Της Νεφέλης Κατσιγιαννάκη,
Ο τίτλος της ταινίας Το τέλειο αφεντικό προϊδεάζει στο πρώτο άκουσμά της τον θεατή για έναν πρωταγωνιστή που ενσαρκώνει την έννοια του «καλού αφεντικού»: πρόκειται για το αφεντικό αυτό που έχει ανθρώπινο πρόσωπο, που δε θα απολύσει μεμιάς έναν εργαζόμενο επειδή διέπραξε ένα λάθος, αλλά θα τον συμπονέσει και θα ακούσει τα προβλήματά του, που σαν άλλος pater familias θα προστατεύει και θα αντιμετωπίζει το προσωπικό του σαν οικογένεια. Είναι εκείνος ο άνθρωπος που όλοι ελπίζουμε μέσα μας να βρούμε ως αφεντικό, όταν πάμε σε συνεντεύξεις ψάχνοντας για δουλειά. Είναι το φωτεινό παράδειγμα ότι δεν είναι όλα τα αφεντικά κακά.
Ο Μπλάνκο (Χαβιέρ Μπαρδέμ), κληρονόμος μιας επιχείρησης ζυγαριών, είναι ακριβώς αυτό: στέκεται δίπλα στους εργαζομένους –ή αλλιώς, στα παιδιά που δεν είχε ποτέ– ως πραγματικά «καλός πατέρας». Κάθε πρόβλημά τους είναι και δικό του και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να προσπαθήσει να το λύσει. Όμως, η «οικογενειακή» επιχείρηση σταματά σιγά-σιγά να κατακλύζεται από αισθήματα ζεστασιάς και ασφάλειας, όταν το αφεντικό, λόγω ενός επικείμενου διαγωνισμού απονομής βραβείου Επιχειρηματικής Αριστερίας, πρέπει να διασφαλίσει ότι όλα στο εργοστάσιό του θα είναι ισορροπημένα, όπως και οι ζυγαριές που πουλάει. Και αυτό πρέπει να το καταφέρει με κάθε τίμημα.
Κατά τη διάρκεια του δεκαήμερου πυρετού προετοιμασίας για τον διαγωνισμό, αναδύονται διάφορες υποθέσεις που το αφεντικό πρέπει να επιλύσει όσο το δυνατόν πιο άμεσα: ένας μόλις απολυμένος εργαζόμενος, ενώ στην αρχή ζητά απλώς την επαναπρόσληψή του, καταλήγει σε προσπάθεια εκδίκησης του πρώην αφεντικού του με άμεσο στόχο να αμαυρώσει τη φήμη του, ο επιστάτης της παραγωγής –και φίλος του Μπλάνκο– χάνει τη «μπάλα» στα οικογενειακά του ζητήματα, συμπαρασύροντας και την αποδοτικότητά του στη θέση ευθύνης που κατέχει και μια πανέμορφη νέα κοπέλα που έρχεται στην εταιρία για πρακτική άσκηση θα απειλήσει ακόμα και τη γαλήνη της οικογένειας του Μπλάνκο για να καταφέρει να κερδίσει αυτό που θέλει.
Προσπαθώντας το αφεντικό να λύσει ή απλώς να «μπαλώσει» τα προβλήματα αυτά, αρχίζει και παίρνει επιλογές που γέρνουν εναντίον του στην ηθική ζυγαριά. Στην αρχή, φαίνονται απλά σαν «σκοποί που αγιάζουν τα μέσα», δημιουργώντας στον θεατή ένα αίσθημα κατανόησης και συγχώρεσης προς τον πρωταγωνιστή∙ άλλωστε, ποιος άνθρωπος δεν έχει αναγκαστεί να πάρει κάποιες φορές στη ζωή του αποφάσεις, για τις οποίες μπορεί να μην είναι εντελώς περήφανος, αλλά χωρίς αυτές δε θα είχε καταφέρει μακροπρόθεσμα να φθάσει στο σωστό μονοπάτι; Όταν, όμως, αρχίζει και κάνει επιλογές εξόφθαλμα ηθικά μεμπτές, ξεδιπλώνεται μαζί με αυτές και το «μήνυμα» του σκηνοθέτη Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα: ένα αφεντικό είναι καλό μέχρι να αρχίσει να χάνει τη δόξα ή τα κέρδη της εταιρίας του. Τότε, όταν τα προσωπικά προβλήματα κάθε εργαζομένου στέκονται τροχοπέδη στη δική του ανέλιξη και στην εκπλήρωση των επιχειρηματικών του φιλοδοξιών, θα πρέπει να τα απομακρύνει από τον χώρο της εργασίας, είτε με ευχάριστο είτε με δυσάρεστο τρόπο. Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος ο Μπλάνκο: «Το πρόβλημά σου μπορεί να είναι προσωπικό, αλλά δημιουργεί πρόβλημα στην επιχείρηση. Οπότε παύει να είναι προσωπικό».
Η μαγεία του σεναρίου δε βρίσκεται καθαρά στον διδακτικό χαρακτήρα της ταινίας –άλλωστε, στην 7η τέχνη έχουν υπάρξει πολλές τέτοιες προσπάθειες ταινιών, χωρίς το επιθυμητό πάντα αποτέλεσμα. Έγκειται περισσότερο στο γεγονός ότι, παρόλο που η ταινία διαθέτει ένα βαθύτερο νόημα με ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις για τη σύγχρονη επιχειρηματική κουλτούρα, δεν προσπαθεί να παρουσιαστεί ως στολίδι της υψηλής τέχνης για λίγους και εκλεκτούς. Αντίθετα, διατηρεί ένα ευχάριστο, ελαφρύ και χιουμοριστικό κλίμα σε όλη τη διάρκεια, καταφέρνοντας, έτσι, να αγγίξει πιο πλατιές μάζες ανθρώπων, πέραν των στενών ορίων των σινεφίλ. Και όταν μια ταινία το επιτυγχάνει αυτό, καταφέρνει, εν τέλει, και τον σκοπό της: να διαδώσει το μήνυμα σε όσους περισσότερους μπορεί.
Το τέλος –το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα μαύρο happy ending– θα βρει τον θεατή να επανέρχεται στον τίτλο της ταινίας και να διερωτάται: τι ήθελε, εν τέλει, να υποδηλώσει ο σκηνοθέτης; Είναι, τελικά, ο Μπλάνκο το Καλό Αφεντικό που αναζητούμε όλοι στον χώρο εργασίας μας που, ακόμα και μέσα στα λάθη του, έχει τις καλύτερες προθέσεις; Ή μήπως η «τελειότητα» του Μπλάνκο κρίνεται βάσει απρόσωπων κριτηρίων της Επιτροπής Βραβείων, τα οποία αντανακλούν μια κοινωνία που επιβραβεύει τον καλύτερο ακόμη και όταν φτάνει στην κορυφή σπάζοντας κάθε ηθικό φραγμό; Μπορεί, βέβαια, να είναι, κατά κάποιον τρόπο, και οι δύο ερμηνείες σωστές∙ αυτό, οι ταινίες που αντέχουν στον χρόνο, το αφήνουν συνήθως ανοικτό προς τους θεατές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το τέλειο αφεντικό, imdb.com, διαθέσιμο εδώ.
- Το Τέλειο Αφεντικό, Αθηνόραμα, Χρήστος Μήτσης, 16 Ιουνίου 2022, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ.