθεί μια κατακλείδα για αυτό το άρθρο. Μια μέρα μνήμης σαν τη σημερινή δεν εξαντλείται, βέβαια, σε ένα βιβλίο και μια ιστορία, ακόμη και αν αυτή είναι τόσο εντυπωσιακή όσο αυτή που διαβάσαμε. Για αυτό, ας δώσουμε για μία ακόμη φορά τον λόγο στον ίδιο τον συγγραφέα: «Η Σμύρνη, για όλα αυτά που αντιπροσωπεύει, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στον ίδιο κατάλογο τοπωνυμίων που φέρουν τα βάρη της ιστορίας: Σεράγεβο και Γιάλτα, για το σκέλος της διπλωματικής αποτυχίας, και Τρεμπλίνκα, Βοσνία και Ρουάντα, για το μέγεθος της δολοφονίας. Το καθένα από αυτά τα μέρη είναι και ένα μάθημα ιστορίας που περιμένει να αποδελτιωθεί». Έναν αιώνα μετά την πυρπόληση της Σμύρνης, αυτό το μάθημα Ιστορίας μάς είναι πιο απαραίτητο από ποτέ.