Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Ύστερα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ελλάδας το καλοκαίρι του 1920 ο Βενιζέλος επέστρεψε στη χώρα, παρουσιάζοντας τη Συνθήκη των Σεβρών στη Βουλή. Όσον αφορά το κλίμα που επικρατούσε στους Φιλελεύθερους ειδικά και στην κυβέρνηση γενικότερα θα λέγαμε ότι κυριαρχούσε ένα αίσθημα υπερηφάνειας, καθώς επιτεύχθηκε η πλειοψηφία των στόχων της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, όντας πεπεισμένος ότι ο λαός ήταν πλέον υποστηρικτικός προς το πρόσωπό του, δεν δίστασε να αναγγείλει τη διεξαγωγή εκλογών, έχοντας την πεποίθηση ότι θα νικούσε. Ο μεγαλοϊδεατισμός και η βεβαιότητα ότι οι επιτυχίες θα συνεχίζονταν ήταν στοιχεία που εμπόδισαν τον Βενιζέλο να αντιληφθεί πως ανάμεσα στον ελληνικό λαό υπήρχαν ψήγματα του Εθνικού Διχασμού. Αυτό ασφαλώς θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στους μελλοντικούς του στόχους αναφορικά με τη Μικρά Ασία.
Την 1η Νοεμβρίου διεξήχθησαν οι εθνικές εκλογές, από τις οποίες οι Φιλελεύθεροι βγήκαν ηττημένοι. Το αποτέλεσμα των εκλογών, ανησύχησε τις δυνάμεις της Entente, καθώς φοβούνταν την ενδεχόμενη επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου με προτροπή της νέας κυβέρνησης του Δημήτριου Ράλλη. Επιπλέον, θεώρησαν ότι η ήττα του Βενιζέλου θα είχε σοβαρό αντίκτυπο και στη Συνθήκη των Σεβρών.
Η κυβέρνηση Ράλλη προέβη σε διωγμούς βενιζελικών από την πολιτική σκηνή, με μόνη εξαίρεση, τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη. Ίδιες κινήσεις πραγματοποιήθηκαν και στις Ένοπλες Δυνάμεις, γεγονός που θα είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σημαντική αλλαγή ήταν αυτή στο Γενικό Επιτελείο (πλέον γνωστό ως «Στρατιά Μικράς Ασίας»), όπου αρχηγός διορίστηκε ο Αναστάσιος Παπούλας στη θέση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Μάλιστα, πολλοί ήταν οι βενιζελικοί αξιωματικοί που προέβησαν σε παραιτήσεις ως ένδειξη αντίστασης στις αυθαιρεσίες των αντιβενιζελικών. Το φαινόμενο της επιστροφής των αποτάκτων αντιμετωπίστηκε με δυσκολία από τη νέα κυβέρνηση, η οποία εκτόπισε πολλούς βενιζελικούς αξιωματικούς σε χαμηλότερες βαθμίδες.
Τον Δεκέμβριο του 1920 ξεκινάει το δεύτερο κύμα στρατιωτικών επιχειρήσεων της χώρας στη Μικρά Ασία, ωστόσο, αυτή τη φορά τα αποτελέσματα δε θα είναι εξίσου καρποφόρα, όπως το καλοκαίρι. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ευρισκόμενος πλέον στην Ελλάδα, κήρυξε την προάσπιση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Έτσι, στις 23 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η εφαρμογή αυτής της κήρυξης, με ισχυρές δυνάμεις του ελληνικού στρατού να εκκινούν προς την κατεύθυνση του Εσκί-Σεχίρ. Συγκεκριμένα, το Γ΄ Σώμα Στρατού χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Το βόρειο κατέλαβε με επιτυχία τη σιδηροδρομική γραμμή κοντά στο Μπιλετζίκ.
Νότια και κεντρικά, ο ελληνικός στρατός συνάντησε στην Κοβαλίτσα τον τουρκικό, ο οποίος διέθετε ισχυρή οχύρωση. Στο σημείο αυτό ξεκίνησε η μάχη των δύο αντιπάλων με τους Έλληνες να νικούν, αναγκάζοντας ταυτόχρονα τον ηττημένο τουρκικό στρατό να οπισθοχωρήσει προς τη γραμμή του Εσκί-Σεχίρ. Σε ακόμη μία περίπτωση φιλοδοξούσε να νικήσει ο ελληνικός στρατός στην περιοχή του Ινονού. Εντούτοις, οι τουρκικές δυνάμεις παρά τη μικρή ισχύ τους, κατάφεραν να απωθήσουν την ελληνική στρατιά, η οποία επέστρεψε ταχύτατα στην αρχική της θέση, ανατολικά της Προύσας.
Από την άλλη πλευρά, στο νότιο μέτωπο το Α΄ Σώμα Στρατού ήταν εδραιωμένο στο Ουσάκ και κατευθυνόταν προς το Εσκί-Σεχίρ. Προς όφελός του δε συνάντησε ήσσονος σημασίας τουρκική αντίσταση. Στις 29 Δεκεμβρίου τμήματα του Σώματος Σμύρνης κατέλαβαν επιτυχώς το Γενή-Σεχήρ και το Αϊγκιόλ.
Ένα στοιχείο που κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί είναι ότι η οργάνωση του στρατού στα προαναφερθέντα μέτωπα ελλόχευε κινδύνους εξαιτίας των μεγάλων αποστάσεων που είχαν μεταξύ τους τα σώματα στρατού. Πιο συγκεκριμένα, για να μην κοπεί ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων, ο στρατός αναπόφευκτα θα έπρεπε να προελάσει προς τη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν-Καραχισάρ, ούτως ώστε το Α΄ και Γ΄ Σώμα να έρθουν πιο κοντά γεωγραφικά. Η κίνηση αυτή συνεπαγόταν και την αντίστοιχη σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό στην περιοχή, κάτι που ακόμη δεν ήταν μέρος των σχεδίων του ελληνικού στρατού.
Ούτε, όμως, η πρόταση για συγκέντρωση στην περιοχή της Σμύρνης ήταν κάτι που θα λειτουργούσε προς όφελος του στρατού. Το δίλημμα αυτό ταλάνιζε τόσο τα υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού, όσο και την εσωτερική πολιτική σκηνή. Ακολουθεί μια ζωτικής σημασίας αλλαγή στην ελληνική κυβέρνηση και δεν είναι άλλη πέρα από την παραίτηση του Δημήτριου Ράλλη και την ανάληψη του πρωθυπουργικού θώκου από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο στις 21 Ιανουαρίου 1921.
Στις αρχές Μαρτίου ο αρχιστράτηγος Παπούλας έκρινε αναγκαία την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού του ελληνικού στρατού, γεγονός που θα λειτουργούσε ως πλεονέκτημα στα μέτωπα της Μικράς Ασίας. Στις 10 Μαρτίου και χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες στρατιωτικές ενισχύσεις, ξεκίνησε η επίθεση του στρατού. Από τη Νικομήδεια, την Προύσα και το Ουσάκ οι ελληνικές μονάδες κατευθύνθηκαν με κεντρικό στόχο τη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν-Καραχισάρ. Ο λόγος, για τον οποίο η επίθεση έγινε χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και υπολογισμούς, ήταν ότι ο στρατός πίστευε πως η νίκη ήταν σίγουρο αποτέλεσμα.
Πρώτη κατάληψη ήταν αυτή της Σαπάντζας και του Αντά Παζάρ από την 11η μεραρχία, η οποία είχε ως αφετηρία τη Νικομήδεια. Αναφορικά με το νότιο μέτωπο στο Ουσάκ, το Α΄ Σώμα Στρατού αντιμετώπισε με μεγάλη ευκολία την τουρκική αντεπίθεση και προχώρησε βαθύτερα στο Αφιόν-Καραχισάρ, ενώ σε δεύτερη φάση προχώρησε προς το Μπολαβαντίν. Από την άλλη πλευρά, στην περιοχή της Προύσας, το Γ΄ Σώμα Στρατού μαζί με τμήμα του ιππικού κατευθύνθηκαν προς το Εσκί Σεχίρ. Κατάφεραν να καταλάβουν το Σιογκούτ πριν έρθουν αντιμέτωποι με τις ισχυρές τουρκικές αντεπιθέσεις, οι οποίες γρήγορα θα αναγκάσουν τις ελληνικές μεραρχίες να οπισθοχωρήσουν στις αρχικές τους θέσεις.
Με το Γ΄ Σώμα Στρατού να επιστρέφει στην Προύσα στις 20 Μαρτίου, τερματίζεται και η ελληνοτουρκική σύγκρουση με το «πέπλο» της ήττας να «σκεπάζει» το ελληνικό στρατόπεδο. Επί της ήττας αυτής ο αρχιστράτηγος Παπούλας ανήγγειλε και ταυτόχρονα παραδέχτηκε ότι κύριο αίτιο της τελικής αποτυχίας της επιχείρησης κατέστη η μη ολοκλήρωση των επιτελικών σχεδιασμών, όπως αυτό της ενίσχυσης τους στρατού. Μία ακόμη σημαντική επίθεση ήταν αυτή της 24ης Μαρτίου, όταν ο τουρκικός στρατός πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα και αποφασιστικότητα προς το Ουσάκ, ώστε να εμποδίσει το Α΄ Σώμα Στρατού από το να επιστρέψει στην αρχική του θέση. Χάρη στην ετοιμότητά του το Α΄ Σώμα είχε μεριμνήσει να οχυρώσει τη γραμμή Τομλού-Μπονάρ, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στο Αφιόν-Καραχισάρ και το Ουσάκ.
Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα του τουρκικού στρατού στην περιοχή, καθώς το 34ο σύνταγμα αποδείχθηκε ισχυρό, ώστε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την περιοχή, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για την εύκολη υποχώρηση του Α΄ Σώματος στο Ουσάκ. Τα γεγονότα στο μέτωπο δεν είχαν το προσδοκώμενο θετικό πρόσημο, γεγονός που επηρέασε άμεσα και την κυβέρνηση, η οποία οδηγήθηκε σε παραίτηση. Τα ηνία της εξουσίας ανέλαβε η κυβέρνηση του Δημήτριου Ράλλη στις 26 Μαρτίου.
Σημαντική απόφαση της νέας κυβέρνησης σε συνεργασία με τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη ήταν να έρθει σε επικοινωνία με τον Ιωάννη Μεταξά, προκειμένου να ξεκινήσουν οι σχεδιασμοί για νέα αναδιοργάνωση του Γενικού Επιτελείου. Μάλιστα, οι δύο πρώτοι πρότειναν στον Μεταξά να αναλάβει ο ίδιος την αρχηγία της στρατιάς, μια πρόταση που όμως απέρριψε, καθώς σύμφωνα με όσα είπε ο ίδιος, αρνούνταν κατηγορηματικά να υπηρετήσει υπό την εξουσία του Παπούλα. Τον Απρίλιο ο Γούναρης επισκέφθηκε τη Σμύρνη, ενώ έπειτα μετέβη προς το Ουσάκ και το Τομλού-Μπουνάρ, με σκοπό να ενημερωθεί από πρώτο χέρι για την κατάσταση που επικρατούσε και να διαβεβαιώσει τους στρατιωτικούς ότι ο ελληνικός στρατός επρόκειτο να ενισχυθεί σύντομα. Την πόλη επισκέφθηκε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στις 30 Μαΐου 1921, προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του ελληνικού στρατού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Ροδάς, Λ. Μιχαήλ (1950), Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918-1922), Αθήνα: Κλεισούνη
- Γιανουλόπουλος, Ν. Γιάννης (2003), Η ευγενής μας τύφλωσις, Αθήνα: Βιβλιόραμα