Της Δήμητρας Μπαλόκα,
Ρεμπέτικο χαρακτηρίζεται το λαϊκό αστικό τραγούδι που γεννήθηκε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μπορεί κανείς να βρει ποικίλες ετυμολογίες για το ρεμπέτικο, είναι, όμως, δυνατό να ειπωθεί ότι προέρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας και σημαίνει αυτό που κείται εκτός νόμου, που ξεφεύγει από τους κυρίαρχους κανόνες της κοινωνίας. Το συγκεκριμένο μουσικό είδος «καλλιεργήθηκε» και από τους Έλληνες της Σμύρνης την ίδια εποχή, οπότε ρεμπέτικα ονομάζονταν τα τραγούδια με παραδοσιακά μοτίβα και στίχους, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη νοοτροπία των λαϊκών πληθυσμών των πόλεων, τα οποία συνοδεύονταν από χορευτικούς ρυθμούς, όπως ζεϊμπέκικο, χασάπικο κτλ. Οι επιρροές του ρεμπέτικου βρίσκονται ανάμεσα στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου, αλλά και σε αραβικούς ρυθμούς.
Η εξάπλωσή του ταυτίζεται με την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα. Κατά την ανάπτυξη αυτή άρχισαν να γεννιούνται δειλά-δειλά τα πρώτα αστικά κέντρα. Η γέννηση αυτή προκάλεσε τον διαχωρισμό των μεγαλο-αστών και μικρο-αστών με τη φτωχή μάζα που ζούσε γύρω από τα κέντρα. Η μηδενική κοινωνική κινητικότητα και ο υψηλός συγκεντρωτισμός κέντρισαν το ένστικτο διατήρησης της ταυτότητας των περιθωριοποιημένων και προστασίας της από τη βιομηχανοποιημένη αστική κουλτούρα μέσω της δημιουργίας τραγουδιών που έφεραν τη στάμπα της τάξης τους.
Η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στις φτωχογειτονιές και πέριξ των αστικών κέντρων, είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ένωση με τον εγχώριο πληθυσμό, προτάσσοντας την κοινή κοινωνική τους κατάσταση. Οι πρόσφυγες μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα το έντονο κοσμοπολίτικο πνεύμα και τη μακραίωνη πολιτιστική παράδοση των τόπων τους. Άρχισαν να ανοίγουν μαγαζιά για να παίζουν τα τραγούδια τους και ο τρόπος που εξέφραζαν τον πόνο και τη νοσταλγία τους μέσα από αυτά προσέγγισε τους περιθωριοποιημένους ντόπιους, έτσι ώστε τα ρεμπέτικα έγιναν το κοινό καταφύγιό τους.
Από το 1922 και μετά, η προσαρμογή των τραγουδιών στα αστικά δεδομένα, κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά (όπου εγκαταστάθηκε η πλειονότητα), ήταν αναπόφευκτη. Τις δεκαετίες 1930-1940 στη ρεμπέτικη σκηνή κυριαρχούν οι Βαμβακάρης, Δελιάς, Παγιουμτζής, Μπάτης (αποτελούσαν την Τετράδα την ξακουστή του Πειραιώς), Μπέλλου, Γεωργακοπούλου, Χασκίλ κλπ. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα που εξέφραζαν τα ρεμπέτικα ήρθε σε αντίθεση με τα ήθη και την πραγματικότητα της τότε αστικής τάξης. Το 1936 λογοκρίθηκαν τα ρεμπέτικα και απαγορεύτηκαν οι δίσκοι τους από τη δικτατορία Μεταξά. Στον Βαμβακάρη, μάλιστα, επιβλήθηκε το κλείσιμο της ταβέρνας του. Έτσι, οι ρεμπέτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην, όχι τόσο αυστηρή, Θεσσαλονίκη.
Τα ρεμπέτικα, ωστόσο, δεν σβήστηκαν από την Ιστορία και κατάφεραν να αγαπηθούν από κάθε γενιά μέχρι και σήμερα. Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η ιδιαίτερη επίδραση των προσφύγων στη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής μουσικής πραγματικότητας, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε όλους τους τομείς των τεχνών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οι πρόσφυγες του 1922 και η μουσική τους δραστηριότητα στη νέα τους πατρίδα, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ιστορία του Ρεμπέτικου- Μέρος 1ο, baggelikh.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ
- Ρεμπέτικο τραγούδι, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ