14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟικονομικοί κύκλοι και ο ρόλος του κράτους στην αντιμετώπιση της ύφεσης

Οικονομικοί κύκλοι και ο ρόλος του κράτους στην αντιμετώπιση της ύφεσης


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Από τα κυριότερα ζητήματα μελέτης στην οικονομική επιστήμη είναι οι οικονομικοί (ή επιχειρηματικοί) κύκλοι. Με τον όρο αυτόν, χαρακτηρίζουμε τις διακυμάνσεις που παρατηρούνται στη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Ο κύκλος παρουσιάζει επεκτάσεις (περίοδοι οικονομικής μεγέθυνσης), οι οποίες συμβαίνουν, σχεδόν, ταυτόχρονα σε πολλούς τομείς της οικονομίας, ακολουθούμενες από, επίσης, γενικευμένες υφέσεις, συρρικνώσεις και ανακάμψεις, που οδηγούν στην επεκτατική φάση του επόμενου κύκλου. Αυτή η ακολουθία είναι επαναλαμβανόμενη, αλλά όχι περιοδική.

Βασικοί πυλώνες των ελεύθερων αγορών είναι η προσφορά και η ζήτηση, τόσο στη διαμόρφωση των τιμών όσο και στην οικονομική κατάσταση. Σε αρχικό στάδιο, πρώτοι θα μπορούσαμε να πούμε ότι μελέτησαν τον οικονομικό κύκλο οι κλασικοί οικονομολόγοι, αλλά μόνο από την πλευρά της προσφοράς. Μετέπειτα, οι Marx και Engels μελέτησαν αυτού του είδους τις διακυμάνσεις. Μάλιστα, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο τους το 1848, αναφέρονται στις «εμπορικές κρίσεις», έναν πρώιμο όρο για τους οικονομικούς κύκλους. Πιο ολοκληρωμένες μελέτες ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται έπειτα από την εμφάνιση και εδραίωση των κεϋνσιανών οικονομικών. Τότε, χωρίστηκε και η οικονομική θεωρία σε μικροοικονομική και μακροοικονομική.

Oι οικονομολόγοι συγκρούονται σε πολλούς τομείς σχετικά με την οικονομική ύφεση. Πιο συγκεκριμένα, η ρήξη βρίσκεται στη μορφή του οικονομικού κύκλου (τύπος ανάκαμψης), στα αίτια που την προκάλεσαν και την επιδείνωσαν, αλλά και στους τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης. Επιτελικό ρόλο έχει το κράτος, καθώς η πολιτική γραμμή που θα χαράξουν και θα ακολουθήσουν οι Κυβερνήσεις μαζί με τις Κεντρικές Τράπεζες θα καθορίσουν την εξελικτική πορεία της οικονομίας. Η στάση του κράτους για την οικονομική του πολιτική επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από κάποιες οικονομικές σχολές σκέψεις που συμβαδίζουν (συνήθως ελάχιστα) με τις ιδέες που πρεσβεύει το κυβερνών κόμμα, με την τάση της εποχής, αλλά και με τα πολιτικά τους συμφέροντα.

Μία από τις βασικότερες διαμάχες βρίσκεται μεταξύ νεο-κεϋνσιανών και νεο-κλασικών. Γενικά, οι οικονομολόγοι που επηρεάστηκαν περισσότερο από τη Γενική Θεωρία του John Maynard Keynes έχουν αλλάξει αρκετές φορές τις τοποθετήσεις τους. Υπάρχουν οι πιο παραδοσιακοί που κινούνται περισσότερο στα κεϋνσιανά  μακροοικονομικά, αλλά είναι και αυτοί που έχουν διαλέξει πιο υβριδικές προτάσεις με παραπάνω από ένα οικονομικά υποδείγματα.

Η μορφή ενός οικονομικού κύκλου. Όταν η οικονομική επέκταση φτάσει στη κορύφωσή της, ακολουθεί μία περίοδος ύφεσης, και έπειτα έρχεται η ξανά η ανάκαμψη. Πηγή εικόνας: corporatefinanceinstitute.com

Οι πρώτοι θεωρούν πως η οικονομία είναι εγγενώς ασταθής και δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί από τους φυσικούς νόμους. Το κράτος πρέπει να έχει τόσο ρυθμιστικό όσο και ενεργό ρόλο στην οικονομία, θεωρώντας πως μια κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί με το κατάλληλο μίγμα δημοσιονομικής και νομισματικής «χαλάρωσης». Δηλαδή, μέσω της προσφοράς χρήματος, των δημόσιων δαπανών και της φορολογικής πολιτικής, εστιάζοντας κυρίως στην ασταθή ζήτηση, η οποία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα την περίοδο της ύφεσης, θεωρώντας πως η ζήτηση δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την παραγωγή, αλλά επηρεάζεται από μια πληθώρα παραγόντων, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιεί την παραγωγή, την απασχόληση και τον πληθωρισμό.

Συχνός φόβος με το ξέσπασμα μιας οικονομικής ύφεσης είναι ο αποπληθωρισμός, ο οποίος μπορεί να αποβεί μοιραίος για τις αγορές. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε μεταπολεμική περίοδος χαρακτηριζόταν από συνθήκες αποπληθωρισμού, καθώς κατά τη διάρκεια του πολέμου οι οικονομίες βρίσκονται σε υπερθέρμανση (υψηλή μέση παραγωγικότητα, χαμηλά επίπεδα ανεργίας, αύξηση παραγωγικότητας) και με το τέλος του επέρχεται καθίζηση. Το μέσο επίπεδο τιμών καταναλωτή παρέμενε σχετικά σταθερό, καθώς οι περίοδοι του πληθωρισμού αντισταθμίζονταν από περιόδους αποπληθωρισμού.

Αυτό σταμάτησε να συμβαίνει μετά τη δεκαετία του ’50, διότι επήλθαν τεράστιοι ρυθμοί ανάπτυξης, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, των πιο ενεργών και στοχευμένων επεκτατικών οικονομικών πολιτικών, αλλά και του ανοίγματος των αγορών που επέφερε μεγάλη άνθηση στο παγκόσμιο εμπόριο. Αξιοσημείωτο ρόλο είχε και ο ανταγωνισμός μεταξύ της καπιταλιστικής Δύσης με την Ε.Σ.Σ.Δ. στους μεγάλους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Ωστόσο, η μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, ναι μεν περιόρισε την ένταση και τη χρονική διάρκεια των κρίσεων, αλλά προκάλεσε οικονομική αστάθεια. Αρκετοί πολιτικοί, με ψηφοθηρικές διαθέσεις, εκμεταλλεύτηκαν τη χαλάρωση πολλών κανόνων οικονομικής σταθερότητας, προκαλώντας τεράστια άνοδο του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, υψηλή προσφορά χρήματος, η οποία προκάλεσε ανεπιθύμητο πληθωρισμό, όταν έπεφταν οι ρυθμοί ανάπτυξης.

Πολλοί οικονομολόγοι, την περίοδο ανάκαμψης μεταξύ 1945-1970, θεώρησαν πως ο οικονομικός κύκλος είχε χαλιναγωγηθεί, ειδικά την περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης 1961-1969. Το φθινόπωρο, όμως, του 1973, ξεσπά η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση, με τις τιμές στο πετρέλαιο να τετραπλασιάζονται από τον Ο.ΠΕ.Κ. Η ύφεση διήρκησε μόνο περίπου 1,5 χρόνο, με το Α.Ε.Π. των Η.Π.Α. να μειώνεται κατά 3,1% και η ανεργία να αγγίζει το 9%. Μετά το τέλος της κρίσης, ο πληθωρισμός επέμεινε σε υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, μέχρι που ξέσπασε και δεύτερη μεγάλη ύφεση το 1981-1982 για 16 μήνες, με το ποσοστό της ανεργίας να φτάνει το 11%. Η κρίση αυτή προκλήθηκε, κατά κύριο λόγο, από την επιθετική άνοδο των επιτοκίων, με σκοπό την επιβράδυνση του πληθωρισμού.

Τα νεο-κεϋνσιανά οικονομικά αποτέλεσαν την κατάλληλη λύση για την αντιμετώπιση της ύφεσης μετά την δεκαετία του ’30 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πηγή εικόνας: flickr.com / Δικαιώματα χρήσης: EpicTop10.com

Βασικό πρόβλημα, λοιπόν, της κεϋνσιανής προσέγγισης είναι ότι αφήνει απεριόριστες κινήσεις στους πολιτικούς να ξοδέψουν, να δανειστούν και να αυξήσουν την προσφορά του χρήματος υπερβολικά. Τις επιπτώσεις αυτού του «ξεσαλώματος» τις έχουμε δει στο παρελθόν με υπερδιογκωμένα χρέη, ιδιαίτερα σε μικρότερες οικονομίες, και έναν καλπάζοντα αυξανόμενο πληθωρισμό. Επιπλέον, δεν αποτελεί πάντοτε την κατάλληλη μέθοδο αντιμετώπισης μιας κρίσης, ειδικά όταν το πρόβλημα βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς. Αυτό που καταφέρνει είναι να μετατοπίζει την ύφεση ή να αλλάζει τη μορφή της.

Οι δεύτεροι, πιο αδογμάτιστοι στα παραδοσιακά κεϋνσιανά, θεωρούν τόσο λάθος τη μη παρέμβαση του κράτους όσο και των ανεπαρκών αυτών οικονομικών μέσων στην αντιμετώπιση της ύφεσης. Παραμένει, όμως, το πρόβλημα της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων στην οικονομία αναπάντητο από αυτούς, το οποίο μπορεί να παραμείνει και στην περίοδο της ανάπτυξης ως «δικλείδα ασφαλείας».

Στον αντίποδα βρίσκονται οι νεο-κλασικοί. Συγκροτούνται από μία ευρεία θεωρία που υποστηρίζει ότι η προσφορά και η ζήτηση είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από την παραγωγή, την τιμολόγηση και την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, καθώς θεωρούν ότι τα άτομα πράττουν ορθολογικά. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί σε αποτελεσματική κατανομή των πόρων μέσα σε μια οικονομία. Οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι που δημιουργούν ισορροπία στην αγορά. Σύμφωνα με αυτή την οικονομική σχολή, πρωταρχικός στόχος του κράτους είναι να επιφέρει ισορροπία και σταθερότητα στην αγορά, ώστε να επιτευχθεί ανάπτυξη και ευημερία.

Από μακροοικονομικής πολιτικής, εστιάζουν περισσότερο στην τόνωση της προσφοράς (supply side theory), μειώνοντας τα εμπόδια στις συναλλαγές, με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό τέτοιου είδους πολιτικών το άνοιγμα και η απορρύθμιση των αγορών, η μείωση της εξάρτησης από το κράτος-πρόνοιας και η ιδιωτικοποίηση των αναποτελεσματικών κρατικών επιχειρήσεων. Στόχος είναι να μετατοπιστεί η συνολική καμπύλη ισορροπίας προς τα δεξιά, αυξάνοντας τη μακροπρόθεσμη παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.

Η νεοκλασική οικονομική σχολή αποτελεί την πιο δημοφιλή προσέγγιση, παρά την έντονη κριτική που έχει δεχτεί. Πηγή εικόνας: wallstreetmojo.com

Ιστορικά, έχουν επικεντρωθεί σε μειώσεις εταιρικών φόρων εισοδήματος, στα επιτόκια δανεισμού κεφαλαίων και τους χαλαρότερους κανονισμούς στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα δύο πρώτα θα παρέχουν στις επιχειρήσεις περισσότερα κεφάλαια για επανεπένδυση. Το τρίτο θα εξαλείψει τα εμπόδια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, που διαφορετικά θα μπορούσαν να καταπνίξουν την παραγωγή. Και οι τρεις μεταβλητές έχει αποδειχθεί ότι παρέχουν αυξημένα κίνητρα για επέκταση, υψηλότερα επίπεδα παραγωγής και ενισχυμένη παραγωγική ικανότητα. Επίσης, υποστηρίζεται από πολλούς πως η αγορά εργασίας πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη, εξαλείφοντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια.

Αυτού του είδους οι πολιτικές έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν και σύγχρονοι νεο-κλασσικοί οικονομολόγοι, που υποστηρίζουν την τόνωση της οικονομίας από την πλευρά της ζήτησης σε ορισμένες περιπτώσεις, επηρεασμένοι από τα κεϋνσιανά οικονομικά.

Υπάρχει και η σχολή των μονεταριστών, οι οποίοι έχουν αρκετά παρόμοια στοιχεία με τη νεο-κλασσική σχολή ως προς τη λειτουργία των αγορών και τον ρόλο του κράτους στην οικονομία. Η διαφορά τους είναι ότι εστιάζουν στον έλεγχο της προσφοράς χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες, καθώς υποστηρίζουν ότι ο νομισματικός παράγοντας είναι βασική αιτία των υφέσεων κατά τον οικονομικό κύκλο.

Η ιστορία, μέχρι τώρα, δεν έχει δικαιώσει πλήρως κανέναν. Αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ότι σε μια αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία, οι πολλές ελευθερίες στις διακριτικές παρεμβάσεις των πολιτικών και των τεχνοκρατών δεν ευνοούν πάντα την οικονομία. Η ανεξέλεγκτη χρήση των εργαλείων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής επιτυγχάνουν αποσταθεροποίηση των αγορών, καθώς οι πιο «ρεαλιστικές» προσεγγίσεις των παρεμβατιστών εστιάζουν υπερβολικά στις ατέλειες των αγορών και παραβλέπουν την επικινδυνότητα που ενέχει το πολιτικό «παιχνίδι», όπως, επίσης, και τις μεροληψίες των ειδικών.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών πρέπει να αντιληφθούν ότι η συμπεριφορά των ατόμων δεν είναι πάντα ορθολογική και μπορεί να δημιουργήσει διάφορες στρεβλώσεις σε κάποιες αγορές. Για αυτό, είναι η σημαντική η ύπαρξη κανόνων οικονομικής σταθερότητας, η οποία θα περιορίζει τα χέρια των ανεύθυνων πολιτικών, αλλά θα δίνει μία επαρκή ευχέρεια ρύθμισης και εποπτείας των αγορών, ώστε να τηρούνται οι κανόνες και θα προστατεύονται οι οικονομικές ελευθερίες των ατόμων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μακροοικονομική, Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Εκδόσεις Κριτική
  • Οι επιπτώσεις του κυρίου Keynes, James M. Buchanan, Richard E. Wagner, John Burton, Εκδόσεις Φιλελεύθερος
  • The New Classical Macroeconomics and Stabilization Policy, Rudiger Dornbusch, Rudiger Dornbusch
  • Keynesian vs. Neo-Keynesian Economics: What’s the Difference?, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ
  • Monetarism, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.