Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Θεωρώντας πως ο προορισμός του είναι η θάλασσα, ο Πάνος Νιαβής ξεκίνησε την πορεία του με αφετηρία τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Όμως, η ουσιαστική του αγάπη για την ποίηση τον ώθησε στη συγγραφή. Πλέον, έχει ήδη εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ενώ το μυθιστόρημά του Δέκα Πόντους Μαύρο Χιόνι κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αρμός.
Με μεγάλη μας χαρά αποδέχτηκε την πρόσκληση του OffLine Post και στη συνέντευξη που ακολουθεί, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο νέο του βιβλίο, στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον γενέθλιο τόπο του και κάνει λόγο για τα μεταφραστικά του εγχειρήματα.
- Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας λίγα λόγια για την πλοκή του νέου σας βιβλίου;
Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για το νέο μου μυθιστόρημα με τίτλο Δέκα Πόντους Μαύρο Χιόνι. Είναι ένα μυθιστόρημα εποχής, κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα χήρα του εμφυλίου με έξι μήνες γάμου και, αφού έχει κάνει τη διαδρομή της στη ζωή, είναι σε ένα γηροκομείο και απολογείται στον Θεό για τα κρίματα, τα ανομήματα και όλες τις ποταπές πράξεις που έκανε, για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα σε εκείνο το δύσκολο ορεινό περιβάλλον τής μέσα Ελλάδας. Έχει ανοίξει έναν διάλογο με τον Θεό και, ταυτόχρονα, τα ακούει η εγγονή της, η οποία τα καταγράφει και τα μεταφέρει στη δημοσιότητα.
Προσπάθησα με αυτό το μυθιστόρημα να μιλήσω για μια σειρά θεμάτων, όπως είναι η ηθογραφία της εποχής των δεκαετιών του 1940-1970 στη μέσα Ελλάδα, που ακόμη η γυναίκα θεωρείτο «πράγμα». Υπήρχε μια χαρακτηριστική στάση των μεγάλων γυναικών που τη συναντάμε στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: όταν γεννιούνταν τα κορίτσια, οι γιαγιάδες, προς τη νύφη, την πεθερά ή την κόρη αντίστοιχα, έλεγαν «πάλι κορίτσι;», «που να μην το ‘βρει ο χρόνος» και έριχναν κατάρες στο νεογέννητο παιδί με μόνη αιτία το φύλο του, επειδή, δηλαδή, ήταν κορίτσι. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι σε εκείνη την εποχή έβγαζαν μια απίστευτη σκληρότητα, η οποία τους ανάγκαζε να βλέπουν τα πάντα με έναν δωρικό τρόπο, αλλά, συγχρόνως, πολύ σκληρό. Η επιβίωση ήταν ο κανόνας και αυτό που τους κανοναρχούσε τη ζωή. Ήταν λιγοστά τα χώματα, λιγοστά τα χωράφια, λιγοστή η παραγωγή και μπορεί κάτι να συνέβαινε και να πήγαινε στραβά, είτε γιατί το κατέστρεφε ένα ξένο κοπάδι είτε γιατί το κατέστρεφε μια βροχή. Ταυτόχρονα, περιγράφεται το πολιτικό πλαίσιο της εποχής.
Δηλαδή, ξεκινάει με την απαγόρευση του Μεταξά να υπάρχουν γίδια στον τόπο, γεγονός που οδήγησε πολλούς ανθρώπους να λιμοκτονήσουν, γιατί τα γίδια ήταν για αυτούς πηγή εισοδήματος και διατροφής. Αναγκασμένοι από τον Μεταξά να εξολοθρεύσουν τα γίδια, γιατί κατέστρεφαν το δάσος, τους οδήγησε να αρχίσουν να φεύγουν μετανάστες και σε ένα χαρακτηριστικό κομμάτι του βιβλίου γίνεται μνεία σε δύο παιδιά, τα οποία κατέβηκαν στη Λαμία, σε έναν ορυζώνα, για να δουλέψουν στο φύτεμα του ρυζιού και γύρισαν πίσω με ελονοσία, ώσπου που πέθαναν.
Έπειτα, ιστορικά μπαίνουμε στον πόλεμο, στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Εκεί επικεντρώνεται η αφήγηση, αφού δίνει μια περιγραφή πώς είναι η αγροτική και η νομαδική ζωή της δεκαετίας του 1940 στην ορεινή Ελλάδα. Και φτάνουμε στον εμφύλιο, οι άνθρωποι ζουν μια πολύ σκληρή εποχή, γιατί και ο στρατός και οι αντάρτες διεκδικούν από αυτούς πράγματα, είτε τροφή είτε στέγη, και τους συμπεριφέρονται με τον χειρότερο τρόπο, έχοντας ως αποτέλεσμα την απόφαση του Εθνικού Στρατού να εκτοπιστούν από την περιοχή οι μεν Αριστεροί στην Καρδίτσα, οι δε Δεξιοί στο Αγρίνιο, για να μην βρίσκουν οι αντάρτες τροφή, στέγη και πρόσβαση σε αγαθά. Αυτό οδήγησε την ηρωίδα, μαζί με την οικογένεια του αριστερού σογιού τους, να βρεθεί σε ένα σχολείο στην Καρδίτσα, όπου εκεί περιγράφεται ο αστικός τρόπος ζωής στα μάτια ενός γιατρού, στον οποίο η ηρωίδα προσφεύγει για να προσφέρει υπηρεσίες στην άρρωστη μάνα του, και ο οποίος, παρ’ όλη την αριστερή του συνείδηση, τη χρησιμοποιεί και ως μετρέσα, διδάσκοντάς την τον έρωτα. Εκείνη μέχρι τότε ήξερε μόνο το ζήτημα της αναπαραγωγής, ότι το να βρίσκεται με τον άντρα της ήταν για να κάνει παιδιά και όχι για την ηδονή της, για την απόλαυση.
- Στο πέρασμα από τη μεταξική δικτατορία μέχρι τον εμφύλιο, η κατοχή αναφέρεται με έναν άμεσο τρόπο;
Ναι. Συμβολικά, τον Απρίλιο του 1942, ο Άρης μπήκε στο χωριό με οκτώ αντάρτες και, αφού συνομίλησε με την τοπική γραμματεία του ΕΑΜ στο χωριό, αποφάσισε να τακτοποιήσει κάποια ζητήματα, όπως ήταν η ζωοκλοπή και, ταυτόχρονα, κάποιον, ο οποίος έσπερνε εξώγαμα και του απαίτησε ή να παντρευτεί τη χήρα ή αλλιώς θα του έπαιρνε το κεφάλι. Υπάρχει μια εμβληματική σκηνή του βιβλίου για εκείνον, διότι απαντάει ότι: «Εσείς που είστε εδώ, καπετάνιος είναι αυτός που ξέρει, αλλά εσείς χαϊβάνια με ζηλεύετε, γιατί εκτός από τη γυναίκα σας δεν κοιμηθήκατε με άλλη. Εγώ έχω εννιά εξώγαμα, εννιά μπάσταρδα. Ο τσόκος μου τα έχει γευτεί όλα. Το στομάχι μου τα ίδια – σας έχω κατακλέψει τα γίδια. Ε, αν μου πάρετε το κεφάλι, δεν έγινε και τίποτα». Αρνήθηκε και του πρότειναν, για να μην τον σκοτώσουν, ως κίνηση μεγαλοσύνης, να εγκαταλείψει το χωριό κι έτσι έγινε.
- Παρουσιάζεται ένας τόπος ή έχουμε πολλά τοπόσημα;
Δεν είναι τόπος, είναι «μη-τόπος», γιατί το βιβλίο είναι ένας μαγικός ρεαλισμός που η αντικειμενικότητα του συγγραφέα τού επιτρέπει να έχει φτιάξει τον δικό του τόπο. Είναι ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού. Και ο τόπος δεν είναι τόπος συγκεκριμένος, τα πρόσωπα δεν είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής που εναποθέτω πάνω σε ήρωες τη δική μου ματιά.
- Η αφήγηση των πεπραγμένων της κεντρικής ηρωίδας θα μπορούσαμε να πούμε ότι σκιαγραφεί το πολιτικό υπόβαθρο εκείνης της περιόδου;
Η ηρωίδα είναι ένας εξαιρετισμός, γιατί στο χωριό οι κοινωνίες είχαν πολλές χήρες είτε από τον πόλεμο είτε από το αντάρτικο. Δεν κατέληγαν όλες να τρέφονται με το αιδοίο τους. Αυτή έκανε την επιλογή να ζήσει με το αιδοίο της και την έκανε συνειδητά. Ήταν μία ερωτική γυναίκα.
- Η απολογία της ηρωίδας ως μέσο εξιλέωσής της μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για τον σύγχρονο αναγνώστη;
Η απολογία είναι η προσπάθεια να σκιαγραφήσω κόντρα σε αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας, κυρίως στα social media, που προβάλλεται ένας τύπος του καλού ανθρώπου, και ό,τι είναι εξαίρεση και είναι έξω, είτε γιατί εγκλημάτησε είτε γιατί σκότωσε, είναι έτοιμο να πάει στην πυρά και να δικαστεί μακριά από τους φυσικούς του δικαστές. Επομένως, επειδή εγώ λέω ότι οι άνθρωποι έχουμε μέσα μας και καλό και κακό, αυτό εκφράζεται, και δημιούργησα στη δική μου αντικειμενικότητα για την ηρωίδα αυτού του μαγικού ρεαλισμού τις προϋποθέσεις, ώστε, παρόλο που χρεώνεται φόνους και εγκλήματα, στο τέλος ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι θέλει να την πάρει στην αγκαλιά της συγγνώμης του.
- Πότε ξεκίνησε η έμπνευση και το γράψιμο;
Αυτή η ιστορία με βασάνιζε πολλά χρόνια και βρήκε την τελική της μορφή ως μυθιστορηματικό πρόσωπο διαβάζοντας και βλέποντας το ίδιο βιβλίο του Vargas Llosa. Είναι Το Πράσινο Σπίτι και το θεατρικό με την ίδια ηρωίδα την Chunga, το έπαιξε η Καραμπέτη. Το βιβλίο ξεκινάει και τελειώνει με ένα απόσπασμα από Το Πράσινο Σπίτι, η αρχή και το τέλος σε μια διακειμενικότητα, με το πώς ξεκινάει (διαβάζει η εγγονή στο γηροκομείο και την ρωτάει: «Τι είναι κορίτσι μου αυτό που διαβάζεις;», «Είναι του Vargas Llosa».
- Σχετικά με το συγγραφικό σας έργο, παρατηρούμε ότι έως σήμερα έχουν εκδοθεί δύο ποιητικές συλλογές σας: «Ο μαύρος κότσυφας στο χιόνι» (Εκδόσεις S@mizdat, 2015) και «Η Τριγωνομετρία των Παθών» (Εκδόσεις Μελάνι, 2019). Ποια υπήρξαν τα ερεθίσματά σας για να στραφείτε προς την ποίηση και ποιες αποτελούν τις κύριες πηγές των εμπνεύσεων σας;
Στα χρόνια της νεότητάς μου, ταξιδεύοντας ήρθα σε επαφή με πληρώματα που ήταν Χιλιανοί και, έχοντας μια λατρεία στον Νερούδα, αποφάσισα ότι θα ήθελα κάποτε να μπορώ να διαβάζω τον Νερούδα στο πρωτότυπο. Έτσι πήγα τότε σε ένα φροντιστήριο και ξεκίνησα να μαθαίνω ισπανικά. Αναζητώ Λατινοαμερικάνους ποιητές και μπαίνω και διαβάζω από διάφορες ιστοσελίδες ποιήματα.
Το έναυσμα, όμως, για να ξεκινήσω την απόδοση στα ελληνικά των 30+1 ποιημάτων της Στόρνι με τίτλο No me olviden. Μη με ξεχάσετε στο φιλιατρό της λήθης προέκυψε ακούγοντας ένα τραγούδι που έχει γραφτεί από έναν Μεξικάνο για τη Στόρνι το 1968, πολύ αργότερα, γιατί εκείνη πέθανε το 1938. Ήρθα σε πρώτη επαφή με αυτό και έχω μια φίλη στο Facebook που είναι στο Buenos Aires και μου έστειλε 50-60 ποιήματα που έχουν εκδοθεί εκεί ως επιμέρους, γιατί αυτή έχει κάνει οκτώ ή εννιά ποιητικές συλλογές. Εγώ διάλεξα από αυτά, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι στους καιρούς μας να εκδοθεί ένα μεγάλο βιβλίο ποίησης, να βρει αγοραστές και χρηματοδότη κι έτσι απέδωσα στην πανδημία τα 30+1 ποιήματα της Στόρνι. Στον δρόμο μου βρέθηκε ο εκδότης της Παρουσίας, ο κύριος Βασίλης Χατζηιακώβου. Του πρότεινα εάν τον ενδιαφέρει και με μεγάλη χαρά μπήκε στον κόπο και στις δαπάνες να εκδώσει μια Αργεντίνα ποιήτρια, η οποία είναι η εμβληματική ποιήτρια της Αργεντινής, είναι η πιονέρισσα του φεμινισμού, γιατί μένει το 1918-19 έγκυος από ένα πολιτικό μέλος του Κογκρέσου της Αργεντινής και επέλεξε από το Ροζάριο να πάρει το μωρό της και να μεταφερθεί. Η τότε ανδροκρατική και καθολική κοινωνία της Αργεντινής δεν θα μπορούσε να δεχτεί μία ανύπαντρη με παιδί.
Έτσι, μεταφέρθηκε στο Μπουένος Άιρες, εκεί είχε την τύχη να έρθει σε επαφή με επιφανείς ποιητές της Αργεντινής της εποχής εκείνης και από τις πρώτες ποιητικές συλλογές φάνηκε ότι είναι κάτι ξεχωριστό και μια προσωπικότητα, η οποία είχε τη δυνατότητα να είναι μεγάλη ποιήτρια, παρόλο που πέθανε σχετικά νέα, γιατί την χτύπησε ο καρκίνος στο στήθος και δεν υπήρχε γιατρειά. Αποφάσισε να μπει στη θάλασσα και να πνιγεί, βάζοντας τέλος στη ζωή της, η οποία είχε γίνει ανυπόφορη και αφήνοντας πίσω το τελευταίο ποίημα, 25 Οκτωβρίου του 1938, το έστειλε στην εφημερίδα που συνεργαζόταν και δημοσιεύτηκε την άλλη μέρα, ούσα η ίδια νεκρή. Όταν έγινε δε στο Μπουένος Άιρες η κηδεία της, περιγράφει ένας φίλος της χρόνια μετά σε ένα βιβλίο που είναι στα αρχεία της Ακαδημίας Επιστημών της Αργεντινής, ο κόσμος ήταν τόσος στην κηδεία και αυτή ήταν τόσο λαμπερή που νόμιζες ότι θα σηκωθεί να σου μιλήσει. Αυτή είναι η ιστορία της Στόρνι κι ελπίζω κι αυτή να βρει κάποιο δρόμο στην αγορά, γιατί το μνήμα της και το άγαλμα που υπάρχει στο μέρος που έπεσε στη θάλασσα, στο Ρίο ντε λα Πλάτα, είναι τόπος τουριστικού προσκυνήματος από χιλιάδες Λατίνους και Ισπανούς κάθε χρόνο. Είναι απίστευτο, γιατί στην Ελλάδα δεν είναι γνωστή.
- Πιστεύετε ότι υπάρχει δυναμική, από το εν Ελλάδι αναγνωστικό κοινό, ώστε να υποστηριχθούν ποιητικές συλλογές ή βιβλία ξένης λογοτεχνίας σε σχέση με τα εγχώρια;
Το καλό βιβλίο πάντα βρίσκει χώρο. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει το κατάλληλο κανάλι προώθησής του στους αναγνώστες, γιατί σε μια εποχή υπερπληροφόρησης του διαδικτύου η δυνατότητα να φτάσουν στον αναγνώστη είναι μεν εύκολη, αλλά ο αναγνώστης «μπουκώνεται» από χιλιάδες πληροφορίες, τις οποίες δεν μπορεί να αφομοιώσει. Για να ξεχωρίσει το καλό από το μέτριο και από το κακό.
- Έχετε ξεκινήσει κάποια επόμενη ποιητική συλλογή ή θα ξανακάνετε κάποια παρόμοια εργασία σε μετάφραση;
Έχω στο συρτάρι μου αρκετά πράγματα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων που αναφέρονται στον γενέθλιο τόπο και περιγράφουν την ηθογραφία μιας εποχής. Υπάρχουν δύο ποιητικές συλλογές και, ταυτόχρονα, αποδίδω στα ελληνικά μια ποιήτρια της Αργεντινής, τη Νόρα Λάγκε και έναν Κολομβιανό ποιητή, τον Εντουάρντο Καρράνσα. Δεν ξέρω σε τι χρόνο αυτά θα δουν το φως της δημοσιότητας, γιατί όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει κι επιπλέον, αν και άνθρωπος που δεν είμαι ένθεος, παρακαλώ τον Θεό της ηρωίδας, μιας και μιλάμε για το μυθιστόρημα, να μου χαρίσει τον απαραίτητο χρόνο, ώστε –η ηρωίδα που λέγεται Δασιά, ο άνδρας της είναι ο Γίας και η κόρη της Καρία– να χτίσουν την αυτόνομη φωνή τους σαν δύο αυτόνομα μυθιστορήματα.
- Τέλος, πείτε μου, η ποίηση ήρθε μέσα από τις διαδρομές της ζωής και τη θάλασσα;
Όχι, πολύ νωρίτερα. Από τα χρόνια του Γυμνασίου με εντυπωσίαζαν οι ποιητές και μάθαινα ποιήματα απ’ έξω. Μετά όταν ενεπλάκη να μπω στη σχολή Εμποροπλοιάρχων, ήξερα περίπου όλα τα ποιήματα του Καββαδία και τα απήγγειλα απέξω. Ήταν κάτι που το είχα μέσα μου, απλά δείλιαζα και έχει μια μικρή ιστορία αυτό, ότι κάποιος φίλος μου δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, του δίνω τα ποιήματά μου κάποια στιγμή και μου λέει αυτά είναι δημοσιεύσιμα, πρέπει να τα δημοσιεύσεις. Έτσι, έκανα το επόμενο βήμα να βγάλω την πρώτη ποιητική συλλογή και να ακολουθήσει η δεύτερη. Και, στη συνέχεια, να αποδώσω και στα ελληνικά τη Στόρνι. Τώρα ήρθε το μυθιστόρημα που ήταν μια αγκαλιά σε ανθρώπους για τους οποίους γράφει «Αφιερωμένο σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που χαράμισαν τις ζωές τους για υποθέσεις που δεν ήταν δικές τους».
Όλοι κουβαλάμε την ιστορία των παιδικών μας χρόνων. Η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο είναι η επιστροφή στην Ιθάκη του καθενός. Είναι η νοσταλγία της επιστροφής που, όμως, ποτέ δεν είναι εφικτή, γιατί ο τόπος και ο χρόνος είναι άλλος πια!
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Πάνο Νιαβή για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης και του ευχόμαστε υγεία & κάθε επιτυχία!