Του Βασίλη Μυρλίδη,
Τα τελευταία χρόνια, οι αλλαγές στη ζήτηση των καταναλωτών για αγροδιατροφικά προϊόντα (vegan, βιολογικά προϊόντα κ.λπ.), σε συνάρτηση με τα πολύπλοκα πρότυπα ασφαλείας και διασφάλισης της ποιότητας των τροφίμων, τις προόδους στην τεχνολογία, αλλά και τα μειωμένα εμπόδια (δασμοί-ποσοστώσεις) στο διεθνές εμπόριο, έχουν καταστήσει την γεωργική αγορά ιδιαίτερα περίπλοκη και έχουν επιφέρει αλλαγές στην αλυσίδα αξίας. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου το στάδιο της παραγωγής διαμορφώνει όλο και λιγότερο την τελική τιμή των προϊόντων που πληρώνουν οι καταναλωτές, καθώς αυτή διαμορφώνεται ως επί το πλείστον από τους διαμεσολαβητές (στάδια μετά την παραγωγή από το αγρόκτημα).
Το 1ο στάδιο, περιλαμβάνει τις εισροές (inputs), δηλαδή τις βιοτεχνολογικές και αγροχημικές εταιρείες, εταιρείες λιπασμάτων, υγείας των ζώων, εκτροφής ζώων και γεωργικού εξοπλισμού. Οι επιχειρήσεις αυτού του τομέα παρέχουν γεωργικά προϊόντα και υπηρεσίες κυρίως στους αγρότες. Το 2ο στάδιο, η παραγωγή (production), περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που εμπλέκονται στην παραγωγή πρώτων υλών τροφίμων, όπως τα φυτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2ο στάδιο εξυπηρετεί κυρίως τους μεταποιητές τροφίμων, τον επόμενο κρίκο της αλυσίδας (στάδιο 3). Το 3ο στάδιο, είναι αυτό της επεξεργασίας (processing), και φυσικά περιλαμβάνει την επεξεργασία και την κατασκευή τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των ποτών, των ζυθοποιείων, των οινοποιείων και των εταιρειών συσκευασμένων τροφίμων. Αυτές οι εταιρείες μετατρέπουν τις πρώτες ύλες είτε σε επώνυμα, είτε σε μη επώνυμα προϊόντα διατροφής. Στη συνέχεια, τα προϊόντα αυτά διατίθενται στο τελικό στάδιο, αυτό της λιανικής πώλησης για διανομή και πώλησης στους καταναλωτές. Το 4ο στάδιο, λοιπόν, περιλαμβάνει την λιανική πώληση, διανομή, και εμπορία τροφίμων στους καταναλωτές. Στο τελευταίο στάδιο της αλυσίδας αξίας του αγροδιατροφικού τομέα, συμπεριλαμβάνουμε εταιρείες που ασχολούνται με τη διανομή τροφίμων, το λιανικό εμπόριο και την εστίαση (Cucagna and Goldsmith, Value adding in the agri-food value chain).
Κάθε στάδιο παράγει αξία, που αντανακλάται στην τιμή. Στη βιβλιογραφία για τα τρόφιμα και τη γεωργία η δημιουργία αξίας ορίζεται ως η διαφοροποίηση ενός προϊόντος με την προσθήκη χαρακτηριστικών σε αυτό που προτιμώνται περισσότερο στην αγορά (Anderson and Hanselka, 2009; Coltrain et al., 2000). Ένας ακριβής ορισμός της προστιθέμενης αξίας σε οικονομικούς όρους είναι η χρηματική αξία που παράγεται σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο. Γενικότερα, οι επιχειρήσεις για να αποτιμήσουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα πρέπει να χρησιμοποιούν ως μέτρηση της προστιθέμενης αξίας, την οικονομική προστιθέμενη αξία (Economic value added-EVA), η οποία δεν μετράει απλά την κερδοφορία, αλλά αντιπροσωπεύει το πόσο καλά μια εταιρεία παράγει λειτουργικά οφέλη σε σχέση με το κεφάλαιο που έχει επενδύσει και αν αυτή ξεπερνά την γενικότερη απόδοση της αγοράς.
Η αλυσίδα αξίας, από την άλλη, είναι ακριβώς το σύνολο κάθε διεργασίας δημιουργίας αξίας μεταξύ πολλών επιχειρήσεων. Από τις αρχικές εισροές (μηχανήματα, πρώτες ύλες, γη, σπόροι, λιπάσματα, ζώα) μέχρι την διανομή, το marketing και το τελικό προϊόν (π.χ. fitness μπάρες δημητριακών), κάθε στάδιο είναι ένας κρίκος της αλυσίδας που παράγει προστιθέμενη αξία. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν σε κάθε στάδιο να προσφέρουν τη μέγιστη αξία στους πελάτες τους και να βελτιώσουν την απόδοση της εταιρείας, και παράλληλα να αποκτήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα όντας μέρος της αλυσίδας αξίας (Bourlakis et al., 2012; Ketchen et al., 2008). Συνεπώς, η αξία δεν δημιουργείται με το να είναι μια επιχείρηση απομονωμένη, αλλά με το να είναι όσο πιο παραγωγική γίνεται ως μέρος της αλυσίδας αυτής. Με αυτή την πραγματικότητα ως δεδομένη, μία εταιρεία πρέπει να δημιουργήσει σχέσεις συνεργασίας που βασίζονται στην εμπιστοσύνη, τη δέσμευση και το κοινό στόχο μεταξύ των μελών της αλυσίδας, κάτι που θα συμβάλλει στη βελτίωση της απόδοσης όλων των εταιρειών και έτσι στη δημιουργία αξίας (Lindgreen et al.,2012; Vanyi, 2012).
Πολύ σημαντικό επίσης για τις επιχειρήσεις και τους παραγωγούς, είναι η κατανόηση της αλυσίδας αξίας. Αυτοί, όταν γνωρίζουν πως είναι μέλη της αλυσίδας αυτής (και δεν λειτουργούν μεμονωμένα), εάν μελετήσουν διεξοδικά την λειτουργία της, την εξέλιξη της αλλά και τις ευκαιρίες που προκύπτουν στην ευρύτερη αγορά, μπορούν να πετύχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον που οι εξελίξεις τρέχουν ταχύτατα, το να εμμένει κανείς σε πρακτικές παλαιότερων δεκαετιών χωρίς να εξελίσσεται (ακόμα και αν αυτές οι πρακτικές απέδιδαν στο παρελθόν), μειώνει τις πιθανότητες επιβίωσης του.
Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των γεωργών-παραγωγών ανήκει στο 2ο στάδιο αυτό της «παραγωγής», στάδιο που απαιτεί τεράστια κεφάλαια σε γη, μηχανήματα, εισροές και εργασία. Αν και προσφέρει έσοδα, η οικονομική προστιθέμενη αξία (EVA) είναι πολύ πιο μικρή από αυτή που προσδίδουν τα επιχειρηματικά στάδια της αλυσίδας αξίας. Αυτό φαίνεται από τους εθνικούς οικονομικούς λογαριασμούς γεωργίας για την Ελλάδα (Έτος 2018), που η φυτική και ζωική παραγωγή ανερχόταν σε €10,474 δις, με το εισόδημα των συντελεστών παραγωγής (μαζί με τις επιδοτήσεις) να φτάνει τα €6,4 δις και το εισόδημα από επιχειρηματικές δραστηριότητες να ανέρχεται σε €5,1 δις. Το μέγεθος του κεφαλαίου που απαιτεί η παραγωγή προϊόντων είναι αρκετά μεγαλύτερο σε σχέση με το κεφάλαιο που απαιτείτε για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Έτσι, συμπεραίνουμε πως ένας γεωργός για να μπορέσει να πετύχει σεβαστά κέρδη, θα πρέπει να πετύχει οικονομία κλίμακας, να έχει δηλαδή πολύ μεγάλο μέγεθος κεφαλαίων ώστε να μειώσει το οριακό κόστος.
Κάπου εδώ ερχόμαστε στο πολύ δύσκολο ζήτημα της συνεργασίας. Από την στιγμή που οι περισσότεροι παραγωγοί στην Ελλάδα έχουν μικρό μέγεθος, δεν δύναται να πετύχουν οικονομίες κλίμακας από μόνοι τους. Η συνεργασία μπορεί να προσφέρει μείωση κόστους, αύξηση της παραγωγής, καλύτερη πληροφόρηση, ευκαιρίες για ταυτόχρονη δραστηριοποίηση στους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας (επιχειρηματικό σκέλος) π.χ. μέσω της παραγωγής αλλά και διάθεσης των προϊόντων στις αγορές χωρίς να καρπώνονται άλλοι το κέρδος αυτό. Για παράδειγμα, τα Ελληνικά προϊόντα, με την ποιότητα που τα διακατέχει, θα μπορούσαν να πετύχουν σημαντικά καλύτερες τιμές στις ξένες αγορές μέσω εξαγωγών και φυσικά να αυξήσουν τόσο τα εισοδήματα των εμπλεκομένων αλλά και το καλό όνομα της χώρας. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αν δεν υπάρχει ουσιαστική συνεργασία μεταξύ παραγωγών, επιχειρήσεων αλλά και οργανισμών (επενδυτικές τράπεζες, ταμεία κλπ.) κατά μήκος όλης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόνο το 18% των αγροτικών προϊόντων παράγεται και διακινείται από διάφορες μορφές συνεταιριστικών οργανώσεων, όταν στην Ολλανδία το ποσοστό αυτό είναι γύρω στο 70%. Φυσικά, το εγχείρημα της συνεργασίας είναι πολύ δύσκολο να πετύχει, καθώς απαιτεί πολλά εμπόδια να ξεπεραστούν. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα, η πολυπλοκότητα της αγοράς, αλλά και η ελλιπής εκπαίδευση των παραγωγών σχετικά με το περίπλοκο οικονομικό-νομικό σύστημα και τον τρόπο λειτουργίας των αγορών μπορεί να δυσκολεύσει να πραγματοποιηθούν τέτοια εγχειρήματα.
Το κράτος, αρχικά πρέπει να αναλάβει μεγάλο μέρος από το ρίσκο των επενδύσεων (Επιχειρηματικό κράτος), να σταθεί αρωγός στην πληροφόρηση και εκπαίδευση των εμπλεκόμενων μερών, αλλά και να δώσει ταυτόχρονα κίνητρα στους μεγαλύτερους σε ηλικία γεωργούς να συνταξιοδοτηθούν, και σε νέους να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα της Ελλάδας που τόσο έχει υποβαθμιστεί, λόγω κακών επιλογών. Έτσι και αλλιώς ως επί το πλείστων οι νέοι έχουν το κίνητρο και τις γνώσεις να οργανωθούν σε ομάδες, να πληροφορηθούν και να βελτιώσουν την ζωή τους παράγοντας αξία τόσο για τον εαυτό τους αλλά και για την χώρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οικονομικοί λογαριασμοί γεωργίας, ΕΛ.ΣΤΑΤ.
- Κ. Χαρτζουλάκης για Ομάδες παραγωγών: μονόδρομος για επιβίωση των αγροτών, agrotypos.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πρωτογενής τομέας: Μόνη λύση η έξοδος στις αγορές, liberal.gr, διαθέσιμο εδώ
- Value adding in the agri-food value, Maria Emilia Cucagnaa and Peter D. Goldsmith, International Food and Agribusiness Management Review
- A conceptual framework for supply chain collaboration: empirical evidence from the agri-food industry, A. Matopoulos, M. Vlachopoulou, V. Manthou, B. Manos, (2007), Supply Chain Management: An International Journal, Vol. 12 Iss: 3, pp.177 – 186