Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Η επιδίωξη της Ιταλίας να αποκτήσει μια αποικία στις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου την ενέπλεξε σε μια εικοσαετή πολεμική περιπέτεια στη Λιβύη. Ο πόλεμος διεξήχθη αρχικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1911-1912), ακολούθως αποτέλεσε ένα από τα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και τελικά είχε ως αποκορύφωμα την περίοδο της επανακατάκτησης (1922-1931).
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1911 ο Ιταλός Πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη απέδωσε τελεσίγραφο, ζητώντας να γίνει αποδεκτή η απόβαση ιταλικών στρατευμάτων στην Τριπολίτιδα και στην Κυρηναϊκή, ώστε να διασφαλιστούν τα τοπικά ιταλικά οικονομικά συμφέροντα. Η Τράπεζα της Ρώμης είχε ήδη από το 1907 ανοίξει υποκαταστήματα στην Τρίπολη και άλλες παράκτιες πόλεις της Λιβύης και σύμφωνα με την ιταλική άποψη υφίστατο μεροληπτικές διακρίσεις από την οθωμανική πλευρά.
Οι οθωμανικές εγγυήσεις κρίθηκαν ανεπαρκείς και στις 29 Σεπτεμβρίου 1911 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο. Ας σημειωθεί ότι στο εσωτερικό της Ιταλίας υπήρξαν αντιδράσεις για αυτήν την απόφαση, κυρίως από μέλη του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ανάμεσά τους και από τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον μελλοντικό ιδρυτή του φασισμού, που καταδίκασε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό (στις 14 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι καταδικάστηκε για τη στάση του σε ποινή φυλάκισης μερικών μηνών στην Μπολόνια).
Στις 2 Οκτωβρίου η ιταλική ναυτική δύναμη που είχε καταπλεύσει στην Τρίπολη υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Λουίτζι Φαραβέλλι (Luigi Giuseppe Faravelli) απαίτησε την παράδοση των οθωμανικών οχυρών. Την επόμενη ημέρα ύστερα από την οθωμανική άρνηση ξεκίνησε ο βομβαρδισμός των οχυρών, τα κυριότερα από τα οποία κατελήφθησαν από μια δύναμη Ιταλών πεζοναυτών. Στις 4 Οκτωβρίου ύστερα από νέα αποβατική επιχείρηση κατελήφθη χωρίς αντίσταση το Τομπρούκ, το οποίο λόγω του λιμανιού και της στρατηγικής θέσης του επέτρεπε τον έλεγχο κάθε παράκτιας κίνησης.
Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, οι πρώτες διπλωματικές επαφές ανάμεσα στην Ιταλία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τη λήξη των εχθροπραξιών ξεκίνησαν στις 12 Ιουλίου. Εξαιτίας όμως των εσωτερικών προβλημάτων και της παρελκυστικής τακτικής των Οθωμανών οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου, όταν η έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στις 8 του ίδιου μήνα ανάγκασε τον σουλτάνο να υποκύψει στις ιταλικές πιέσεις. Η Πύλη δέχτηκε να υπογράψει μια προκαταρκτική συμφωνία ειρήνης, η οποία ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης στις 18 Οκτωβρίου 1912.
Η συνθήκη παραχωρούσε στο ιταλικό βασίλειο την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής, υπάγοντας ουσιαστικά τη Λιβύη σε καθεστώς προτεκτοράτου, αλλά επέτρεπε και στον σουλτάνο ως χαλίφη των μουσουλμάνων να διατηρήσει τη δικαιοδοσία του στα θρησκευτικά ζητήματα. Κατά αυτόν τον τρόπο οι Οθωμανοί διατηρούσαν ένα σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας με τον τοπικό πληθυσμό. Όσον αφορά τις απώλειες του πολέμου εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 3.431 νεκρούς για την ιταλική πλευρά και 4.500 για τους Οθωμανούς και τους συμμάχους τους. Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 10.000 Άραβες υπήρξαν θύματα των ιταλικών αντιποίνων. Όπως αποδείχτηκε, η υπογραφή αυτής της συνθήκης απλώς μετέφερε τον πόλεμο στο επόμενο στάδιο.
Αν και ο Ιταλο-Οθωμανικός Πόλεμος του 1911-1912 είναι η πιο γνωστή περίοδος της σύγκρουσης στη Λιβύη, τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν υπήρξαν λιγότερο σημαντικά. Παρά το γεγονός ότι η Ιταλία βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (έχοντας πληρώσει ένα βαρύ τίμημα με 650.000 νεκρούς), το μεγάλο διεθνές οικονομικό χρέος, αλλά και η πεποίθηση ότι είχε αδικηθεί στις εδαφικές διεκδικήσεις της από τους συμμάχους ήταν οι αιτίες που προετοίμασαν την άνοδο στην εξουσία του φασιστικού κόμματος υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο «Ντούτσε», ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ως σοσιαλιστής είχε καταδικάσει την ιταλική επίθεση στη Λιβύη, έγινε ως αρχηγός του φασισμού ο πιο διαπρύσιος κήρυκας της ιταλικής αποικιακής εξάπλωσης. Όπως υποστήριζε, η Ιταλία έπρεπε να αποκτήσει τη δική της «θέση στον ήλιο» ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Οι πρώτες ενέργειες για την επανακατάκτηση της Λιβύης (La Riconquista) είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Ιανουάριο του 1922 με την ανακατάληψη της Μισράτα και εντάθηκαν ακόμα περισσότερο μετά την άνοδο του φασιστικού κόμματος στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1922. Ας σημειωθεί ότι με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 το νεοσύστατο τουρκικό κράτος αναγνώρισε την πλήρη κυριαρχία της Ιταλίας στη Λιβύη.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1920 o πληθυσμός της Λιβύης ανερχόταν σε μόλις 600.000 κατοίκους έναντι σχεδόν 40 εκατ. της Ιταλίας. Οι Ιταλοί, εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες των Λίβυων εθνικιστών στην Τριπολίτιδα, τμήμα των οποίων είχε συνταχθεί με την ιταλική πλευρά, αλλά και την απόλυτη υπεροχή τους σε πολεμικά μέσα, κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη βόρεια Τριπολίτιδα κατά την περίοδο 1923-1925. Ακολούθησε η κατάκτηση των κεντρικών ημιέρημων περιοχών και μέχρι το 1930 η ιταλική κυριαρχία είχε επεκταθεί στο Φεζάν. Ύστερα από τον θάνατο του Μουχτάρ, η λιβυκή αντίσταση στην Κυρηναϊκή κατέρρευσε και τον Ιανουάριο του 1932 ο στρατάρχης Μπαντόλιο ανακοίνωσε την πλήρη και οριστική «ειρήνευση» της Λιβύης. Η Λιβύη έγινε ξανά πεδίο μάχης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1943 περιήλθε υπό τον έλεγχο των Βρετανών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Nicolle, David (1989), Lawrence and the Arab Revolts, Men at Arms Series No 208, London: Osprey Publishing
- Stanford, J. Shaw & Ezel Kural, Shaw (1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Volume II: Reform, Revolution, and Republic: The Rise of Modern Türkey, 1808-1975, Cambrigde University Press