Του Παντελή Κοτζάμπαση,
Η Ιστορία της Ελλάδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου αποτελεί μια σκοτεινή περίοδο για μας σήμερα. Την εποχή εκείνη κυριαρχούσε, από τη μία, το μίσος μεταξύ των δύο παρατάξεων, δηλαδή των δημοκρατικών-βενιζελικών και των φιλομοναρχικών-αντιβενιζελικών και, από την άλλη, η κοινωνική εξαθλίωση, λόγω του προσφυγικού προβλήματος και των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιφέροντας τη δυσαρέσκεια του λαού. Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά αποτέλεσαν και τις βαθύτερες αιτίες, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να καταφύγει στην επιβολή της θανατικής ποινής και στην απόφαση περί εκτέλεσης των κατηγορούμενων. Έτσι, οι σκοποί των εκτελέσεων ήταν, αφενός, η ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος και, αφετέρου, η εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου. Στο παρόν άρθρο θα γίνει ανασκόπηση στις εκτελέσεις που συγκλόνισαν την Ελλάδα την περίοδο που προανέφερα, αλλά και στα βαθύτερα αίτιά τους.
Η εκτέλεση των Εξ
Η ιστορία της Δίκης των οκτώ και της εκτέλεσης των Εξ είναι γνωστή σήμερα. Δεν θα επεκταθώ πολύ, καθώς το θέμα αυτό έχει αναλυθεί σε προηγούμενα άρθρα, απλά θα γίνει μια μικρή επισκόπηση των γεγονότων και των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν στην άδικη, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, εκτέλεση των Εξ.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός στασίασε και έδιωξε τον βασιλιά Κωνσταντίνο από τη χώρα. Η Τριανδρία της Επανάστασης του 1922, που αποτελούνταν από τους Ν. Πλαστήρα, Στ. Γονατά και Δ. Φωκά κατέλαβε πολύ γρήγορα την εξουσία της χώρας. Παράλληλα, ο Τύπος, η κοινή γνώμη, με συλλαλητήριο στις 8 Οκτωβρίου 1922, και η ακραία πλευρά της Επαναστατικής Επιτροπής (Θ. Πάγκαλος, Α. Οθωναίος) ζητούσαν την εκτέλεση των υπεύθυνων της Καταστροφής του ΄22. Παρά τις μετριοπαθείς στάσεις του Πλαστήρα και του Γονατά, η πολιτική ηγεσία που προέκυψε με τις εκλογές του Νοέμβρη του 1920, αλλά και στρατιωτικοί, παραπέμφθηκαν σε δίκη, η οποία ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου 1922, για εσχάτη προδοσία. Οι κατηγορούμενοι ήταν οι εξής: ο Δ. Γούναρης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Στράτος, Ξ. Στρατηγός, Μ. Γούδας και Γ. Χατζανέστης.
Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν η αναμενόμενη, αυτή που επιθυμούσε και το πλήθος. Έτσι, στις 15 Νοεμβρίου 1922, περίπου την 7η πρωινή, ο Αλέξανδρος Οθωναίος εκφωνεί την ετυμηγορία της δίκης, όπου αναφέρει ότι οι Γ. Χατζανέστης, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και Ν. Θεοτόκης καταδικάζονται σε θάνατο, ενώ οι Μ. Γούδας και Ξ. Στρατηγός καταδικάζονται με ισόβια.
Το επόμενο πρωί, στις 9:00 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ, ανακοινώθηκε η ετυμηγορία στους κατηγορουμένους. Κανείς δεν αιφνιδιάστηκε, εκτός του στρατηγού Χατζανέστη. Τους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών να αποχαιρετήσουν συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Στις 10:30 οδηγήθηκαν στο Γουδί για να εκτελεστούν. Προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς. Στις 11:27, οι κατηγορούμενοι εκτελέστηκαν. Κανείς δεν ήθελε να του δέσουν τα μάτια. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, για να ταφούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Όπως παραδέχτηκε και ο Θ. Πάγκαλος το 1949 «οι καταδικασθέντες δεν διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, ως κατηγορήθησαν, αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς».
Ο απαγχονισμός του Δ. Δρακάτου και του Ι. Ζαφειρόπουλου από το καθεστώς του Θ. Πάγκαλου
Ο Θ. Πάγκαλος με στρατιωτικό κίνημα στις 25 Ιουνίου 1925 κατέλαβε την εξουσία της χώρας. Αμέσως, ο δικτάτορας, θέλοντας να αποκτήσει τη λαϊκή στήριξη, εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία της κοινής γνώμης για τις καταχρήσεις δημοσίου χρήματος κυρίως στον Στρατό και, θέλοντας να περάσει ένα μήνυμα παραδειγματισμού, καθιέρωσε στις 24 Ιουλίου 1925 το κυβερνητικό διάταγμα «Περί υπαγωγής αδικημάτων τινών εις την δικαιοδοσίαν των Στρατιωτικών Δικαστηρίων» (ΦΕΚ 191, τ. Α΄, 24/07/1925). Μεταξύ των ποινών, καθιερώθηκε και αυτή του θανάτου με απαγχονισμό για τους καταχραστές δημοσίου χρήματος, ορίζοντας τα στρατοδικεία ως αρμόδια και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων και σε αδικήματα που είχαν διαπραχθεί πριν από την έκδοση του Διατάγματος.
Η πρώτη εφαρμογή του Διατάγματος έγινε τη 16η Οκτωβρίου 1925, όπου συγκροτήθηκε στην Αθήνα ειδικό δικαστήριο, στρατοδικείο, όπου η σύνθεση της έδρας του περιλάβανε τους σκληρούς υποστηρικτές του Πάγκαλου στον Στρατό. Στη δίκη κατηγορούνταν συνολικά 21 άτομα (στρατιωτικοί-πολίτες), τα οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατηγορούνταν για τη σύσταση σπείρας, η οποία, μέσω πλαστών ενταλμάτων που αφορούσαν δήθεν επιταγμένα περιουσιακά στοιχεία από τον Στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατάφερε να αποσπάσει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια δραχμές.
Στις 24 Νοεμβρίου εκδόθηκε η απόφαση του στρατοδικείου, με την οποία ο αντισυνταγματάρχης οικονομικής διαχείρισης Διονύσιος Δρακάτος, ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Ιωάννης Ζαφειρόπουλος και ο μεγαλέμπορος Αριστείδης Αϊδινλής καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Παρά τις παροτρύνσεις του πολιτικού κόσμου, των συντελεστών της δίκης και του Προέδρου της Δημοκρατίας, Π. Κουντουριώτη, ο Πάγκαλος αρνήθηκε να μετατρέψει την ποινή από θανατική σε ισόβια. Στο τέλος μόνο, δέχθηκε να μην εκτελεστεί ο μεγαλέμπορας Αϊδινλής, επειδή είχε συλληφθεί σε γαλλικό έδαφος και μπορούσε να προκαλέσει διεθνείς επιπλοκές με την εκτέλεσή του.
Τελικά, στις 9:15 το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1925, οι δύο αξιωματικοί απαγχονίστηκαν στο Γουδί, παρουσία δέκα χιλιάδων ατόμων. Παρά τις αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων του, ο Πάγκαλος κατάφερε με την παραπάνω εκτέλεση να κάνει αυτό που είχε στον νου του, δηλαδή έδωσε ένα μήνυμα παραδειγματισμού, αλλά κατεύνασε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που είχε δημιουργηθεί λόγω των καταχρήσεων δημόσιου χρήματος. Τέλος, ο απαγχονισμός των Δρακάτου και Ζαφειρόπουλου ήταν η μοναδική θανατική καταδίκη που εκδόθηκε κατά την εφαρμογή του παραπάνω Διατάγματος.
Οι εκτελέσεις των Στ. Βολάνη, Μ. Κοιμήση και Α. Παπούλα μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935
Την 1η Μαρτίου 1935 ξέσπασε κίνημα από δημοκρατικούς-βενιζελικούς αξιωματικούς, οι οποίοι ήθελαν να προστατευόσουν το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, καθώς η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη ήθελε να επαναφέρει στην εξουσία τον τέως βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Το βενιζελικό κίνημα απέτυχε και πολύ γρήγορα συγκροτήθηκαν έκτακτα στρατοδικεία, ώστε να δικαστούν οι αξιωματικοί που στασίασαν. Παράλληλα, οι αδιάλεχτοι αντιβενιζελικοί, μεταξύ αυτών οι Ι. Μεταξάς και Ι. Ράλλης, δεν έμειναν ικανοποιημένοι μόνο με τη σύσταση των στρατοδικείων, αλλά επιθυμούσαν και τη θανατική καταδίκη των κατηγορούμενων, με αποτέλεσμα να αρχίσουν μεγάλες διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας, που ζητούσαν τη θανατική καταδίκη των κατηγορούμενων. Ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης, για να κατευνάσει τα πνεύματα, εξέδωσε την 1η Απριλίου 1935 τέσσερις συντακτικές πράξεις: κατάργηση της Γερουσίας (ισχυρό όπλο των βενιζελικών), άρση ισοβιότητας των δικαστών, αναστολή της μονιμότητας των δημοσίων και εκκαθάριση των οργανισμών δημοσίου δικαίου.
Παράλληλα, συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο και στη Θεσσαλονίκη, στο μέγαρο της Χ.Α.Ν.Θ, στις 3 Απριλίου 1935 και εκδίκαζε τους αξιωματικούς της VI Μεραρχίας Σερρών που έλαβαν μέρος στο μέτωπο του Στρυμόνα. Πρόεδρός του ήταν ο συνταγματάρχης Τέτσης, μέλη του οι αντισυνταγματάρχης Α. Κρέτσης, συνταγματάρχης πυροβολικού Γ. Κονδύλης, αντισμήναρχος Κ. Καζάκος, αντισυνταγματάρχης πυροβολικού Κ. Οικονόμου και Κυβερνητικό Επίτροπο τον ταγματάρχη της στρατιωτικής Δικαιοσύνης Σ. Βύζα. Το στρατοδικείο καταδίκασε τον επίλαρχο Σταμάτη Βολάνη σε θάνατο, ενώ για τους υπόλοιπους αξιωματικούς επέβαλε μικρότερες ποινές (ισόβια, λίγα χρόνια φυλάκισης, καθαίρεση κ.λπ).
Ο Βολάνης στην απολογία του αρνήθηκε τη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ανέφερε ότι ήταν ευτυχής, διότι διαπίστωσε ότι όλοι οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού είναι πιστοί στον όρκο της Δημοκρατίας, υπέρ της οποίας ήταν πρόθυμος να πεθάνει. Τελικά, ο Βολάνης εκτελέστηκε το πρωί της 5ης Απριλίου. Η εκτέλεσή του έφερε αναβρασμό στην πατρίδα του, την Κρήτη, όπου ο Γενικός Διοικητής της Μεγαλονήσου, Η. Αποσκίτης, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε δεκτή, ενώ, ταυτόχρονα, σόκαρε τον πρωθυπουργό Π. Τσαλδάρη, ο οποίος έπαθε νευρικό κλονισμό και για να ηρεμήσει εγκατέλειψε για λίγες μέρες τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα.
Μετά το κίνημα, δεν εκτελέστηκε μόνο ο επίλαρχος Βολάνης, αλλά και οι Μ. Κοιμήσης και Α. Παπούλας, οι οποίοι ήταν μέλη της «Πανελλήνιας Δημοκρατικής Άμυνας», που προετοίμαζε τα μέλη της να αντιδράσουν σε περίπτωση που ξεσπούσε κίνημα των φιλοβασικών. Όμως, το σωματείο αυτό δεν είχε κάποια εμπλοκή με το κίνημα της 1ης Μαρτίου. Παρόλο που δεν συμμετείχε, τα μέλη του παραπέμφθηκαν σε δίκη στις 13 Απριλίου 1935, καθώς οι αντιβενιζελικοί το μισούσαν, επειδή τα μέλη του πιάσανε τον λήσταρχο Καραθανάση, που είχε κάνει την απόπειρα κατά του Βενιζέλου. Πρόεδρος του στρατοδικείου ήταν ο υποστράτηγος αεροπορίας Γ. Ρέππας και μέλη του οι αντισυνταγματάρχες Ν. Μπαλής, Ι. Ποντικάς, Α. Τσιγκούνης και Η. Ζώτος, ενώ Κυβερνητικός Επίτροπος ήταν ο αντισυνταγματάρχης πυροβολικού Ασημακόπουλος.
Μεταξύ των κατηγορούμενων ήταν και οι Α. Παπούλας και Μ. Κοιμήσης, οι οποίοι, σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε στις 22 Απριλίου, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Παρά τις πιέσεις των Υπουργών Δ. Μάξιμου και Γ. Πεσμαζόγλου, οι δύο κατηγορούμενοι εκτελέστηκαν τη Μεγάλη Τετάρτη, στις 24 Απριλίου 1935. Η εκτέλεση των δύο απόστρατων γηραλέων στρατηγών θεωρήθηκε σαν αντίποινα του αντιβενιζελισμού για την εκτέλεση των Εξ το 1922, καθώς και οι δύο ήταν μάρτυρες κατηγορίας στη Δίκη των Οκτώ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εφημερίδα Ακρόπολις
- Εφημερίδα Εμπρός
- Γρηγοριάδης, Ν. Φοίβος (1972), Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935, Αθήνα: Eκδόσεις Κεδρηνός
- Δασκαρόλης Ιωάννης (2019), Δημοκρατικά Τάγματα-οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
- Δαφνής, Γρηγόριος (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος
- Μπενέκος, Γιάννης (1965), Το κίνημα του 1935, Αθήνα: Εκδόσεις Γιαννικός/Καλδής