Της Δήμητρας Αργυρού,
Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενόψει της ταχείας τεχνολογικής εξέλιξης, τα κράτη έχουν αυξήσει τις προσπάθειές τους ως προς την εξερεύνηση και εκμετάλλευση φυσικών πόρων σε περιοχές που βρίσκονται εκτός της εθνικής τους δικαιοδοσίας.
Μάλιστα, όταν ήταν σαφώς πρόδηλη η μεγάλη οικονομική σημασία των συγκεκριμένων πλουτοπαραγωγικών πηγών, ξεκίνησαν οι αναφορές, καθώς και οι διαπραγματευτικές εργασίες. Η πρώτη αναφορά στον όρο: Κοινή Κληρονομιά της Ανθρωπότητας συναντάται στην ιστορική δήλωση, στην οποία προέβη το 1967 ο εκπρόσωπος της Μάλτας, Arvid Pardo, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ περί «κατοχύρωσης του χώρου και των πλουτοπαραγωγικών πηγών των θαλάσσιων και ωκεάνιων βυθών πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας, ως Κοινής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας». H δήλωση αυτή αποτέλεσε το εφαλτήριο για το ψήφισμα της ΓΣ του ΟΗΕ 2749 του 1970, βάσει του οποίου υιοθετήθηκε «η Παγκόσμια Διακήρυξη των αρχών που διέπουν τους θαλάσσιους και ωκεάνιους βυθούς και του υπεδάφους τους πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας», ενώ παράλληλα τα κράτη αναθεώρησαν τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, με αποτέλεσμα τη σύναψη της UNCLOS το 1982 και τη συμβατική κατοχύρωση της ΚΚΑ, όπως αναφέρθηκε.
Στο άρθρο 136 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι ο Διεθνής Βυθός και οι φυσικοί του πόροι αποτελούν Κοινή Κληρονομιά της Ανθρωπότητας (εφεξής ΚΚΑ), και ειδικότερα το τμήμα εκείνο που εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτές. Το παραπάνω πρόκειται για διεθνής Περιοχή (Area).
Παράλληλα, η Σύμβαση των Η.Ε. για τη Σελήνη, του 1979, κηρύττει ότι η Σελήνη, καθώς και οι φυσικοί της πόροι αποτελούν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Η Σύμβαση αυτή πρέπει να σημειωθεί πως επικυρώθηκε μόνο από κράτη που δεν έχουν τη δυνατότητα προσβάσεως στη Σελήνη, ενώ οι Η.Π.Α., η Ρωσία, αλλά και ορισμένα ακόμα βιομηχανικά κράτη δεν μετέχουν στη σύμβαση για ευνόητους λόγους.
Ακόμα, ο γνωστός Πίνακας (List) της UNESCO που περιλαμβάνει πολιτιστικά και φυσικά αγαθά (π.χ. Ακρόπολη των Αθηνών, Πυραμίδες κλπ.), τα οποία αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά (World Heritage). Τα κείμενα της UNESCO που περιλαμβάνουν τον παραπάνω όρο επιχειρούν να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις για την προστασία αυτών των πολύτιμων αγαθών.
Από την άλλη, υφίστανται οι αποκαλούμενοι Πάνδημοι Χώροι (Global Commons). Όταν αναφερόμαστε σε αυτούς τους χώρους, εννοούμε την ανοικτή θάλασσα, την Ανταρκτική κλπ. Σε αυτές τις περιοχές καταβάλλεται προσπάθεια για ενοποίηση του νομικού καθεστώτος το οποίο θα τις διέπει και θα βρίσκονται πέραν της δικαιοδοσίας των κρατών. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν ακόμη εξειδικευμένες διατάξεις που να προστατεύουν το φυσικό περιβάλλον αυτοτελώς υπέρ των πανδήμων χώρων.
Η Ανταρκτική παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επτά κράτη εκφράζουν εδαφικές απαιτήσεις, ήτοι η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Χιλή, η Γαλλία, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι διεκδικήσεις συνυπάρχουν από το 1961 εντός του διεθνούς πλαισίου του Συστήματος Συνθήκης της Ανταρκτικής ή Συνθήκης της Ανταρκτικής (Antarctic Treaty System ή Antarctic Treaty). Το παραπάνω καθεστώς έχει δυστυχώς αποτύχει να επιλύσει την ασάφεια που επικρατεί στην Ανταρκτική από άποψη Διεθνούς Δικαίου. Το παρόν σύστημα διατηρεί έναν συμβιβασμό μεταξύ των κρατών την ίδια ώρα που οι εδαφικές τους διεκδικήσεις παραμένουν «παγωμένες», με βάση το άρθρο 4 της Συνθήκης της Ανταρκτικής (1959).
Είναι χαρακτηριστικό πως στη δεκαετία 1980 με 1990, υπήρξε ενδιαφέρον από πλευράς της Γενικής Συνελεύσεως των Η.Ε. για την αυτοδύναμη προστασία των Global Commons. Ωστόσο, έκτοτε ορισμένα μόνο κράτη και με μεμονωμένο τρόπο προσπαθούν για την επίτευξη του στόχου αυτού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Εμμανουήλ Ρούκουνας , Νομική Βιβλιοθήκη 2015
- Το νομικό καθεστώς της Ανταρκτικής, διαθέσιμο εδώ
-
Κοινή Κληρονομιά της Ανθρωπότητας: Το καθεστώς του διεθνούς βυθού, διαθέσιμο εδώ