Του Λάμπρου Καρασμάνη,
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών παρατηρείται σταδιακή αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς τα ευρωπαϊκά σύνορα και συγκεκριμένα τις ελληνικές νήσους του ανατολικού Αιγαίου. Πρόσφατα, στις αρχές του Μαρτίου του 2020, και στις απαρχές της υγειονομικής κρίσης του Covid-19, ασκήθηκαν πιέσεις στο ασφαλέστερο κομμάτι των συνόρων της Ελλάδος με την Τουρκία, σε αυτό του Έβρου. Λαοθάλασσα προσφύγων συγκεντρώθηκε στη χερσαία συνοριογραμμή της Τουρκίας, υποκινούμενη από τις κατευθύνσεις των τουρκικών αξιωματούχων, πως τα σύνορα ήταν ανοιχτά και πως η Ελλάδα θα αποτελούσε τον δίαυλο τους για μια καλύτερη ζωή στον ευρωπαϊκό-ενωσιακό χώρο.
Η παραπάνω προτροπή, μόνο ασυναφής δεν είναι με την κατανομή ισχύος στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αντιθέτως, αποτελεί τόσο κομμάτι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα πλαίσια του εθνικού της συμφέροντος, όσο και καλά μελετημένη κίνηση για την επίτευξη ωφελημάτων, μέσω της άσκησης πιέσεων.
Πιο συγκεκριμένα, από το 2015, η Τουρκία βρέθηκε υπό καθεστώς «μικρής ομηρίας» από τη Μόσχα. Πολλές κινήσεις της στην ευρύτερη περιοχή χρειάστηκαν τουλάχιστον τη συναίνεση της Ρωσίας, αν όχι την έγκριση της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κινήσεις της στη βόρεια Συρία, οι οποίες είναι πλέον περιορισμένες, ειδικά μετά το βομβαρδισμό που δέχθηκε στο Idlib στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2020. Ο βομβαρδισμός αυτός, κόστισε τη ζωή σε 34 Tούρκους στρατιώτες και, αν και τα πυρά ήταν συριακής προελεύσεως, γίνεται σαφές ότι φέρουν την υπογραφή της Μόσχας. Κι αυτό γιατί, η κυβέρνηση της Δαμασκού λειτουργούσε ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Μόσχας, προασπίζοντας τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η προσοχή της Τουρκίας αναφορικά με την αποκόμιση ωφελημάτων, με μικρό ή και καθόλου κόστος, έχει στραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαινόμενο που εντείνεται στην εποχή της ενεργειακής κρίσης. Το πρώτο γειτνιάζον κράτος της Ένωσης με την Τουρκία, είναι σαφώς η Ελληνική Δημοκρατία. Παραλλήλως, και δεδομένων των επικρατούντων συνθηκών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά και γενικότερα της Δυτικής Ασίας, μεγάλες μάζες ετερόκλητου πληθυσμού έχουν συγκεντρωθεί στα τουρκικά εδάφη, αναζητώντας μια καλύτερη και ασφαλέστερη ζωή. Ενδεχομένως, να ψάχνουν το μέλλον σε ευρωπαϊκά εδάφη, μακριά από τη ζώνη του πολέμου, προστατευμένοι από την ασφάλεια της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, όπου οι διατάξεις της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) βρίσκουν εφαρμογή και απολαμβάνουν σεβασμού από τα κράτη και τους λοιπούς δρώντες. Έτσι, η Τουρκία υποκινεί τις προαναφερθείσες μάζες να διασχίσουν τα σύνορα της με την Ελλάδα, τα οποία, πάντα κατά την άποψη της ίδιας, είναι και παραμένουν ανοιχτά. Η πρακτική αυτή είναι εδώ και χρόνια γνωστή και αποσκοπεί στην επίτευξη οικονομικών διευκολύνσεων και την απόκτηση προνομίων από την Ένωση και κυρίως από τη Γερμανία, η οποία έχει τόσο έναν ηγετικό ρόλο εντός της Ένωσης, όσο και δικά της οικονομικά συμφέροντα εντός της τουρκικής επικράτειας, ειδικά στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής.
Οι εξαθλιωμένες από τα δεινά του πολέμου, της ηθικής επισφάλειας και της βιολογικής ανασφάλειας μάζες, συνήθως διασχίζουν τα θαλάσσια σύνορα, έχοντας πληρώσει αδρά τους διακινητές τους. Τις περισσότερες φορές στερούμενοι των προσωπικών τους εγγράφων φτάνουν στα ελληνικά νησιά, αφού πρώτα αναγκαστούν να σκηνοθετήσουν τον πνιγμό τους, ώστε να διασωθούν από τις ελληνικές αρχές ή την Frontex. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η συσσώρευση τους στα ελληνικά νησιά, σε κέντρα φιλοξενίας μέχρι να ταυτοποιηθούν και να γίνει έλεγχος του προσφυγικού τους status. Έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες απονομής ασύλου σε όσους το δικαιούνται, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με το καθεστώς των Προσφύγων (1951) και με τον δέοντα σεβασμό στις διατάξεις της ΕΣΔΑ παραμένουν στις δομές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκέτο επί του ελληνικού εδάφους.
Τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί σαφές, πως η Τουρκία δεν επιδιώκει την περαιτέρω ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο στόχος της ήταν να επιτύχει μια τελωνειακή ένωση, πράγμα που κατάφερε. Έχοντας πάρει το μέγιστο επιθυμητό, αυτονομιμοποιείται να πράξει εναντίον των συμφερόντων της Ένωσης στη βάση των μακροπρόθεσμων εθνικών της στόχων. Τα γεγονότα στον Έβρο, κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 2020, είναι η πιο περίτρανη απόδειξη της προσπάθειας της Τουρκίας να επιτύχει τα σχέδιά της για περιφερειακή ηγεμονία και δεν πρέπει να διαχωρίζονται από τις γενικότερες πολιτικές και δράσεις που αναπτύσσει και έχει αναπτύξει προς την Ελλάδα.
Παράνομες και αήθεις τουρκικές πρακτικές
Οι δυο οντότητες, η Ελλάδα και η Τουρκία, βρίσκονται σε ένα διαρκή πόλεμο φθοράς με στόχο τη σταδιακή και σταθερή εξασθένηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, ώστε η υποχώρηση της από πάγιες εθνικές θέσεις να καθίσταται ευκολότερη. Η τουρκική οικονομία δείχνει ανίσχυρη, ενώ η τουρκική λίρα εξασθενεί διαρκώς, δίνοντας την εικόνα μιας χώρας στα πρόθυρα της πτώχευσης. Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν για την σκιώδη παραοικονομία η οποία καλύπτει έξοδα και πολεμικές δαπάνες στις οποίες το κράτος προβαίνει. Έτσι, ενώ στην Ελλάδα η ταραγμένη οικονομική κατάσταση αντανακλάται στο στράτευμα και στους εξοπλισμούς, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στην Τουρκία, που παρά την εικόνα της οικονομικής διάβρωσης, το πραγματικό της ΑΕΠ επηρεάζεται ελάχιστα έως καθόλου για τους στρατιωτικούς της εξοπλισμούς.
Ο πόλεμος φθοράς, λοιπόν, αποτελεί την πιο ορθολογική επιλογή για την τουρκική δημοκρατία. Οι καθημερινές παραβάσεις του ελληνικού F.I.R. (Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων), οι παραβιάσεις του εθνικού εναερίου μας χώρου καθώς και οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά εδάφη έχουν πάντα την άμεση απάντηση από την ελληνική αεροπορία, η οποία καταδιώκει και ωθεί εκτός του εναερίου μας χώρου τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. ‘Όμως μια τέτοια απάντηση κοστίζει τόσο σε καύσιμα όσο και σε εξοπλισμό και συντήρηση. Κατ’ επέκταση η Τουρκία αξιοποιεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα, σύμφωνα με το οποίο μια εναέρια δράση που κοστίζει στον εχθρό, ακόμα και αν δε φέρει άμεσα πρακτικά αποτελέσματα υπέρ της, φέρνει εμμέσως και σε βάθος χρόνου θετικά αποτελέσματα καθώς για την ιδία δεν κόστισε σχεδόν τίποτα.
Επιστρέφοντας στα γεγονότα του Έβρου, έχουμε μια δια της βίας παραβίαση των συνόρων, με στόχο να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά το ανθρωπιστικό δίκαιο και οι διαδικασίες ασύλου για την επίτευξη πολιτικών στόχων εις βάρος του κράτους υποδοχής, δηλαδή της Ελλάδος. Παράλληλα, η χρήση άμαχου πληθυσμού ως ανθρώπινη ασπίδα, αποτελεί διεθνές έγκλημα σύμφωνα με το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Από μια άλλη σκοπιά, η Τουρκία, ως γνωστός ρυπαντής στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσπαθεί να ωθήσει την Ελλάδα στη διάπραξη εγκλημάτων και στην παραβίαση των διατάξεων της ΕΣΔΑ. Μη μπορώντας από την πλευρά της η Ελληνική Δημοκρατία να ανταπεξέλθει στις διαρκείς μεταναστευτικές ροές και στις συνεχείς διασυνοριακές πιέσεις, στιγματίζεται από τη διεθνή κοινότητα και ειδικά από τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τελευταία φορά που η Ελλάδα κατηγορήθηκε για παραβιάσεις της ΕΣΔΑ, το 1969, το αποτέλεσμα ήταν η μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης εναντίον της χώρας και η έξοδος της από το Συμβούλιο.
Μια αναλογία χρησικτησίας στο διεθνή χώρο
Στις εθνικές πρακτικές της Τουρκίας, πρέπει να συμπεριληφθεί τόσο η δημιουργία, όσο και η ανακήρυξη και συντήρηση των μειονοτικών πληθυσμών σε περιοχές ασύνδετες με την εθνική της επικράτεια (πχ. Η γενοκτονία των Ουιγούρων) με στόχο την εκμετάλλευση τους στο μακρινό μέλλον. Επίσης, συμπεριλαμβάνεται και η αδιαφάνεια που καλύπτει το δημοψήφισμα της Αλεξανδρέττας και την προσάρτηση της στην τουρκική επικράτεια το 1939. Ασφαλώς κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στη Θράκη.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η Τουρκία αναγιγνώσκει το διεθνές δίκαιο στο πλαίσιο μιας εξ‘ αντικειμένου προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις αυτού έρχονται σε αναλογία με αντίστοιχες διατάξεις του αστικού, και συγκεκριμένα της μη διεθνούς νομικής έννοιας της χρησικτησίας. Μέσω της παρουσίας της, η Τουρκία δημιουργεί προηγούμενα, τα προηγούμενα δημιουργούν μια συνήθη εθνική πρακτική. Με τη σειρά της, η συνήθης αυτή πρακτική αποπειράται να δημιουργήσει τετελεσμένα, τα οποία δεν είναι άκυρα, αλλά ακυρώσιμα, και αν δεν ακυρωθούν, με τη σειρά τους φιλοδοξούν να περάσουν στον χώρο του εθίμου και να αυτοανακηρυχθούν ως κανόνας.
Κλείνοντας, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η Τουρκία πιέζει και θα συνεχίσει να πιέζει την Ελληνική Δημοκρατία με έναν ασύμμετρο και υβριδικό πόλεμο, ο οποίος στο εσωτερικό της δεν προκαλεί φθορά, λόγω του ισχυρού ελέγχου της τουρκικής κοινής γνώμης. Η Ελλάδα υφίσταται μια συνεχή και εντεινόμενη πολιορκία και ο μοναδικός τρόπος για να ανασχέσει την απειλή είναι να αντέξει τις πιέσεις και να αυτοσυντηρηθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- Ραυτόπουλος, Ε. , 2014. Διαδρομή Θεωρία και Γλώσσα του Διεθνούς Δικαίου. 1st ed. Aθήνα : Eκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
- Κ.Γρίβας – Από που εμπνεύστηκε ο Ερντογάν την εισβολή των αμάχων στην Ελλάδα , SLPress , διαθέσιμο εδώ
- Α.Συρίγος, Αμεση ανάλυση: Τι συμβαίνει στον Εβρο; , Καθημερινή digital edition , διαθέσιμο εδώ
- Κ.Υφαντής – Ο Κώστας Υφαντής αναλύει το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό και πως φθάσαμε στην κρίση στον Έβρο , Livemedia , διαθέσιμο εδώ
- Κ. Υφαντής – Γ.Σαχίνης , Οι Τουρκικές επιδιώξεις και η Ελληνική αρρυθμία με φόντο το Προσφυγικό, 984radio , διαθέσιμο εδώ
- Δ.Σταθακόπουλος -Γ.Σαχίνης , Διαβάζουμε με λάθος μέθοδο την Τουρκία, 984radio , διαθέσιμο εδώ