Του Γιώργου Κόσματόπουλου,
Το ζήτημα που προέκυψε στο Τwitter με την ανάρτηση του Στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Στη συγκεκριμένη ανάρτηση συνεχάρη την Τουρκία για την εθνική της εορτή, στην οποία τιμάται η νίκη του τουρκικού στρατού έναντι του ελληνικού το 1922, της οποίας επακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Το γεγονός αυτό έρχεται να τονίσει για ακόμη μία φορά την ανάγκη της συνεχούς επαγρύπνησης για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Κάποιος πιθανόν να θεωρήσει ότι πρόκειται για ένα περιστατικό ήσσονος σημασίας, σε σχέση με τις απειλές που δέχεται η χώρα μας από τη γείτονα και τις καταιγιστικές γεωπολιτικές εξελίξεις, που παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα. Από κάποια τέτοια «μικρά» περιστατικά, όμως, μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Το 1922 διεπράχθη εκ μέρους των Τούρκων γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού. Σε μία συμμαχία όταν ο εις εκ των συμμάχων εορτάζει τα φρικιαστικά εγκλήματά του έναντι του άλλου, η διοίκηση της συγκεκριμένης συμμαχίας οφείλει κατ’ ελάχιστον να σωπαίνει. Ακόμα κι αν δεν συμμερίζεται τις ημέτερες σχέσεις, ακόμα κι αν επιθυμεί να διατηρήσει ισορροπίες, ακόμα κι αν κρίνει ότι πρέπει να κολακέψει την Τουρκία. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή διαφορά και για μια διαφορετική ανάγνωση της Ιστορίας. Έχουμε να κάνουμε με συντεταγμένες ανελέητες σφαγές αμάχων, βιασμούς, εξανδραποδισμούς, αρπαγές και καταστροφές περιουσιών. Πέραν του βάρβαρου ξεριζωμού του ελληνικού στοιχείου έχουμε να κάνουμε και με τη βίαιη και συστηματική απόπειρα εξάλειψης της μακραίωνου ελληνικού πολιτισμού στα μέρη εκείνα.
Πέραν της ηθικής διάστασης όμως, υφίσταται και η ψυχρή πολιτική. Το ΝΑΤΟ αδιαφορεί για τον αντίκτυπο που έχει μια τέτοια κίνηση στην Ελλάδα. Την αντιμετωπίζει σαν έναν πλήρως υποταγμένο σύμμαχο που ανέχεται τα πάντα. Ακόμα και η διαγραφή της συγκεκριμένης ανάρτησης, κατόπιν του ελληνικού διαβήματος και η αστεία απάντηση που δόθηκε αποδεικνύουν το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία της Ατλαντικής Συμμαχίας τη χώρα μας. Αυτό φυσικά βαρύνει τις ελληνικές κυβερνήσεις και τις εγχώριες ελίτ διαχρονικά και κυρίως την τελευταία εικοσαετία. Άλλο ο ρεαλισμός και άλλο η διαρκής υποχωρητικότητα. Άλλο ο ευρωπαϊσμός, άλλο η ευρω – λιγούρα, άλλο η συμμαχία με τις ΗΠΑ και ο δυτικός προσανατολισμός και άλλο η δουλικότητα. Άλλο η αξιόπιστη λειτουργία εντός μιας συμμαχίας και άλλο η θέση ότι η Ελλάδα είναι δεδομένη και πειθήνια, ακόμη και όταν τα συμφέροντά της πλήττονται. Αυτός ο εκφυλισμός αρχών κι εννοιών αντανακλάται στην ανοχή της Δύσης απέναντι στον ταραξία της περιοχής που ονομάζεται Τουρκία, στην εθνική επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών, στη σιωπή για τα εγκλήματα του αλβανικού κράτους εις βάρος της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας της Βορείου Ηπείρου.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πέρα και πάνω απ’ όλα βρίσκονται τα συμφέροντα της Πατρίδας. Από εκεί ξεκινά η χάραξη της οποιασδήποτε στρατηγικής στην εξωτερική της πολιτική. Με κέντρο την Ελλάδα, επιβάλλεται να βλέπουμε τους παγκόσμιους ορίζοντες και να προσαρμόζουμε τις τακτικές μας στο διαρκώς και τάχιστα μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας έχει ανάγκη τις στέρεες διεθνείς συμμαχίες με ισχυρούς παίκτες της γεωπολιτικής σκακιέρας, χωρίς όμως παράλληλα να λησμονούμε τα διδάγματα της ιστορικής πείρας που καταλήγουν στη ζωτική ανάγκη διαρκούς προετοιμασίας της χώρας για τις χειρότερες συνθήκες και χωρίς να απολέσουμε βέβαια και τη ρεαλιστική αισιοδοξία. Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, εβρισκόμενη στον σκληρό πυρήνα της Ενωμένης Ευρώπης και της Ατλαντικής Συμμαχίας. Τούτο οφείλεται και σε ιστορικούς – πολιτισμικούς λόγους αλλά κυρίως εδράζεται στο γεγονός ότι το κόστος παραμονής είναι μικρότερο από το κόστος αποχώρησης, δηλαδή στο θετικό ισοζύγιο αναφορικά με τα εθνικά της συμφέροντα.
Από εκεί κι έπειτα, δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, είτε αυτές προέρχονται από επιπόλαιους υπολογισμούς είτε από ιδεοληψίες. Ο καθείς ενεργεί βάσει συμφέροντος και ο συσχετισμός δυνάμεων ανά περιόδους δίνει την πραγματική διάσταση των κατά τ’ άλλα ευήκοων διακηρύξεων. Ελλάδα και Τουρκία, για παράδειγμα, είναι τυπικά σύμμαχοι εντός του ΝΑΤΟ. Κι όμως η δεύτερη απειλεί την πρώτη με πόλεμο, με το ΝΑΤΟ να νίπτει τας χείρας του. Ας μην έχουμε αμφιβολίες ότι στην απευκταία περίπτωση που οδηγηθούμε σ’ ένα θερμό επεισόδιο ή ακόμα και σε μία πολεμική σύρραξη με την Τουρκία, οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα λειτουργήσουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Κι αν τα συμφέροντα αυτά, στη συγκριμένη συγκυρία δείχνουν Ελλάδα, έχει καλώς για εμάς. Αν όχι, θα μείνουμε μόνοι να παρατηρούμε αυτούς που ομνύουν στην ειρήνη και τη συνεργασία, ν’ αγνοούν ή να κάνουν «λάστιχο» θετούς και ηθικούς νόμους.
Παρομοίως και με το ζήτημα των Σκοπίων. Η διαχρονική αλυτρωτική προπαγάνδα των σκοπιανών κατά της πατρίδας μας ουσιαστικά δικαιώθηκε στις Πρέσπες με την υπογραφή, μάλιστα, της ελληνικής κυβέρνησης. Μια χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχτηκε μια τεράστια διπλωματική ήττα από μια χώρα η οποία είναι πολύ πιο ανίσχυρη σε όλους τους τομείς και τούτο με την προοπτική να γίνει το εν λόγω κρατίδιο μέλος στους ίδιους οργανισμούς, αποκτώντας, δηλαδή, τα ίδια δικαιώματα με την Ελλάδα.
Οι δυνάμεις που ενστερνίζονται τ’ ανωτέρω οφείλουν ν’ αγωνιστούν, ώστε οι απόψεις που αποτελούν πλειοψηφία στον ελληνικό λαό να γίνουν και πλειοψηφία στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ας έχουμε υπόψη ότι, εκ των πραγμάτων πλέον, η βασική τομή στα πολιτικά συστήματα των δυτικών χωρών δεν είναι πλέον κάθετη, αλλά οριζόντια. Ο διαχωρισμός δεν αφορά πλέον το δίπολο Δεξιά – Αριστερά. Αφορά τη θέση για τον ρόλο του κράτους – έθνους εντός του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος.