16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΑλλάζει η αγορά εργασίας;

Αλλάζει η αγορά εργασίας;


Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,

Η εργασία ήταν πάντοτε κάτι αναπόφευκτο για τους ανθρώπους. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο για να επιβιώσουν έπρεπε να κοπιάσουν. Στις οργανωμένες κοινωνίες, όμως, η εργασία απέκτησε θεσμική διάσταση και αποτελεί την κινητήρια δύναμη των εξελίξεων και γενικότερα την αλλαγή στις κοινωνίες, είτε στον τεχνολογικό τομέα είτε στον κοινωνικό. Η εργασία, λοιπόν, μπορεί να υπάρχει από την αρχή της ανθρωπότητας, αλλά όπως ήδη είδαμε είναι μία μεταβλητή. Ο χαρακτήρας της σε κάθε εποχή είναι διαφορετικός.

Πριν την εμφάνιση των σύγχρονων Δυτικών κοινωνιών (δηλαδή μέχρι τον 19ο-20ο αιώνα), η εργασία προσφέρονταν, κατά κύριο λόγο, από την πλειονότητα του πληθυσμού (αγρότες κυρίως) σε ένα είδους ελίτ, η οποία συνήθως αποτελούταν από αριστοκράτες. Αυτοσκοπός, λοιπόν, των περισσοτέρων ανθρώπων ήταν η εργασία, προκειμένου μία μικρή μερίδα του πληθυσμού να μπορεί να πλουτίζει και να κυβερνάει.

Τα τελευταία 100 χρόνια στη Δύση τα πράγματα βεβαίως έχουν αλλάξει πολύ. Οι εργαζόμενοι είναι ελεύθεροι πολίτες με δικαιώματα και επιρροή τόσο στον εργασιακό χώρο όσο και στην πολιτική. Πλέον, πολλοί σίγουρα δουλεύουν απλώς για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, αλλά και πολλοί άλλοι για να είναι παραγωγικοί. Μέσω της εργασίας, οι περισσότεροι ψάχνουν ένα είδος ηθικής ικανοποίησης, αλλά και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που συνεπάγεται πέραν της απόκτησης υλικών αγαθών και την κοινωνική ανέλιξη.

Τα τελευταία χρόνια, η έννοια της εργασίας για πολλά άτομα αρχίζει και πάλι να αλλάζει. Αυτό μαρτυρεί και ένα τωρινό φαινόμενο, η λεγόμενη «σιωπηρή παραίτηση». Πρόκειται για μία τάση η οποία έπεται της «μεγάλης παραίτησης», στην οποία επίσης θα κάνουμε μία αναφορά.

Όλα ξεκίνησαν με τον COVID-19. Οι καραντίνες που όλοι βιώσαμε τα τελευταία δύο χρόνια ανάγκασαν ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων να δουλεύουν εξ αποστάσεως, κάνοντας παράλληλα και τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν νέα μοντέλα εργασίας. Αυτή η απότομη αλλαγή ήταν η αφορμή για να αρχίσουν την επανεξέταση των τωρινών τους θέσεων πολλοί εργαζόμενοι. Έτσι, το 2021, στις Η.Π.Α. συγκεκριμένα, αρκετά περισσότεροι άνθρωποι από ότι συνήθως άρχισαν να παραιτούνται. Μιλάμε για πάνω από 4,5 εκατ. αποχωρήσεις τον μήνα από τις αρχές του ‘21. Φυσικά, οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν νέες θέσεις εργασίας και μάλιστα πολλές φορές παρόμοιες με τις προηγούμενες. Ο λόγος που παραιτήθηκαν ήταν η εύρεση καλύτερου εργασιακού περιβάλλοντος, τόπου ή μισθού.

Πηγή εικόνας: Freepik

Η «σιωπηρή παραίτηση» τώρα είναι κάτι το οποίο έγινε γνωστό από το TikTok κυρίως και αφορά την ιδέα του να δουλεύεις για να μπορείς να ζεις εκτός της εργασίας. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος αποφασίζει να προσφέρει τα απολύτως απαραίτητα στη δουλειά και να την περιορίσει στο οκτάωρο, χωρίς να αναλώνει μέρος από το υπόλοιπο της μέρας του σε αυτήν. Έτσι, ταυτόχρονα, αποδέχεται τη πιθανότητα να μην πάρει προαγωγή ή ο μισθός του να μην είναι μεγάλος.

Μέσω της «σιωπηρής παραίτησης» γίνεται φανερό πόσο διαφορετικά πολλοί νέοι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή. Δε δίνουν τόσο βάση στο να έχουν μία σταθερή δουλειά με καλές απολαβές ή ακόμη και να αγοράσουν ένα σπίτι ή ένα ακριβό αμάξι, όπως οι γονείς τους. Έτσι, προτιμούν να ξοδέψουν χρόνο και χρήμα για να είναι με την οικογένειά τους ή τους φίλους τους, να αποκτούν νέες εμπειρίες, όπως ταξίδια. Υπάρχει ένας πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της προσωπικής και της επαγγελματικής ζωής, με την προσοχή τους να βρίσκεται στην προσωπική και με την δε απλώς να τροφοδοτεί τη μεν.

Προφανώς, το ποσοστό των ανθρώπων που σκέφτονται κατά αυτόν τον τρόπο είναι μικρό, με τη πλειονότητα μάλλον να ενδιαφέρεται ακόμη για την επαγγελματική ζωή τους ή να βγάλουν χρήματα, αλλά σε μικρότερο βαθμό και για διαφορετικούς λόγους από τις προηγούμενες γενεές. Το ερώτημα τώρα είναι γιατί συμβαίνει αυτό και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει.

Ο COVID-19 ήταν απλώς η σπίθα που άναψε τη φλόγα. Οι συνθήκες υπήρχαν. Τις τελευταίες δεκαετίες σε όλον τον Δυτικό κόσμο οι μισθοί δεν έχουν παρουσιάσει σημαντική αύξηση (στην Ελλάδα έχουν παρουσιάσει μείωση) σε αντίθεση με τα κόστη διαβίωσης, όπως το ενοίκιο ή η αγορά ενός σπιτιού. Ενώ υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός σε μία παγκόσμια αγορά εργασίας με αποτέλεσμα οι υπερωρίες και η ενασχόληση με τη δουλειά μετά το τέλος της να θεωρούνται αυτονόητα, τουλάχιστον για κάποιον ο οποίος θέλει να έχει καριέρα. Αλλά ακόμη και για αυτούς που δεν έχουν τέτοιες βλέψεις, η αδήλωτη εργασία, οι χαμηλοί μισθοί και η ανεπαρκής ασφάλιση είναι ήδη αρκετοί παράγοντες για να τους κάνουν τουλάχιστον αδιάφορους για τη δουλειά τους. Συν τοις άλλοις, οι εργαζόμενοι σήμερα νοιάζονται για το εργασιακό περιβάλλον και για κοινωνικά ζητήματα όσο ποτέ άλλοτε, με αποτέλεσμα να κρίνουν τον εργοδότη τους με βάση και τις αξίες που προβάλλει.

Αρχικά, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι η ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής είναι κάτι το θεμιτό, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες. Αν, δηλαδή, οι ώρες εργασίας δεν είναι εξουθενωτικές, τότε μία επιχείρηση θα έχει πιο ευχαριστημένους υπαλλήλους, άρα και πιο ευδιάθετους, κάτι το οποίο οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητάς. Αν ένας εργαζόμενος τώρα, δείχνει περισσότερο ζήλο στη δουλειά του, τότε αυτό είναι όντως θεμιτό, αρκεί να μην νιώθει ότι είναι αναγκασμένος να δουλεύει περισσότερο, λόγω του ανταγωνισμού ή να είναι κάτι που αναμένεται από τον εργοδότη.

Κάποιος ίσως σκεφτεί ότι η μείωση της εργασίας οδηγήσει στην επιβράδυνση της οικονομίας. Είναι δεδομένο, όμως, ότι ένας εργαζόμενος που έχει μία καλή ζωή πέρα της δουλειάς του, έχει λιγότερο άγχος και αποδίδει καλύτερα στα καθήκοντά του. Επιπλέον, κάποιος ο οποίος δουλεύει υπερβολικά είναι θέμα χρόνου μέχρι να φτάσει στο burn out, στο σημείο που η παραγωγικότητά του μαζί με την υγεία του χωλαίνει. Ένας δυστυχισμένος εργαζόμενος δε μπορεί γενικότερα να είναι ένα παραγωγικό μέλος της κοινωνίας και κάποια στιγμή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα καταλήξει να είναι ζημιογόνος για αυτή. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η «σιωπηρή παραίτηση», ή μάλλον η αδιαφορία που καλλιεργήθηκε μέσα στα χρόνια στους εργαζομένους. Η οικονομική ανάπτυξη, λοιπόν, πρέπει να έχει ως στόχο την γενικότερη ικανοποίηση των ατόμων.

Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στην αδιαφορία που επιδεικνύουν οι εργαζόμενοι, κάτι το οποίο δεν είναι καλό για την επιχείρηση και την οικονομία. Η αποδοτικότητά τους πέφτει, καθώς, επίσης, δε λαμβάνουν κάποια ικανοποίηση από την εργασία τους, στην οποία αφιερώνουν το 1/3 της μέρας τους, πέρα της χρηματικής αμοιβής.

Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αναθεωρήσουν τον τρόπο λειτουργίας τους. Αρχικά, με το να προσφέρουν ένα ευχάριστο περιβάλλον εργασίας και ικανοποιητικές αποδοχές. Έπειτα, θα πρέπει να πείσουν τους εργαζομένους τους για τη σημασία της δουλειάς τους και το πώς συνεισφέρουν ως μέλη της κοινωνίας (κάτι που αποτελεί δύσκολο επίτευγμα). Αυτό, πέρα της ανάδειξης της ίδιας της εργασίας, μπορεί να γίνει και με την επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας από την ίδια την επιχείρηση με διάφορες πρωτοβουλίες που προϋποθέτουν την συμμετοχή τους.

Η «σιωπηρή παραίτηση» και η «μεγάλη παραίτηση» κάνουν ξεκάθαρο το πώς η νέα γενιά αντιλαμβάνεται την εργασία, αλλά και τις αδυναμίες του συστήματος, το οποίο εν μέρει γέννησε αυτά τα φαινόμενα. Κατά τη γνώμη μου, όμως, προμηνύουν κάτι σπουδαιότερο. Τον εξανθρωπισμού της οικονομίας. Ίσως αυτό που δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει είναι ότι το μέγεθος που πραγματικά μετράει δεν είναι το Α.Ε.Π., αλλά η «ευτυχία» των ανθρώπων.  Μπορεί στο μέλλον να αποκτήσουμε ένα οικονομικό σύστημα, το οποίο υπηρετεί τους ανθρώπους και όχι ένα σύστημα που βασίζεται, εν πολλοίς, στην εκμετάλλευσή τους.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκαμπής
Κωνσταντίνος Γκαμπής
Γεννημένος το 2002 στην Κέρκυρα, σπουδάζει στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλει, επίσης, σίγουρα να κάνει κι ένα μεταπτυχιακό, αλλά δεν έχει ιδέα πάνω σε τι. Μιλάει αγγλικά, ενώ πασχίζει να μάθει και ρώσικα. Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με το debate, το μπαλέτο και το διάβασμα, ενώ του αρέσει να περνάει πολλές ώρες σε καφέ, μόνος ή με παρέα.