Της Μαρίας Πολίτου,
Η εποχή κατά την οποία έκαναν στη Δύση έντονα τα ξόρκια της μαγείας ξεκινά να εκτυλίσσεται από τις αρχές του 11ου αιώνα και συνεχίζεται και σε μεταγενέστερους αιώνες, με διάφορες θεωρίες να αναπτύσσονται γύρω από αυτό το θέμα. Ο 11ος αιώνας σηματοδοτεί την εποχή του Μεσαίωνα, που θεωρούσαν ότι η πίστη στη μαγεία ήταν ένα καθολικό φαινόμενο και αντιτασσόταν στον Χριστιανισμό. Το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ σύνηθες μέχρι τον 14ο αιώνα και ύστερα, όπου άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και να προσπαθούν οι επιστήμονες να το εξαλείψουν.
Η κοινωνική ομάδα, η οποία ήταν ιδιαιτέρως ευάλωτη στις κοινωνικές διώξεις και στις κατηγορίες για μαγεία, ήταν οι γυναίκες. Αυτή η αντίληψη επικρατούσε κατά κύριο κανόνα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου συνέδεαν τη μαγεία με τη θηλυπρέπεια, πάραυτα υπήρχαν και χώρες με διαφορετική νοοτροπία επί του θέματος. Πιο συγκεκριμένα, σε χώρες, όπως, για παράδειγμα, στη βόρεια Γαλλία και στην Αραγονία, κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές εκδιώξεις ανδρών με τις βαριές κατηγορίες της άσκησης μαγείας, σε αντίθεση με αυτές σε βάρος των γυναικών. Ωστόσο, δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός ομάδας που εκδιώχθηκε τον 16ο αιώνα από την Ευρώπη αφορούσε τις γυναίκες, αυτό οφειλόταν κυρίως στην άνιση μεταχείριση του νόμου. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε ακόμα περισσότερο στις επαρχιακές πόλεις και στις τοπικές κοινωνίες, όπου η μαγεία αποτελούσε ένα πλέον συνηθισμένο φαινόμενο, στο οποίο πολλοί απέδιδαν την εξήγηση φυσικών φαινομένων και θεωρούσαν πρωτεργάτες τις γυναίκες.
Όπως είναι αναμενόμενο, η μαγεία και η δράση των μαγισσών είχε απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό ένα ευρύ φάσμα του ιστορικού κόσμου. Πολλοί ιστορικοί μελετητές, μάλιστα, επεσήμαναν ακόμα και πρόσφατα ότι δεν αντιμετώπιζαν αυτούς που ασκούσαν τη μαγεία σαν ανθρώπους, αλλά ως μία ξεχωριστή κατηγορία, τη λεγόμενη «Κατηγορία Μαγισσών» και, στη συνέχεια, τους έδιωχναν. Η πρακτική της μαγείας αποτελούσε προκατάληψη και δεισιδαιμονία, η οποία ήταν κατακριτέα τόσο από την κοινωνία όσο και από την εκκλησία. Οι μάγισσες τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούσαν σκευάσματα βοτάνων, για να θεραπεύσουν κάποιες αρρώστιες ή προέβλεπαν το μέλλον ή και κάποια μελλοντική ερωτική έλξη.
Οι περισσότερες, όμως, μάγισσες ακολουθούσαν μία επιθετική τακτική και πολλές φορές έριχναν και κατάρες, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιούνται από την κοινωνική ολότητα. Υπήρχαν ορισμένες, οι οποίες εξ ολοκλήρου είχαν αρνητικό σκοπό και χρησιμοποιούσαν τα λεγόμενα μαντζούνια, που συνοδεύονταν από διάφορες τελετουργίες και ακολουθίες παγανιστικών θρησκειών, ώστε να δηλητηριάσουν ή να βλάψουν κάποιον. Τα φυλαχτά και τα ξόρκια αποτελούσαν, επίσης, ιδιαίτερα διαδεδομένα αντικείμενα, τα οποία προκαλούσαν την ανησυχία πολλών εγγράμματων ανθρώπων.
Συνεπώς, δεν αφορούσε κανέναν το φύλο, αλλά όλοι ασχολούνταν με την αντίληψη ότι η μαγεία επικρατεί ως πρακτική επίλυσης προβλημάτων ή ως μέσο δημιουργίας τους. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι υπήρχαν πολλοί κοινωνικοί, πολιτιστικοί και σεξουαλικοί παράγοντες, οι οποίοι εναπόθεταν τη γυναίκα ως μία ευάλωτη μονάδα μέσα στην κοινωνία και έφταναν και στο σημείο να την κατακρεουργήσουν. Αυτό συνέβαινε, διότι ο ρόλος της γυναίκας αποτελούσε πάντα μία πολυδιάστατη πτυχή, αφού κατείχε τον ρόλο της μητέρας, της οραματίστριας, της θεραπεύτριας, που μία ανδροκρατούμενη κοινωνία μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός, ώστε σε περίπτωση κακοτυχίας να μπορέσει να επιρρίψει τις ευθύνες. Ωστόσο, υπήρχε και η αντιζηλία μεταξύ γυναικών και αυτό παρατηρήθηκε σε κάποιες δίκες για μαγεία, που οι κατηγορίες αποτελούσαν μακροχρόνιες έριδες μεταξύ γυναικών και συχνά ο μοναδικός λόγος αυτής της διένεξης ήταν ο φθόνος.
Πολλές φορές, μάλιστα, αυτές τις γυναίκες τις θεωρούσαν ως συνεργούς του διαβόλου και τις κατηγόρησαν ακόμα και για θυσίες βρεφών, αφού οι θάνατοι των βρεφών φαίνονταν εσκεμμένοι. Γι’ αυτόν το λόγο, το αδίκημα αυτό οδήγησε το 1624 την Αγγλία σε ψήφιση νόμου «για την πρόληψη του φόνου των νόθων τέκνων». Το έγκλημα αυτό αντιμετωπιζόταν με μεγάλη αυστηρότητα και ο αριθμός των γυναικών που εκτελέστηκαν γι’ αυτόν τον λόγο ανήλθε σε τεράστιο νούμερο. Επιπλέον, οι μάγισσες κυρίως καταδιώκονταν για σεξουαλικά όργια, κανιβαλισμό και λατρεία προς το πρόσωπο του Σατανά.
Μετά τον 14ο αιώνα, η επιστήμη άρχισε να εξελίσσεται και ο ορθολογισμός και η εκπαίδευση να καταλαμβάνουν έδαφος. Επομένως, την εποχή του Ύστερου Μεσαίωνα, ο ορθολογισμός ερχόταν σε ισχυρή ρήξη με τις δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν και πολλοί επιστήμονες θέλησαν να εξιχνιάσουν αυτό το ζήτημα. Κατά τον 17ο αιώνα, ο Pere Gil, ο οποίος επέκρινε αυστηρά τον διωγμό των μαγισσών, ανέλυσε ότι γνώρισε προσωπικά πολλές από τις κατηγορούμενες και τις παρουσίασε ως απλοϊκές γυναίκες που εξαπατώνται εύκολα και δεν έχουν διδαχθεί τον Χριστιανισμό επαρκώς. Η πλειονότητα των γυναικών που κατηγορήθηκε για μαγεία ήταν συχνά ηλικιωμένες και περιθωριοποιημένες από την κοινότητά τους. Όσες ήταν νέες είχαν είτε ενδοκοινοτικά είτε ενδοοικογενειακά προβλήματα.
Αδιαμφισβήτητα, η μαγεία έχει αποτελέσει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας εδώ και αιώνες, αλλά πλέον με τις επιστημονικές προσεγγίσεις έχουμε μία πιο σφαιρική εικόνα για το τι ακριβώς συνέβαινε. Οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν τις μάγισσες ως ένα περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας, αλλά υπήρχαν και αυτοί που τις θεωρούσαν απαραίτητες και κατέφευγαν σε εκείνες, προκειμένου να δώσουν λύση στα προβλήματά τους μέσω μιας μεταφυσικής οδού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αχιολά, Α. (2018), «Μεσαιωνολόγιο: Τι ήταν πραγματικά οι μάγισσες», Εφημερίδα: Η Ροδιακή
- Καμπάνης, Π. (2018), Η μαγεία στην μεσαιωνική Αγγλία, published in: Arts and Culture
- David, N. (2000), Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, Εκδόσεις: MIET