Της Περσεφόνης Βλαχούτσικου,
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως το σχέδιο ενός κτιρίου μπορεί πολλές φορές να παίξει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων που πρόκειται να ζήσουν ή να εργασθούν μέσα σε αυτό. Το γεγονός αυτό βαραίνει τους αρχιτέκτονες, προσδίδοντάς τους μία αρκετά μεγάλη ευθύνη. Σημαίνει ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οφείλουν να συνεργάζονται σε όλα τα δυνατά στάδια με ειδικούς από άλλους κλάδους, όπως ψυχολόγους και φυσιολόγους, για να μπορέσουν να ελέγξουν όσο γίνεται τα κοινωνικά αποτελέσματα που θα επιφέρει η δουλειά τους στον κάθε πελάτη τους. Κάποια βασικά ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από τον παραπάνω προβληματισμό είναι: κατά πόσο τα κτίρια μελετιούνται σαν κοινωνικά εργαλεία; Και εν τέλει, τι είδους επιπτώσεις μπορεί να έχει μια μελέτη σαν αυτή για τους μηχανικούς;
Εδώ και αρκετό καιρό, η σχέση μεταξύ των ψυχολόγων και αρχιτεκτόνων ή των κατασκευαστών βιομηχανικών προϊόντων εξελίσσεται. Αντικείμενό τους είναι η αξιολόγηση και ο σχεδιασμός συστημάτων ανθρώπου – μηχανής. Πρόκειται για μία επιστήμη που έχει προκύψει από τα ευρύτερα πεδία της Πειραματικής και της Βιομηχανικής Ψυχολογίας σε συνδυασμό με άλλους κλάδους, όπως η Φυσιολογία, η Μηχανική και το Βιομηχανικό Σχέδιο. Επίσης, η επιστημονική μελέτη των κτιρίων σαν εργαλείων διαφέρει, επίσης, από την εργονομική αντιμετώπισή τους. Ασχολείται όχι μόνο με τη σχέση ανθρώπου – μηχανής, αλλά και με τις ψυχολογικές αντιδράσεις και τη μορφή των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που επηρεάζονται από τον σχεδιασμό. Λόγω της ευρύτερης σημασίας και των προβλημάτων που προκύπτουν από τον σχεδιασμό κτιρίων μικρής ή μεγάλης κλίμακας, ο κλάδος της Ψυχολογίας προσδιορίζει τώρα μία ανεξάρτητη έννοια, αυτή της «Αρχιτεκτονικής Ψυχολογίας». Οι στόχοι αυτού του καινούργιου πεδίου είναι η ανάπτυξη μιας πηγής πληροφοριών για τους αρχιτέκτονες σχετικά με τις πιθανές συνέπειες των αποφάσεών τους, και ύστερα η παροχή ενημερώσεων στους ψυχολόγους σχετικά με την επιρροή του συνολικού φυσικού περιβάλλοντος στον άνθρωπο. Γενικά, και οι δύο αυτοί κλάδοι είχαν και έχουν ακόμη άγνοια των θεμάτων αυτών.
Στην προσπάθεια κατανόησης της επίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος στο κάθε άτομο, ορισμένοι Αμερικανοί ψυχολόγοι ανέπτυξαν και έθεσαν σε δοκιμαστική λειτουργία μια συσκευή αυτόματης καταγραφής στοιχείων. Η συσκευή αυτή ονομάστηκε «οδόμετρο» και είχε συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος κινούταν σε έναν χώρο, το οδόμετρο κατέγραφε τη θέση, την κατεύθυνση και τη συχνότητα των κινήσεων μέσα από ένα σύστημα ηλεκτρικών διακοπτών. Εξαιτίας αυτού πραγματοποιήθηκαν πρότυπες μελέτες σε αίθουσες καλλιτεχνικών εκθέσεων με κύριο αντικείμενό τους τη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του αρχιτεκτονικού χώρου και κινητικών αντιδράσεων των ανθρώπων. Αυτή η μέθοδος ονομάστηκε οδομετρική μέθοδος καταγραφής της συμπεριφοράς. Έδειξε το πώς ακριβώς κάθε άτομο χρησιμοποιεί τον εσωτερικό χώρο στον οποίο βρίσκεται, πού σταματά για να κοιτάξει από τα παράθυρα, πού μαζεύονται όλοι για να κουβεντιάσουν και ποια στοιχεία του χώρου χρησιμοποιούνται περισσότερο ή λιγότερο από ό,τι είχε προγραμματιστεί.
Σε μία ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα αντιμετώπισης των προβλημάτων σχεδιασμού, ορισμένες μελέτες επικεντρώθηκαν στην επίδραση της μορφής της κατοικίας στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Μία από αυτές τις μελέτες έκανε τη σύγκριση του κοινωνικού περιβάλλοντος συγκατοίκων που ζούσαν σε διώροφα κτίρια με εκείνο μιας πιο συμβατικής προαστιακής διάταξης προκατασκευασμένων μονοκατοικιών. Ως αποτέλεσμα, υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις κοινωνικές σχέσεις και αποδείχθηκε πως συνδέονταν στενά με τη διάταξη των κτιρίων. Φάνηκε πως η κοινωνική ζωή των ανθρώπων καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το αν το διαμέρισμα ή το σπίτι τούς έφερνε σε απρογραμμάτιστες επαφές μεταξύ τους. Αυτό μπορούσε να είναι αποτέλεσμα της κοινής χρήσης των κλιμακοστασίων ή των διαδρόμων προς τα διαμερίσματα. Ο σχηματισμός φιλικών δεσμών γινόταν ολοένα και πιο σπάνιος, καθώς αυξανόταν η φυσική απόσταση μεταξύ των γειτόνων.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε ακόμη ανάμεσα στους δύο τύπους στέγασης και σύμφωνα με τα στοιχεία που υπήρχαν, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όταν ο αρχιτέκτων ή ο πολεοδόμος επιλέγει μια ορισμένη κτιριακή μορφή ή έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό της δομής, είναι σαν να αποφασίζει ταυτόχρονα ποια θα είναι η κοινωνική ζωή των ανθρώπων που θα ζήσουν σε αυτά τα κτίρια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αρχιτεκτονικά Θέματα – ετήσια επιθεώρηση, Τόμος 4, 1970