Της Ελευθερίας Τσιρώνη,
«Ο Fechner εισήγαγε τον όρο ψυχοφυσική τη δεκαετία του 1860 για να περιγράψει μαθηματικά τη σχέση ανάμεσα στο σώμα και στον νου, το πώς η συνειδητή εμπειρία της αίσθησης προκαλείται από ένα φυσικό ερέθισμα» (Engen, 1988 σελ. 1). Για παράδειγμα, όταν μας τρυπάει μία καρφίτσα (φυσικό ερέθισμα), εμείς αισθανόμαστε πόνο (συνειδητή εμπειρία) και κατ’ επέκταση φωνάζουμε («Αουτς!!!»), απομακρυνόμαστε (τραβάμε το δάχτυλο μας μακριά από την καρφίτσα) και ίσως, κάθε φορά που βλέπουμε καρφίτσα από εκεί κι έπειτα την αποφεύγουμε, καθώς αισθανόμαστε φόβο. Όλα αυτά θεωρούνται η συνείδησή μας, η σκέψη μας και έχουν προέλθει από αυτό το φυσικό ερέθισμα. Η ψυχοφυσική προσπαθεί να παντρέψει, λοιπόν, το περιβάλλον με τη σκέψη και τα συναισθήματα που αυτό μας προκαλεί.
Η εμφάνιση αυτού του κλάδου έχει αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην ψυχολογία, καθώς έχει δώσει την ευκαιρία να μελετηθούν πτυχές της σκέψης που μέχρι τότε θεωρούνταν μη μετρήσιμες και να δώσει επιπλέον κύρος και επιστημονικότητα στον κλάδο αυτό. Ο Fechner πίστευε ότι πολλές από αυτές τις ψυχοφυσιολογικές σχέσεις δεν είναι γραμμικές, κάτι που μπορούσε να μελετήσει με βάση τις αρχές που ορίζει αυτός ο κλάδος (Engen, 1988). Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται μπερδεμένα, γι’ αυτό θα παραθέσουμε ένα παράδειγμα για επεξήγηση. Ο ήχος μετριέται σε Decibel, όμως η σχέση ανάμεσα στα Decibel και την ένταση είναι μη γραμμική. Δηλαδή, όταν ακούμε έναν ήχο 20 Decibel, δεν τον ακούμε σε διπλάσια ένταση σε σχέση με έναν ήχο 10 Decibel, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη. Κάθε φορά που ένα Decibel προστίθεται, η ένταση ήχου που αντιλαμβανόμαστε δεν προστίθεται αλλά πολλαπλασιάζεται.
Άλλο ένα σημαντικό ζήτημα που αγγίζει αυτή η προσέγγιση είναι και το πόση ένταση χρειάζεται να έχει ένα ερέθισμα, προκειμένου να περάσει το κατώφλι του αισθητηριακού μας κέντρου και να γίνει αντιληπτό (Engen, 1988). Για παράδειγμα, η ραδιενέργεια μας περνάει απαρατήρητη (Stevens, 1960), σε αντίθεση με το τρύπημα μιας καρφίτσας που μας προκαλεί πόνο. Ο ήχος της ομιλίας ανθρώπων στο διπλανό διαμέρισμα δεν γίνεται αντιληπτός, όμως, άμα αρχίσουν να φωνάζουν και αυξηθούν τα Decibel, μπορούμε ίσως και να ακούσουμε τι λένε.
Αυτός ο κλάδος, λοιπόν, άνοιξε τον δρόμο για μία εντελώς νέα προσέγγιση στην ψυχολογία, συγκεκριμένα στη γνωστική ψυχολογία, που απλά μέσω αυτοαναφοράς ή ορισμένων πειραμάτων, δηλαδή μέσα από τη συμπεριφορά των ανθρώπων μπορεί κανείς να καταλάβει το πώς γίνεται αντιληπτό ένα φυσικό ερέθισμα, τι συμβαίνει στις σκέψεις του κ.λπ.(Engen, 1988). Το γεγονός πως οι αισθήσεις άρχισαν να θεωρούνται μετρήσιμες προσέθεσε κύρος και αξιοπιστία σε μία επιστήμη που θεωρούταν τμήμα της φιλοσοφίας.
Όπως όλες οι επιστήμες, έτσι και η ψυχοφυσική, ειδικά στις απαρχές της, δέχτηκε πολλές κριτικές, όπως ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να καταλάβει αντικειμενικά τις αισθήσεις του, καθώς αυτές είναι κάτι ιδιωτικό, προσωπικό και δεν επιδέχεται μέτρηση. Μπορεί η μέτρηση να μην είναι ακριβώς αυτή που έχουν στο μυαλό τους οι επικριτές, δεν παύει όμως να είναι εφικτή, καθώς ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει με σχετική ακρίβεια τις αισθήσεις που του προκαλούν τα ερεθίσματα (Stevens, 1960).
Η ψυχοφυσική εφαρμόζεται σε όλες τις αισθήσεις (γεύση, όσφρηση, ακοή, αφή και όραση). Όσον αφορά την όραση, ένα από τα θέματα που μελετάει η ψυχοφυσική είναι πότε κάτι είναι διακριτό στο ανθρώπινο μάτι, δηλαδή πότε κάτι ξεχωρίζει από το φόντο. Έτσι, σε τέτοιου είδους πειράματα, πριν την εμφάνιση των υπολογιστών, οι συμμετέχοντες προσαρμόζουν π.χ. ένα γράμμα, ώστε να διακρίνεται ελάχιστα από τον φόντο του. Όμως, με την εμφάνιση των σύγχρονων εργαλείων, έχει έρθει στο προσκήνιο μία νέα μέθοδος, η «αναγκαστική επιλογή ανάμεσα σε 2 εναλλακτικές» (Two-alternative forced choice), όπου για κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίζεται σε ένα σημείο της οθόνης ένα οπτικό ερέθισμα π.χ. ένα ασθενές φως και ο συμμετέχων έχει να επιλέξει αν εμφανίστηκε στο δεξί ή αριστερό μέρος, συνεχίζοντας για αρκετές επαναλήψεις. Ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να επιλέξει μία από τις δύο εναλλακτικές, δεν μπορεί να αναφέρει ότι δεν απαντά ή δεν θυμάται (Prins, 2016). Με την ανάλυση των δεδομένων όλων των συμμετεχόντων καθίσταται εμφανές στον ερευνητή πόση ένταση χρειάζεται συνήθως να έχει ένα φως για να γίνει αντιληπτό, έστω και μετά βίας, από το ανθρώπινο μάτι.
Για όποιον οι λεπτομέρειες περί ψυχοφυσικής ακούγονται πληκτικές, αυτό που πρέπει να κρατήσει από το συγκεκριμένο άρθρο είναι πρώτον, πως η μαγεία των επιστημών έγκειται στο μεταξύ τους «πάντρεμα», στη συνεργασία που τις κάνει πιο δυνατές. Η ψυχολογία μέχρι να γνωρίσει τις φυσικές επιστήμες και να γίνει μετρήσιμη αποτελούσε μέρος της φιλοσοφίας και οποιοσδήποτε την κατέτασσε ως επιστήμη γινόταν αντικείμενο χλευασμού. Όμως, με έμπνευση από τους εφαρμοσμένους κλάδους κατάφερε να γίνει αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες εφαρμοσμένες επιστήμες. Δεύτερον, περιβάλλον και άνθρωπος βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, ένα ερέθισμα θα επηρεάσει την ανθρώπινη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά και αντιστρόφως. Τέλος, με την είσοδο των υπολογιστών, οι εφαρμοσμένοι κλάδοι έχουν σημειώσει άλματα, κάτι που καθιστά χρέος των ανθρώπων να προσφέρουν με τη σειρά τους τη βοήθεια που χρειάζεται, συμμετέχοντας σε έρευνες για να προάγουν ακόμα περισσότερο την πρόοδό της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Engen, T. (1988). Psychophysics. States of Brain and Mind, 89–91. Διαθέσιμο εδώ
- Stevens, S. S. (1960). The psychophysics of sensory function. American scientist, 48(2), 226-253. Διαθέσιμο εδώ
- Prins, N. (2016). Psychophysics: a practical introduction. Academic Press. Διαθέσιμο εδώ