Του Τάσου Μοσχονά,
Χωρίς καμία αμφιβολία, η Διδώ Σωτηρίου αποτέλεσε μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες συγγραφείς, με έργο αξιοζήλευτο και βαθιά στοχαστικό. Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, έζησε σε εφηβική ηλικία τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Αργότερα, μεγαλωμένη στην Αθήνα, τάχθηκε στην Αριστερά και στον αντιστασιακό αγώνα, ζώντας μια ζωή σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις που κλόνισαν την Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε μεταγενέστερο επίπεδο στη ζωή της, οι εμπειρίες αυτές και η δημοσιογραφική της ιδιότητα γέννησαν την πένα της, που έχει χαρίσει εμβληματικά έργα στην ελληνική λογοτεχνία. Ταυτόχρονα, την ανέδειξε ως ένα σύμβολο, ένα ίνδαλμα γυναικείας χειραφέτησης, μιας ζωής που σπάει τα στερεότυπα, αγαπά βαθιά, εμπνέει έναν αέρα αλλαγής και αλληλοκατανόησης.
Αυτή τη μεγάλη μορφή έχει ως ίνδαλμα και η συγγραφέας Λένα Διβάνη, που την «ονειρεύτηκε» μέσα στο κάδρο της πανδημίας του κορωνοϊού. Σαν μορφή που εμφανίζεται από το πουθενά, η Διδώ Σωτηρίου «συνομίλησε» με τη συγγραφέα του παρόντος και της έδωσε έναν αέρα ελπίδας, φρεσκάδας, που είναι ικανός να αποτελέσει πυξίδα για το μέλλον. Αυτός ο φανταστικός και άκρως απολαυστικός διάλογος μετατράπηκε, λοιπόν, σε σελίδες και οδήγησε στο Ονειρεύτηκα τη Διδώ, μια υβριδική βιογραφία που κυκλοφόρησε φέτος από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Φυσικά, όπως καθίσταται σαφές, οι δύο προσωπικότητες δεν συναντήθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα, και ο όλος διάλογος δεν αποτελεί παρά αποκύημα της φαντασίας της Λένας Διβάνη. Παρά ταύτα, τούτο δεν έχει την παραμικρή σημασία, αφού τόσο η ιδιότητα της συγγραφέως ως ιστορικού όσο και η έρευνα, οι γνωριμίες της με κοντινά πρόσωπα της Σωτηρίου, αλλά και η μεγάλη αγάπη και ο θαυμασμός της για το έργο της, καθιστούν το βιβλίο μια πραγματική αναγνωστική απόλαυση.
Η έμπειρη πένα της Λένας Διβάνη, οι πλούσιες ιστορικές της γνώσεις, αλλά και η επί χρόνια παρουσία της στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα με την ιδιότητα της καθηγήτριας ιστορίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν μπορούν παρά να επηρεάσουν την αφηγηματική ροή του βιβλίου, που κρίνεται χειμαρρώδης. Η συζήτηση των δύο προσωπικοτήτων που αναδεικνύει βήμα-βήμα και με τρόπο ισορροπημένο πτυχές της προσωπικής ζωής της συγγραφέως, αλλά και του πολιτικού και ιστορικού πλαισίου της εποχής, ίσως ξενίσει ορισμένους αναγνώστες, αφού διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο και με ρυθμό αρκετά γρήγορο (αλλά απόλυτα εύληπτο), περνά από ιστορικό γεγονός σε ιστορικό γεγονός. Παρά ταύτα, η στιχομυθία είναι απολαυστική και διαπερνά χρονικά πλαίσια, σε βαθμό που το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και με ευκολία και από άτομα που δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για τη Διδώ Σωτηρίου ή για την Ιστορία της Ελλάδας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Σκοπός της Λένας Διβάνη φαίνεται να αποτελεί, κυρίως, όχι η αγιοποίηση της Διδώς Σωτηρίου, αλλά η έκφραση ενός βαθύ σεβασμού προς το πρόσωπό της, που έχει επηρεάσει, καθώς φαίνεται, βαθιά τον ψυχισμό της. Ταυτόχρονα, η προφορικότητα και αμεσότητα του διαλόγου, με μια γλώσσα καθημερινή και ανεπιτήδευτη, καλεί εμμέσως τους αναγνώστες νεότερων ηλικιών στην εξερεύνηση τόσο του έργου της Διδώς Σωτηρίου όσο και των πολυάριθμων ιστορικών γεγονότων που παρατίθενται. Η ίδια η Λένα Διβάνη, άλλωστε, με αφορμή την έρευνα του βιβλίου της Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας (2019, Εκδόσεις Πατάκη), ξεψάχνισε την ιστορία της αδερφής της Διδώς, Έλλης Παππά και της σχέσης της με τον αγωνιστή της Αντίστασης και στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκο Μπελογιάννη. Ταυτόχρονα, συναντήθηκε με πρόσωπα κοντινά στη Διδώ, όπως την ανιψιά της, και πολυαγαπημένη συγγραφέα, Άλκη Ζέη, αλλά και τον ανιψιό της, Νίκο Μπελογιάννη, τον οποίο και μεγάλωσε, λαμβάνοντας επιπλέον υλικό και μαρτυρίες για την προσωπικότητά της, τα οποία και τα παραθέτει στη νεκρή συγγραφέα, περιμένοντας με ανυπομονησία τις αντιδράσεις της.
Και οι αντιδράσεις της είναι η αλήθεια πως κρίνονται απολαυστικές. Όντας μια προσωπικότητα εκρηκτική, με πάθη αλλά και βαθιά αγάπη για τους ανθρώπους γύρω της, αλλά και χιούμορ, η Διδώ Σωτηρίου συχνά απαντά και στη συγγραφέα, που την ενημερώνει και για γεγονότα παροντικά, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, με ιδιαίτερο ύφος και υπερασπιστική, ενίοτε, όμως και αναγνωριστική των όποιων λαθών της, διάθεση. Η Λένα Διβάνη ακολουθά, εξετάζοντας αντίστοιχα επιλογές της δικής της ζωής, αλλά και επιλογές του σύγχρονου κόσμου, με τους προβληματισμούς και τις απαιτήσεις του. Κυρίως, όμως, και πέραν του χιούμορ και της όποιας μεταφυσικής διάθεσης, επιδιώκει να αναδείξει το «ταξίδι» της πλούσιας ζωής της.
Και τι ταξίδι ήταν και αυτό. Από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, στον ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Μετά, στην Αθήνα, όπου υιοθετημένη μεγάλωσε με τους θείους της, σε ένα σπιτικό που της έδωσε ευκαιρίες που δεν γνώρισαν οι γονείς της και τα αδέρφια της, αλλά που ταυτόχρονα την κακοποιούσε και της προκαλούσε δυσφορία. Έπειτα, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η πολιτική αφύπνιση, οι γνωριμίες με μεγάλες μορφές της Αριστεράς, η ένταξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα, η τριβή με τα φεμινιστικά κινήματα της εποχής, τα ταξίδια στο εξωτερικό και η δημοσιογραφία. Ο γάμος της με τον Πλάτωνα Σωτηρίου, σύζυγο που της επέτρεψε μια ζωή να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, χωρίς περιορισμούς και κριτικές. Το σκότος του πολέμου, που τη βρήκε στο επίκεντρο του αντιστασιακού αγώνα, τα ζοφερά χρόνια του εμφυλίου, οι απογοητεύσεις και η απομάκρυνση από το Κόμμα. Τα μετεμφυλιακά χρόνια, η συνέχιση του αγώνα, η πλήρης αλλαγή της ζωής της με τη φυλάκιση της αδερφής της, Έλλης Παππά και της εκτέλεσης του συντρόφου της, Νίκου Μπελογιάννη. Ένα παιδί, αυτό της αδερφής της, πια στο σπίτι, και η δημοσιογράφος Διδώ γίνεται σε ώριμη ηλικία συγγραφέας και αποτυπώνει στο χαρτί μυθοπλαστικά αληθινές ιστορίες. Δικές της, όπως στο Οι Νεκροί Περιμένουν, που εξιστορεί την παιδική της ηλικία και αργότερα στο αγαπημένο της Λένας Διβάνη Εντολή των εμφυλιακών χρόνων, αλλά και άλλων, στο εμβληματικό έργο-σταθμός Ματωμένα Χώματα. Σε τελευταίο πλάνο, η Χούντα, με το φόβο της εξορίας, και σε διαρκές πλάνο, προσωπικές απώλειες που της στοίχισαν, αλλά και μεγάλες χαρές.
Η Λένα Διβάνη, παρά το «ελαφρύ» ύφος του βιβλίου, που ενισχύεται από τη συζήτηση και το διάλογο, δεν αποφεύγει τις άσχημες πλευρές της βιογραφίας της Σωτηρίου, αλλά και της ελληνικής Ιστορίας. Χωρίς ωραιοποιήσεις, περνούν από μπροστά μας εποχές φόβου, συστηματικής κρατικής βίας, δολοφονιών και καταπίεσης. Αναδεικνύει, όμως, τη Διδώ ως ένα πρόσωπο μπροστά από την εποχή της. Μια φιγούρα που με αποφασιστικότητα υπερέβαινε τα εμπόδια, παρά τον όποιο φόβο, και που με χιούμορ, ελπίδα, αγάπη και το χαρακτηριστικό της μπερέ και μαύρο ντύσιμο περνούσε τις δεκαετίες και τα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας το δικό της στίγμα στην ιστορία του τόπου. Αυτό το στίγμα, αυτή τη γεμάτη ζωντάνια προσωπικότητα, αναδεικνύει το Ονειρεύτηκα τη Διδώ, και σαν όνειρο αποκαλύπτεται με τρόπο στον αναγνώστη, που καλείται να διατηρήσει αυτήν τη μνήμη, να εντρυφήσει στα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο, και, κυρίως, να χαράξει, χωρίς φόβο, όπως και η Διδώ, τη δική του πορεία με άξονα την ελευθερία.