Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Οι επικονιαστές, ή με άλλα λόγια, τα έντομα που μεταφέρουν κυρίως τη γύρη ανάμεσα στα άνθη και διευκολύνουν την αναπαραγωγή των φυτών είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τη λειτουργία της τροφικής αλυσίδας σε κάθε οικοσύστημα. Η μείωση των επικονιαστών (pollinator decline) ορίζεται ως η μείωση της αφθονίας των επικονιαστικών εντόμων και άλλων ζώων σε πολλά οικοσυστήματα παγκοσμίως, η οποία άρχισε να καταγράφεται στα τέλη του 20ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις για τη μείωση των πληθυσμών άγριων επικονιαστών σε περιφερειακό επίπεδο, ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Παρόμοια ευρήματα από μελέτες στη Νότια Αμερική, την Κίνα και την Ιαπωνία καθιστούν εύλογη την άποψη ότι ανάλογες μειώσεις συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο. Η πλειονότητα των μελετών επικεντρώνεται στις μέλισσες, ιδιαίτερα στα διάφορα είδη των μελισσών και των βομβίνων (οι γνωστοί σε όλους μας μπάμπουρες), με έναν μικρότερο αριθμό να αφορά τις μύγες και τα λεπιδόπτερα.
Οι επικονιαστές, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, συμμετέχουν στην διαδικασία αναπαραγωγής πολλών φυτών, διασφαλίζοντας τη διασταυρούμενη επικονίαση, απαραίτητη για ορισμένα είδη και σημαντικό παράγοντα για τη διασφάλιση της γενετικής ποικιλότητας για άλλα. Δεδομένου ότι τα φυτά είναι η κύρια πηγή τροφής για τα ζώα, η πιθανή μείωση ή εξαφάνιση των επικονιαστών, θεωρείται μεγάλος κίνδυνος για την παραγωγή τροφής. Τα αίτια αυτής της μείωσης είναι ποικίλα και μερικά από αυτά αναφέρονται στη συνέχεια:
- Απώλεια βιοτόπων και αλλαγή χρήσης γης: Το κύριο πρόβλημα που επηρεάζει τους περισσότερους επικονιαστές θεωρείται ότι είναι η απώλεια του κατάλληλου φυσικού περιβάλλοντος.
- Βιοποικιλότητα: Η ποσότητα και η ποιότητα των πόρων ανθοφορίας έχουν μειωθεί. Οι σύγχρονες γεωργικές πρακτικές έχουν μειώσει την ποσότητα των λουλουδιών σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα παραδοσιακά λιβάδια, πλούσια σε λουλούδια, πλέον σπανίζουν. Αυτό είναι πιθανό να έχει επηρεάσει περισσότερο τους «ειδικούς» επικονιαστές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μελισσών, που συλλέγουν νέκταρ και γύρη από ένα περιορισμένο φάσμα φυτών, από ότι τους «γενικούς» επικονιαστές ή αλλιώς «γενικών καθηκόντων» που επισκέπτονται πολλά και διαφορετικά είδη φυτών. Όπου παραμένει κατάλληλη η κατανομή των φυτών, η διαθεσιμότητά τους είναι συχνά κατακερματισμένη, γεγονός, που καθιστά δυσκολότερο για τους πληθυσμούς των μελισσών, να επεκταθούν και να αποικίσουν νέες περιοχές. Σε αστικές περιοχές, οι «μοναχικές» μέλισσες και άλλοι επικονιαστές, που τρέφονται με ένα ευρύ φάσμα φυτών, μπορούν να ευδοκιμήσουν σε κήπους με μια πληθώρα φυτών.
- Φυσικό περιβάλλον κατοίκησης και αναπαραγωγής: Οι μέλισσες έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις για τις τοποθεσίες που μπορούν να κατοικήσουν. Πολλοί άλλοι επικονιαστές, όπως οι πεταλούδες, έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ενδιαιτημάτων για τις προνύμφες τους. Η απώλεια και η διάλυση των κατάλληλων οικοτόπων μειώνει σημαντικά τις ευκαιρίες φωλεοποίησης και αναπαραγωγής.
- Κλιματική αλλαγή: Θεωρείται ότι η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τις γεωγραφικές περιοχές, που είναι κατάλληλες για πολλά είδη. Αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια οικοτόπων, σημαίνει ότι ο πληθυσμός ορισμένων ειδών θα μειωθεί ριζικά.
- Παρασιτοκτόνα: Τα φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα τα εντομοκτόνα, συχνά κατηγορούνται άμεσα για απώλειες μελισσών και άλλων επικονιαστών. Τα φυτοφάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των ζιζανιοκτόνων, μπορούν επίσης να μειώσουν τα φυτά και τα είδη θηραμάτων για τους επικονιαστές. Επιπλέον, ορισμένες έρευνες έχουν δείξει επιβλαβείς, συχνά θανατηφόρες επιδράσεις των εντομοκτόνων στην ικανότητα αναζήτησης τροφής των μελισσών καθώς και στο μέγεθος των αποικιών. Αυτές οι ανησυχίες, έχουν οδηγήσει παγκοσμίως σε περιορισμό των επιτρεπόμενων συστατικών των εντομοκτόνων, και οι έρευνες στον τομέα διαρκώς συνεχίζονται.
Ποια είναι, όμως, η απειλή από τη μείωση των επικονιαστών;
Το πρόβλημα ανακύπτει ιδιαίτερα στην παραγωγή τροφίμων. Επτά από τις δέκα πιο σημαντικές καλλιέργειες στον κόσμο επικονιάζονται μέσω του αέρα (καλαμπόκι, ρύζι, σιτάρι), ενώ και άλλες καλλιέργειες όπως της μπανάνας, του ζαχαροκάλαμου, της πατάτας, των τεύτλων, δεν έχουν ανάγκη επικονιασμού. Ωστόσο, εκτιμάται ότι το 87,5% των ανθοφόρων φυτικών ειδών στον κόσμο επικονιάζονται από ζώα και το 60% των φυτικών ειδών συνολικά χρησιμοποιούν ζωικούς επικονιαστές. Αυτό περιλαμβάνει την πλειονότητα των φρούτων, πολλών λαχανικών, καθώς και ζωοτροφών.
Μια μελέτη του 2015 εξέτασε τις διατροφικές συνέπειες της μείωσης των επικονιαστών. Διερεύνησε το εάν ορισμένοι πληθυσμοί του τρίτου κόσμου θα μπορούσαν στο μέλλον να διατρέχουν πιθανό κίνδυνο υποσιτισμού, υποθέτοντας ότι οι άνθρωποι δεν άλλαξαν τη διατροφή τους ή δεν είχαν πρόσβαση σε συμπληρώματα, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί αξιόπιστα. Σύμφωνα με το μοντέλο τους, το μέγεθος της επίδρασης που είχε η μείωση των επικονιαστών σε έναν πληθυσμό εξαρτάται από την τοπική διατροφή και η βιταμίνη Α είναι το πιο πιθανό θρεπτικό συστατικό που δύναται να παρουσιάσει έλλειψη στο μέλλον, καθώς είναι ήδη ανεπαρκές. Από όσα έχουν ήδη λεχθεί εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μείωση των επικονιαστών, είναι ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας για τα οικοσυστήματα, αλλά και για την παραγωγή τροφίμων, συνεπώς είναι ένα πρέπει να του δοθεί ιδιαίτερη προσοχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- One-third of the food we eat is at risk because the climate crisis is endangering butterflies and bees, CNN, διαθέσιμο εδώ
- Disappearing Pollinators, ento.psu.edu, διαθέσιμο εδώ