Του Βασίλη Μυρλίδη,
Στην επιστήμη, για να χαρακτηριστεί το οτιδήποτε ως επιστημονική αλήθεια, πρέπει να πληροί δύο κριτήρια. Το πρώτο είναι η συνέπεια και το άλλο η αντιστοιχία με τα αποδεικτικά στοιχεία. Είναι γενικώς αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα, ότι η αλήθεια (πρώτο κριτήριο) στηρίζεται στην ορθότητα των μαθηματικών, και η αντιστοιχία με τα αποδεικτικά στοιχεία (δεύτερο κριτήριο) στηρίζεται στην επιστήμη της παρατήρησης. Τα οικονομικά ισχυρίζονται ότι συνδυάζουν και τα δύο.
Όμως, μεγάλο μέρος των οικονομικών, συνδέει την επιστημονική συνέπεια με ένα άλλο κριτήριο: αυτό της δογματικής πίστης στις ελεύθερες αγορές. Αυτή η πίστη θεωρεί πως το υπόδειγμα της τέλειας ανταγωνιστικής αγοράς (που φυσικά βασίζεται στην ελεύθερη αγορά) αποτελεί το ιδεώδες, με βάση το οποίο θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν «ατέλειες» στον πραγματικό κόσμο. Το υπόδειγμα της τέλειας αγοράς εξαλείφει την ισχύ, καθώς τα άτομα, μεμονωμένα, είναι ασήμαντοι ως παίκτες και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χειραγωγήσουν την αγορά, ώστε αυτή να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι καλή οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται αυτή που συντηρεί τις ανταγωνιστικές αγορές, ενώ κακή αυτή που επιτρέπει σε μειοψηφίες να χειραγωγούν τα οικονομικά αποτελέσματα προς όφελός τους.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο πρώτο κριτήριο, αυτό της συνέπειας. Οι οικονομολόγοι πιστεύουν πως οποιαδήποτε απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε ένα μαθηματικό υπόδειγμα, καθώς ό,τι δεν προκύπτει από κάποιο υπόδειγμα είναι ανάξιο συζήτησης ή ασήμαντο. Έτσι, χάρη στην κομψότητα της μαθηματικής διατύπωσής τους, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες έχουν το πλεονέκτημα να πείθουν. Παρουσιάζονται σαν αμετάβλητοι νόμοι, όπως ο νόμος της βαρύτητας, και χρησιμοποιούνται σαν ευαγγέλιο σε θέματα προβλέψεων, ανάλυσης αποφάσεων και χάραξης πολιτικής στην οικονομία.
Ακόμα, αυτά τα υποδείγματα μπορούν εύκολα να χρησιμοποιούνται για να επιδοκιμάζεται η εναντίωση των πλουσίων στις κρατικές ρυθμίσεις, τη φορολογία και γενικότερα την αναδιανομή του εισοδήματος προς τα κάτω. Η μεσαία τάξη μπορεί να πληρώνει το μεγαλύτερο μερίδιο φόρων, αλλά οποιαδήποτε συζήτηση για έλεγχο πολύ ισχυρών επιχειρήσεων (που πολλές φορές μπορεί να έχουν περισσότερη δύναμη και από μικρά κράτη) προς όφελος των πολιτών είναι ανάξια σχολιασμού, καθώς πάει αντίθετα με το δόγμα της ελεύθερης αγοράς.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα από τη χώρα μας προκύπτει από την ενεργειακή κρίση, που οι εταιρίες ενέργειας, μέσα από αυτή την κρίση, οδηγήθηκαν σε υπερκέρδη και ταυτόχρονα τα κατώτερα οικονομικά στρώματα σε εξαθλίωση, καθώς καλούνται να πληρώσουν υπέρογκα ποσά. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί ολόκληρο το έξτρα κόστος από τις εταιρείες παραγωγής και διανομής, παρόλα αυτά κρίνουμε εκ του αποτελέσματος ότι αυτή η νέα πραγματικότητα ευνοεί κάποιους λίγους και δυσχεραίνει την καθημερινότητα των πολλών.
Στο παραπάνω παράδειγμα, οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί δεν βλέπουν τη λύση στην κρίση μέσω σοβαρών επενδύσεων στην εξοικονόμηση ενέργειας (π.χ. μέσω της ενεργειακής αναβάθμισης του κτηριακού αποθέματος) και στην παραγωγή φθηνής ενέργειας από Α.Π.Ε., αλλά αναλώνονται στη δημιουργία περίπλοκων χρηματοοικονομικών συστημάτων που επιδοτούν ακριβώς αυτά τα υπερκέρδη, δημιουργώντας ταυτόχρονα χρέος. Καθώς τα έσοδα του κράτους προέρχονται είτε από τη φορολογία είτε από το δανεισμό, είναι σαφές πως αυτές οι πολιτικές θα βυθίσουν τη χώρα στο χρέος χωρίς να υπάρξουν επενδύσεις που θα παράγουν σταθερούς αυξανόμενους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Οι οικονομολόγοι έχουν καθήκον να αναμορφώσουν την πόλωση μεταξύ του κράτους και της αγοράς, καθώς δεν αρκεί μόνο η αποδοτική κατανομή των δεδομένων πόρων (νεοκλασική θεωρία περί βελτιστοποίησης της επιχείρησης), αλλά είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν προϊόντα υψηλότερης ποιότητας και χαμηλότερου κόστους από αυτά που ήταν προηγουμένως διαθέσιμα στις επικρατούσες τιμές των συντελεστών.
Οι οικονομολόγοι έχουν συμβάλει, ώστε να συνδεθεί ο νεοφιλελεύθερος μηχανισμός με ένα μαξιμαλιστικό τρόπο λήψης αποφάσεων, καθώς οι ιθύνοντες πρέπει να διαλέγουν εκείνη την επιλογή πολιτικής, που είναι πιο πιθανό η έκβασή της να είναι καλύτερη από οποιοδήποτε άλλο μίγμα πολιτικής. Ο συνδυασμός αυτού του κανόνα λήψης αποφάσεων με την πεποίθηση ότι η αποτυχία της αγοράς είναι γενικότερα καλύτερη από την αποτυχία του κράτους, αναπόφευκτα τείνει να παράγει μίγματα πολιτικής, που εναρμονίζονται με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών και των διαχειριστών του κεφαλαίου.
Η ανάπτυξη της οικονομίας πρέπει να βασίζεται σε εξελικτικές ιδέες, που αναδεικνύουν τη συνεργασία ανάμεσα σε καινοτόμες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και σε κυβερνήσεις που δρουν με βάση ενός είδους πληροφόρησης για το σύνολο της οικονομίας και των διεθνών αγορών. Πληροφορίες που οι επιχειρήσεις δεν είναι υποχρεωμένες να συγκεντρώνουν. Τέλος, καθώς δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τη προσπάθεια συγκεκριμένων ατόμων από τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις να επιδιώξουν προσωπικό όφελος, η οργάνωση των πολιτών σε οργανισμούς (είτε αυτοί είναι εθνικοί είτε διακρατικοί) που συμβάλουν τα μέγιστα στην επιβολή πειθαρχίας στα κράτη και τις επιχειρήσεις, είναι αναγκαία συνθήκη.
Οι οικονομολόγοι τείνουν να πιστεύουν ότι η στατιστική μπορεί να μας βοηθήσει να εξαλείψουμε την ερμηνευτική μεροληψία, καθώς αυτή αποτελεί έναν διαφανή φακό, με τον οποίο μπορούμε, εάν συλλέξουμε τα απαραίτητα δεδομένα, να λάβουμε αμερόληπτες αποφάσεις, οι οποίες κατέχουν την επιστημονική αλήθεια και τεκμηρίωση. Το πρόβλημα εδώ αρχίζει από την φύση του φαινομένου που μελετάμε.
Η στατιστική και τα μαθηματικά δεν κάνουν ποτέ λάθος, όταν υπολογίζεται η τροχιά ενός κομήτη, αλλά η οικονομία δεν λειτουργεί έτσι. Για παράδειγμα, η αύξηση του Α.Ε.Π. σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αύξηση της ευημερίας, καθώς η μέτρησή του είναι προβληματική, αλλά και τίποτα δεν αυξάνει περισσότερο το Α.Ε.Π. από ότι, παραδείγματος χάρη, μία φούσκα στην αγορά κατοικίας. Μόνο και μόνο επειδή τα υποδείγματα είναι άρτια μαθηματικά διατυπωμένα, δεν σημαίνει πως άμα βασίσεις τις αποφάσεις σου σε αυτά θα επιτύχεις το καλύτερο αποτέλεσμα.
Στον πραγματικό κόσμο, οι οικονομολόγοι δεν γνωρίζουν τόσα, ώστε να δικαιολογείται η τεράστια εμπιστοσύνη που δείχνουν στα μέτρα πολιτικής, τα οποία συνιστούν. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί τα μέτρα πολιτικής τα οποία στηρίζουν, επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων σε πολύ μεγάλο βαθμό. Άρα, μια κακή πολιτική επιφέρει τεράστιο κόστος. Στην πραγματικότητα, το ποιο υπόδειγμα λειτουργεί καλύτερα εξαρτάται από το εκάστοτε πλαίσιο και περιβάλλον. Τα οικονομικά χρειάζονται να αντιμετωπίζονται περισσότερο φιλοσοφικά με πλουραλισμό απόψεων στις τάξεις των οικονομολόγων, και όχι σαν επιστημονική αλήθεια που δεν επιδέχεται εναλλακτικές θεωρίες, όπως δεν υπάρχει και εναλλακτική ιατρική ή ετερόδοξη μηχανική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παγκόσμια πολιτική οικονομία, John Ravenhill, 5’η έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα
- Υπερκέρδη 600 εκατομμύρια ευρώ για τις εταιρείες ενέργειας – Το πόρισμα της ΡΑΕ, ethnos.gr, διαθέσιμο εδώ
- Yanis Varoufakis: capitalism isn’t working. Here’s an alternative, theguardian.com, διαθέσιμο εδώ