Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Οι οικονομικές συνθήκες σε μια χώρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την κατάσταση που επικρατεί στο πολιτικό της πεδίο. Τόσο οι δημοσιονομικές, όσο και οι νομισματικές πολιτικές που ασκούνται από τις κρατικές αρχές, οι οποίες στελεχώνονται από δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους ή/και από τεχνοκράτες που έχουν διορίσει οι πρώτοι, μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τα μακροοικονομικά στοιχεία ενός κράτους.
Σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική βιβλιογραφία του τομέα της Πολιτικής Οικονομίας, παρουσιάζονται ιστορικά στις οικονομίες οι λεγόμενοι «πολιτικοί επιχειρηματικοί κύκλοι». Ουσιαστικά, είναι οι μακροοικονομικοί περίοδοι που προκαλούνται από παρεμβατικές πολιτικές κατά τη διάρκεια μίας κυβερνητικής θητείας. Χαρακτηρίζονται από συχνή άσκηση επεκτατικής οικονομικής πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση πριν από τις εκλογές, με σκοπό την προσέλκυση ψήφων. Κατά αυτόν τον τρόπο, συνήθως, δημιουργούνται μεγάλα και συνεχόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, υπερβολικός δανεισμός και ανεπιθύμητος πληθωρισμός (ειδικά σε αναπτυσσόμενες οικονομίες με προκυκλική δημοσιονομική πολιτική), επιβαρύνοντας οικονομικά τις επόμενες γενιές. Καιροσκοπικές κυβερνήσεις επηρεάζουν αλόγιστα το μακροοικονομικό πεδίο, έχοντας πλήρη αδιαφορία για το μέλλον. Εκεί που σταματούν τα οικονομικά και η λογική, ξεκινά το πολιτικό «παιχνίδι».
Στο Μέρος Α’ αναφέρθηκε περιληπτικά ο ρόλος, οι λειτουργίες και οι στόχοι της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς, επίσης, πώς μέσω αυτής σε συνδυασμό με τον «μακροοικονομικό λαϊκισμό» καταλήγει να δημιουργείται υπέρογκο δημόσιο χρέος, το οποίο λειτουργεί ως τροχοπέδη για την εθνική οικονομία. Επιπλέον, εξιστορήθηκε πως αυτή η οικονομική πολιτική στάση άρχισε να επικρατεί κατά την περίοδο της ελληνικής δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), τοποθετώντας το πρώτο «λιθαράκι» για τη διαμόρφωση της οικονομικής κουλτούρας του σύγχρονου νεοέλληνα, αλλά και για την άσκοπη έκδοση δημοσίου χρέους από τις κυβερνήσεις.
Ο κρατισμός της οικονομικά «φιλελεύθερης» Νέας Δημοκρατίας
Στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβερνητική περίοδο, από το 1975 μέχρι το 1981, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έφτασε στα €2,4 δις (852 δις δραχμές), που αποτελούσε το 34,5% του Α.Ε.Π. Εκείνη την περίοδο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επηρεασμένος από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας, Giscard d’Estaing, από οικονομικής πλευράς θέλησε να ασκήσει μια «ριζοσπαστικά φιλελεύθερη» πολιτική, η οποία ναι μεν υποστήριζε την σημαντικότητα των ελεύθερων αγορών, αλλά με την ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους.
Παρ’ όλα αυτά, κατά την πρωθυπουργική του θητεία, διαμορφώθηκε ένα βαθύ παρεμβατικό και προστατευτικό απέναντι στην οικονομία κράτος, πραγματοποιώντας αρκετές δημόσιες δαπάνες και κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Βέβαια, επετεύχθη οικονομική μεγέθυνση, αυξάνοντας σημαντικά το κατά κεφαλήν εισόδημα (+50%), παρά τις διεθνείς πετρελαϊκές κρίσεις. Το €1 δις από τα €2,4 δις του χρέος, κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία της Νέας Δημοκρατίας δημιουργήθηκε την τελευταία διετία, επί πρωθυπουργίας Γεώργιου Ράλλη. Ο λόγος που αύξησε τόσο το πρωτογενές έλλειμμα (από 0% στο 5%), άρα και το δημόσιο χρέος, ήταν για να καταφέρει να ανταγωνιστεί το αναδυόμενο ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις επερχόμενες εκλογές, παρέχοντας οικονομικά «βοηθήματα».
Η διεύρυνση και αποκορύφωση του κρατισμού από τον Ανδρέα Παπανδρέου
Κατά τη χρονική περίοδο της πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου, από το 1981 μέχρι το 1989, υπήρξε σημαντική άνοδος των δημόσιων δαπανών και του δημοσίου χρέους, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και η διαμόρφωση ενός ισχυρού κράτους-πρόνοιας. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά €19,1 δις. Από το χαμηλό ποσό των €2,4 δις, το χρέος εκτοξεύτηκε στα €21,5 δις (69,9% του Α.Ε.Π.). Καθ’ όλη την περίοδο, οι δημόσιες δαπάνες, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., κυμαίνονταν σε 30%-50%. Μεγάλος μέρος των αυξήσεων που υπήρξε στο εθνικό εισόδημα «χάθηκε», λόγω του υψηλού επιπέδου πληθωρισμού και της διολίσθησης της δραχμής, καθώς μείωναν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Η απότομη αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης και η συνέχεια της επέκτασης του δημόσιου χρέους
Επί κυβερνήσεως Τζαννετάκη-Ζολώτα (συνεργασία Ν.Δ.-Συνασπισμού) το χρέος αυξήθηκε ελαφρώς, πλησιάζοντας τα €30 δις και ξεπερνώντας το 80% του Α.Ε.Π. Στην μετέπειτα κυβερνητική θητεία, έχοντας στον πρωθυπουργικό θώκο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, άλλαξε η οικονομική πολιτική κατεύθυνση απότομα, δημιουργώντας αναταράξεις, αφού αρκετές πολιτικές του δεν συμβάδιζαν με τη νοοτροπία του κόσμου. Πάρθηκαν πιο φιλελεύθερες πολιτικές, με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, μείωση δημόσιων δαπανών και δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, συνέχισε η διόγκωση του δημόσιου χρέους κατά €30,6 δις (111,6% του Α.Ε.Π.!).
Αυτή η άνοδος προήλθε, κυρίως, από την έκδοση «δανείων εξυγίανσης» που έγιναν για την κάλυψη μη καταγεγραμμένων χρεών Δημοσίου (καταπτώσεις εγγυήσεων, Αγροτική Τράπεζα, ΕΤΒΑ, κ.λπ.). Αρκετές οριστικές εκκαθαρίσεις, όμως, ολοκληρώθηκαν μετά το 2011, τη μνημονιακή περίοδο. Αυτές οι ρυθμίσεις αύξησαν το δημόσιο χρέος σε μεγάλο βαθμό, «σπάζοντας» τη ζώνη του Α.Ε.Π., αλλά δημιούργησαν περαιτέρω διαφάνεια, ενώ έγινε η αρχή για την εξυγίανση ισολογισμών των τραπεζών.
Περίοδος μεγάλης ανάπτυξης, αλλά και υπερδιόγκωσης του χρέους
Την περίοδο 1993 με 1996, ξανά επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου, το δημόσιο χρέος επεκτάθηκε ελαφρώς κατά €600 εκατ. (112,2% του Α.Ε.Π.), ενώ για πρώτη φορά το χρέος, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., υποχώρησε επί Σημίτη (1996-2003). Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε αύξηση ρεκόρ κατά €70 δις, αλλά λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης –που μας ευνόησαν, μάλιστα, ως προς τις προϋποθέσεις ένταξης στο ευρώ (€)– το ποσοστό διολίσθησε στο 97,4% του Α.Ε.Π.
Στις 7 Μαρτίου του 2004, ο Κώστας Καραμανλής κερδίζει τις εκλογές έχοντας δώσει υποσχέσεις στις προγραμματικές του δηλώσεις για σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως αποκρατικοποιήσεις, φοροελαφρύνσεις, ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας και μέτρα για τη μείωση της ανεργίας. Αυτό που πραγματικά προσέφερε είναι ένα επιπλέον χρέος ύψους €131,9 δις, σκαρφαλώνοντάς το στα €299,7 δις (129,8% του Α.Ε.Π.). Το χρέος θεωρήθηκε μη «βιώσιμο» λόγω του ξεσπάσματος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αφού αυξήθηκε πολύ το κόστος και περιορίστηκαν οι δυνατότητες δανεισμού.
Την επόμενη περίοδο, με πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου, το χρέος έφτασε τα €355,7 δις (170,6% του Α.Ε.Π.) και η χώρα από το 2010 εντάχθηκε σε ειδικά προγράμματα διάσωσης του δημοσίου χρέους και της οικονομίας με ισχυρή εξωτερική εποπτεία (μνημόνια), που παρασχέθηκαν από την «τρόικα» (Ευρωπαϊκή Κεντρική Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ζοφερά για την οικονομία, αφού χαρακτηρίστηκαν από έντονη πολιτική αστάθεια και κοινωνικές αναταραχές.
Εν κατακλείδι, η ευρωστία της οικονομίας δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθος των δημόσιων δαπανών, αλλά και από τη διάρθρωσή τους. Η εν μέρει άσκοπη σπατάλη δημοσίου χρήματος, η οποία δεν συμβάδιζε με τους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου, δημιούργησε μεγάλα και συνεχόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτά, προφανώς, καλύφθηκαν με αντίστοιχου μεγέθους έκδοσης δημόσιου χρέους, το οποίο μελλοντικά σε περιόδους ανάκαμψης θα έπρεπε να καλύπτεται με πλεονάσματα, ώστε να παρουσιάζεται αντικυκλικότητα στη δημοσιονομική πολιτική. Το υπέρογκο δημόσιο χρέος συνεχίζει να αποτελεί δυσβάσταχτο χρηματοοικονομικό βάρος στις νεότερες γενιές, οι οποίες φορολογούνται αδρά για την εξυπηρέτησή του. Σε επόμενο άρθρο, θα αναφερθεί η περίοδος των μνημονίων και θα αναλυθεί εκτενέστερα το πρόβλημα των συνεχόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε μία οικονομία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αποψη: Αστοχίες Δημοσιονομικής Πολιτικής και η κυκλικότητα της, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Φάκελος Προϋπολογισμοί – Ποιοι πρωθυπουργοί «φούσκωσαν» το χρέος στα 400 δισ. ευρώ, ot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Δεν έδινε υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ