Του Θανάση Κουκόπουλου,
Όταν στην περιοχή Yenikapı της Κωνσταντινούπολης το 2004 ξεκίνησαν εργασίες με αφορμή τη διάνοιξη νέων σταθμών του μετρό (project Μαρμαρά, το οποίο στόχευε, μεταξύ άλλων, στη συνένωση της ευρωπαϊκής και ασιατικής ακτής του Βοσπόρου με μία υποθαλάσσια σήραγγα), οι εκσκαφείς ήρθαν αντιμέτωποι με εντυπωσιακά ευρήματα. Αμέσως οι αρχαιολόγοι έπιασαν δουλειά! Σε μία έκταση 58.000 τ.μ. ανακαλύφθηκαν κατάλοιπα αλλεπάλληλων χρονολογικών φάσεων από τους ύστερους οθωμανικούς χρόνους μέχρι και τη νεολιθική εποχή, όταν η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν λίμνη. Δίχως αμφιβολία οι πιο σημαντικές από αυτές είναι του 5ου-11ου αι. Και αυτό γιατί τότε χρονολογούνται τα κατάλοιπα συνολικά 37 εντυπωσιακών πλοίων! Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ανασκαφή στα χρονικά της Κωνσταντινούπολης, η οποία κινητοποίησε πάνω από 500 άτομα!
Η θέση ταυτίστηκε με το λιμάνι που κατασκευάστηκε επί Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (βασιλεία: 379-395). Αν και γενικά ήταν γνωστό μέσα από τις πηγές, οι πληροφορίες που αφορούσαν τον ακριβή εντοπισμό του, τις διαστάσεις του και τη διάταξή του ήταν ανεπαρκείς. Η πρώτη αναφορά στο λιμάνι αυτό προέρχεται από τη Notitia Urbis Constantinopolitanae (ένας κατάλογος των μνημείων της Πόλης), η οποία χρονολογείται γύρω στο 425 και το τοποθετεί στη δωδέκατη συνοικία (regio duodecima) της Βασιλεύουσας.
Από τον 6ο μέχρι τον 9ο αι. αναφέρεται ως «λιμάνι του Καισαρίου», από το όνομα της κοντινής γειτονιάς. Έπειτα από αυτό το διάστημα χάνονται τα ίχνη του από τις πηγές. Ωστόσο, όπως συμπεραίνεται από τα παραπάνω, η διάρκεια ζωής του ήταν μεγαλύτερη. Είναι αυτονόητο ότι η πρωτεύουσα μίας αυτοκρατορίας δεν μπορούσε να εξυπηρετεί τις πολυάριθμες ανάγκες της σε προμήθειες με ένα μόνο λιμάνι.
Το λίθινο τμήμα του λιμανιού πίσω από την αποβάθρα, καθώς και οι παρακείμενοι τοίχοι, διαπιστώθηκε ότι πρέπει να χρονολογηθούν πράγματι στην περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου. Ένα ακόμα αξιοσημείωτο εύρημα είναι ένας μεγάλος πεσσός, ο οποίος χρονολογείται στον ύστερο 8ο αι. και βρέθηκε στον ανατολικό τομέα. Δεν αποκλείεται να σχετίζεται με κάποια επένδυση της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία γνωρίζουμε ότι ανακαίνισε τη γειτονική περιοχή.
Κοντά στον λιμένα μαρτυρείται η παρουσία σιταποθηκών, στις οποίες πρέπει να κατέληγαν οι ποσότητες σιτηρών που προορίζονταν για την annona civica (προμήθεια της πρωτεύουσας με σιτάρι). Ενδέχεται η θέση του λιμανιού να υποβαθμίστηκε, καθώς επί βασιλείας Ιουστινιανού Α΄ (527-565) κατασκευάστηκε μία μεγάλη σιταποθήκη στη νήσο Τένεδο μεγέθους 87 Χ 28 μ. Η τελευταία κατέστη σημαντικός διαμετακομιστικός σταθμός, καθώς από εκεί μπορούσαν να ξεκινούν πλοία μικρότερου μεγέθους, τα οποία ελίσσονταν με περισσότερη άνεση στα στενά των Δαρδανελλίων. Τον 7ο αι. τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο, όταν καταλήφθηκε από τους Άραβες ο κατεξοχήν σιτοβολώνας της αυτοκρατορίας, η Αίγυπτος. Τον 12ο αι. η θέση καλύφθηκε με επιχώσεις.
Τα πλοία που ανακαλύφθηκαν αποσύρθηκαν από τον τόπο εύρεσής τους και συντηρήθηκαν. Ιδιαίτερη έμφαση αξίζει να δοθεί στα κατάλοιπα των λεγόμενων «μεταβατικών αιώνων» (7ος-9ος αι.). Πρόκειται για μία εποχή, για την οποία παλαιότερα οι ερευνητές δεν γνώριζαν πολλά. Πλέον, όμως, είναι εμφανές ότι τότε διαμορφώνεται ο καθαυτός μεσαιωνικός χαρακτήρας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και ο όρος «πρώιμος βυζαντινός μεσαίωνας» θα τη χαρακτήριζε με πιο σαφή τρόπο. Η χρονολόγηση των σκαφών κατέστη δυνατή είτε με τη βοήθεια της ραδιοχρονολόγησης είτε χάρη στην ανακάλυψη ευρημάτων, που προσφέρουν μια ασφαλή διέξοδο (π.χ. στο ΥΚ 11 βρέθηκε σφραγίδα του 7ου αι.).
Ενώ στη ρωμαϊκή περίοδο κυριαρχούσαν τα μεγάλα φορτηγά πλοία, στα βυζαντινά χρόνια το μέγεθός του μικραίνει, καθώς με αυτόν τον τρόπο μικραίνει και το κόστος κατασκευής και εκμετάλλευσής τους, ενώ καθίστανται και πιο ευέλικτα σε περιπτώσεις επιθέσεων εχθρικών πλοίων. Όσον αφορά τις κατασκευαστικές τεχνικές των πλοίων αυτής της περιόδου, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη μετάβαση από τον παλαιό σε καινοτόμους τρόπους ναυπήγησης. Σύμφωνα με την πρωιμότερη παράδοση, αρχικά δομούνταν το κέλυφος του πλοίου, ενώ στη συνέχεια, τοποθετούνταν δοκοί στο εσωτερικό προς ενίσχυση.
Σταδιακά οι ναυπηγοί άρχισαν να κατασκευάζουν πρώτα τον σκελετό και έπειτα προχωρούσαν στο κέλυφος. Με βάση τις παλαιότερες τεχνικές, επίσης, εφαρμοζόταν μία ειδική ένωση των σανίδων ή των δοκών, σύμφωνα με την οποία ένα προεξέχον τμήμα εφάρμοζε σε μία ή περισσότερες κοιλότητες. Πλέον, αυτού του είδους οι ενώσεις γίνονται πιο αραιές, μικρότερου μεγέθους, τα καρφιά ελαφρύτερα, ενώ αρχίζουν να εφαρμόζονται και ειδικοί πείροι.
Αυτή η μετάβαση δεν ήταν σε καμία περίπτωση γραμμική. Ας δούμε το παράδειγμα του πλοίου ΥΚ 12 (9ος αι.). Μετά από λεπτομερή ανάλυση οι μελετητές συμπέραναν ότι μετά την κατασκευή της καρίνας (η «ραχοκοκαλιά» του πλοίου, με άλλα λόγια, ένα επίμηκες κομμάτι –μπορεί και δύο– ξύλου, πάνω στο οποίο κατασκευάζεται ο υπόλοιπος σκελετός του πλοίου και αποτελεί το κατώτερο τμήμα του), της πλώρης και της πρύμνης οι ναυπηγοί τοποθέτησαν τις πέντε πρώτες σανίδες του κελύφους και στη συνέχεια τους νομείς (κάθετα ή ανασηκωμένα δοκάρια που συνδέονται με την καρίνα και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του σκελετού του πλοίου). Ακολούθησε η τοποθέτηση των υπόλοιπων σανίδων του εξωτερικού κελύφους.
Η αφθονία του κεραμικού υλικού είναι πολύ σημαντική, καθώς η μελέτη της βυζαντινής κεραμικής είναι ένας κλάδος που αναπτύσσεται και αρχίζει να ξεδιαλύνει τις διάφορες ασάφειες που υπάρχουν μόλις τα τελευταία χρόνια. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η ανακάλυψη πληθώρας σκελετικών καταλοίπων ζώων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Başaran, Sait & Kocabaş, Ufuk, “From Theodosian Harbour to Yenikapı Shipwrecks”, δημοσιευμένη διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Colloquium Anatolicum VII στο Τουρκικό Ινστιτούτο Επιστημών της Αρχαιότητας το 2008
- Kocabaş, Isil Özsait, “The centuries long voyage of ship Yenikapi 12”, στο: Z. Kızıltan and G. Baran Çelik (επιμ.), Stories from the Hidden Harbour: Shipwrecks of Yenikapı, Κωνσταντινούπολη 2013, 49-55
- Kocabaş, Isil Özsait & Ufuk, “A New Milestone in Ship Archaeology: The Yenikapı Shipwrecks Project”, στο: Z. Kızıltan and G. Baran Çelik (επιμ.), Stories from the Hidden Harbour: Shipwrecks of Yenikapı, Κωνσταντινούπολη 2013, 49-54
- Külzer, Andreas, “The Harbour of Theodosius in Yenikapı, İstanbul: A Harbour Area Through the Ages”, στο: Daim, Falko & Kislinger, Ewald (επιμ.), The Byzantine Harbours of Constantinople, Mainz 2021, 75-91
- Magdalino, Paul, “The Harbors of Byzantine Constantinople”, στο: Kızıltan and G. Baran Çelik (επιμ.), Stories from the Hidden Harbour: Shipwrecks of Yenikapı, Κωνσταντινούπολη 2013, 13-15
- Συλλογικό, “The shipwrecks of Yenikapi and their contribution to the study of ship construction”, στο: Kızıltan and G. Baran Çelik (επιμ.), Stories from the Hidden Harbour: Shipwrecks of Yenikapı, Κωνσταντινούπολη 2013, 23-34