Του Στέλιου Δουλγέρη,
Είναι γνωστό, αγαπητοί φίλοι, πως οι διηγήσεις, οι μύθοι και οι ιστορίες που δημιουργούν οι λαοί ανά τον κόσμο, πολλές φορές επαναλαμβάνονται. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου δύο πολιτισμοί κατέγραψαν την ίδια ιστορία, με όμοιους χαρακτήρες, και τα ίδια ηθικά διδάγματα. Ελάχιστα στοιχεία είναι που αλλάζουν.
Σ’ αυτές τις ιστορίες ανήκουν και οι διηγήσεις με τις οποίες θα ασχοληθούμε σήμερα: η ομηρική διήγηση της περιπέτειας του Οδυσσέα στο νησί του Κύκλωπα Πολύφημου (μ, 165-566) και η Παλαιοδιαθηκική ιστορία του Δαβίδ που κατατρόπωσε τον γίγαντα Γολιάθ (Α΄ Βασ. 17). Όπως θα δούμε, οι δύο αυτές ιστορίες είναι στην πραγματικότητα όμοιες κι έχουν ακριβώς τα ίδια διδάγματα να μας δώσουν. Ας δούμε όμως εκτενέστερα τις διηγήσεις μας.
Όταν ο Οδυσσέας προσάραξε στο νησί των Κυκλώπων, έσπευσε να εξερευνήσει τον άγνωστο τόπο, παίρνοντας μαζί του δώδεκα συντρόφους του και αρκετό κρασί. Μπαίνοντας σε μια πελώρια σπηλιά, βρήκαν πολλά αρνιά και άφθονο τυρί και τυρόγαλα. Έτσι, ο Οδυσσέας αποφάσισε να ανάψουν φωτιά εκεί, για να ευχαριστήσουν τους θεούς, αφού ήταν πολύ θεοσεβής κι ευγνώμων για τη σωτηρία τους από το νησί των Λωτοφάγων.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε στη σπηλιά ο Κύκλωπας: «Εκεί άνδρας πελώριος κοιμόταν κι έμενε, ο οποίος κοπάδια μόνος του ποίμαινε απόμερα· ούτε κι ανάμεσα σε άλλους σύχναζε, αλλά ζώντας απόμακρα θεσμούς και νόμους αγνοούσε. Ήταν τεράστιος καθώς τον κοίταζες, ούτε και μ’ άνδρα σιτοφάγο έμοιαζε, αλλά μ’ ακραία κορυφή ψηλών βουνών δασώδη, που μόνη ξεχωρίζει από τις άλλες» (ι,187-192). Ο Οδυσσέας τον χαρακτήρισε «άνδρα που τον περιβάλλει δύναμη μεγάλη, άγριο, χωρίς ούτε θεσμούς ούτε νόμους να γνωρίζει» (ι, 214-215).
Με τον ίδιο τρόπο περιγράφεται και ο γιγαντόσωμος Γολιάθ στην Παλαιά Διαθήκη: «Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας μονομάχος πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γαθ, που το ύψος του ήταν έξι πήχες και μια σπιθαμή (δηλαδή σχεδόν τρία μέτρα)» (Α΄ Βασ. 17, 4).
Ο Πολύφημος, «βάρος ασήκωτο στους ώμους έφερνε, ξυλοκορμούς τεράστιους, για να του βρίσκονται στο δείπνο. Και μες στο άντρο βάζοντας χάμω τους πέταξε με πάταγο…» (ι, 233-235). «Έπειτα, τοποθέτησε στην είσοδο, ψηλά ανασηκώνοντας, βράχο πελώριο, ασήκωτο· αυτόν ούτε και καν εικοσιδύο άμαξες ανθεκτικές, τετράκυκλες, δεν θα μετακινούσαν από το έδαφος· τόσο βαρύ, τεράστιο ογκόλιθο στην πόρτα τοποθέτησε…» (ι, 240-243). Τόσο δυνατός ήταν ο Κύκλωπας, που ο Οδυσσέας όσο κι αν ήθελε, δεν επιχείρησε να τον σκοτώσει στον ύπνο του, «γιατί ήταν αδύνατο από πανύψηλη είσοδο με τα δικά μας χέρια πέτρα ασήκωτη ν’ απομακρύνουμε, αυτήν που τοποθέτησε…» (ι, 304-305).
Αντίστοιχης σωματικής αλκής ήταν και ο Γολιάθ: «Φορούσε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του και χάλκινο αλυσιδωτό θώρακα, που το βάρος του ήταν πέντε χιλιάδες σίκλοι χαλκού (δηλαδή πενήντα κιλά περίπου). Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο στους ώμους του. Το ξύλο του δόρατός του ήταν χοντρό σαν το αντί του αργαλειού και η αιχμή του δόρατός του ζύγιζε εξακόσιους σίκλους σίδερο (δηλαδή περίπου έξι κιλά)…» (Α΄ Βασ. 17, 5-7). Τα όπλα του ήταν τόσο βαριά που είχε και υπηρέτη μπροστά του για να του τα κουβαλάει: «…καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ» (Α΄ Βασ. 17, 7).
Ο Οδυσσέας διηγείται πως όταν αντίκρισαν τον Πολύφημο «…από το φόβο μας στο βάθος του άντρου αποσυρθήκαμε…» (ι, 236) «…κομμάτια έγινε η καρδιά μας, καθώς απ’ τη βαριά φωνή τρομάξαμε και το πελώριο σώμα» (ι, 255-256) «…κλαίοντας τα χέρια προς τον Δία υψώσαμε… κι απόγνωση κυρίεψε την ψυχή μας» (ι, 294-295).
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στους ισραηλίτες, όταν ο άγριος και επηρμένος Γολιάθ άρχισε να φωνάζει στον στρατό του Σαούλ: «Ο Γολιάθ σταμάτησε και φώναξε προς τις γραμμές των Ισραηλιτών: ‘‘Γιατί βγήκατε να παραταχθείτε για πόλεμο; Εγώ είμαι ένας Φιλισταίος κι εσείς οι δούλοι του Σαούλ. Διαλέξτε, λοιπόν, απ’ ανάμεσά σας έναν άντρα κι ας έρθει ν’ αναμετρηθεί μαζί μου. Αν καταφέρει να νικήσει και να με σκοτώσει, τότε εμείς θα γίνουμε δούλοι σας. Αν όμως εγώ τον νικήσω και τον σκοτώσω, τότε εσείς θα γίνετε δούλοι μας υποτελείς’’. Και κατέληξε: ‘‘Προκαλώ σήμερα τις ισραηλιτικές γραμμές: Δώστε μου έναν άντρα να μονομαχήσουμε». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου ο Σαούλ και οι Ισραηλίτες τα’ χασαν και πανικοβλήθηκαν», «Σαράντα μέρες ο Γολιάθ προχωρούσε πρωί και βράδυ προς τους Ισραηλίτες και στεκόταν αντίκρυ τους» (Α΄ Βασ. 17, 8-11,16).
Την αυτή εχθρική και υβριστική στάση είχε και ο Πολύφημος απέναντι στους Αχαιούς: αφού χλεύασε τον Οδυσσέα και τους θεούς τους οποίους σεβόταν, τσάκισε στη γη και καταβρόχθισε έξι συνολικά συντρόφους του. «Ανόητος είσαι, ω ξένε (‘‘νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν’’ στο πρωτότυπο!)… που με προτρέπεις τους θεούς εγώ να φοβηθώ ή να υπολογίσω· δεν νοιάζονται οι Κύκλωπες για τον αιγίοχο Δία ούτε και τους μακάριους θεούς, γιατί αλήθεια είμαστε πολύ ανώτεροι. Εγώ δεν θ’ άφηνα απείρακτους, φοβούμενος του Δία την έχθρα, ούτε εσένα ούτε τους συντρόφους σου, αν δεν με πρόσταζε η διάθεση» (ι, 273-278). Στη συνέχεια, έπεσε να κοιμηθεί, περιφρονώντας εντελώς τη δύναμη των Αχαιών. Αντιστοίχως φέρθηκε και την επομένη, δεχόμενος ευχαρίστως το κρασί που του προσέφερε ο Οδυσσέας, χωρίς να του περάσει στιγμή από το μυαλό πως μπορεί να πρόκειται για παγίδα.
Το ίδιο γίνεται και με τον Γολιάθ: απαξιώνει πλήρως την δύναμη των Ισραηλιτών και ασεβεί προς τον Θεό τους: «Μα ποιος είναι λοιπόν, αυτός ο απερίτμητος, που ξευτελίζει έτσι τα στρατεύματα του αληθινού Θεού;» «Εσύ έρχεσαι εναντίον μου με ξίφος, ακόντιο και λόγχη· εγώ όμως έρχομαι εναντίον σου στο όνομα του παντοδύναμου Θεού, του Κυρίου των ισραηλιτικών στρατευμάτων, που εσύ τα ξευτέλισες…» αναφωνεί ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 26, 45). Ο δε Γολιάθ, «όταν… κοίταξε και είδε το Δαβίδ, δεν του έδωσε καμιά σημασία, γιατί δεν είδε παρά ένα παιδί ξανθό, με ωραία εμφάνιση. ‘‘Τί είμαι γω;’’ του είπε. ‘‘Σκυλί είμαι και ήρθες εναντίον μου με ραβδιά και πέτρες;’’ Και ζήτησε ο Φιλισταίος από τους θεούς του την κατάρα τους πάνω στο Δαβίδ» (Α΄ Βασ. 17, 42-44).
Τόσο ο Φιλισταίος όσο και ο Κύκλωπας, υποτίμησαν τα όπλα και τις μεθόδους των μικρόσωμων αντιπάλων τους. Έτσι, ο Πολύφημος κοιμάται μεθυσμένος και τυφλώνεται από τον Οδυσσέα: «‘‘Κύκλωπα, να, πιες κρασί…’’ Έτσι είπα, κι αυτός το δέχτηκε κι ολόκληρο το ήπιε…» «…τρεις φορές λοιπόν του έδωσα, τρεις ήπιε απερίσκεπτα.» (ι, 354,360), ενώ ο Γολιάθ κατατροπώνεται από τα όπλα που ο ίδιος είχε περιφρονήσει: «Άπλωσε (ο Δαβίδ) το χέρι του στο σακούλι, πήρε ένα λιθάρι και το εκσφενδόνισε ενάντια στον Φιλισταίο. Το λιθάρι διαπέρασε την περικεφαλαία, χώθηκε στο μέτωπό του κι εκείνος έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έτσι ο Δαβίδ μ’ ένα λιθάρι και τη σφεντόνα του κατατρόπωσε το Φιλισταίο. Τον χτύπησε και τον σκότωσε, χωρίς να έχει ξίφος στα χέρια του. Έπειτα ο Δαβίδ έτρεξε, στάθηκε πάνω στο Φιλισταίο, του τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του και τον αποτελείωσε, κόβοντάς του το κεφάλι» (Α΄ Βασ. 17, 49-51).
Το δίδαγμα, λοιπόν, των δύο ιστοριών είναι το ίδιο: οι μικρόσωμοι μεν, αλλά θεοσεβείς, ευφυείς και γενναίοι άνδρες, νίκησαν κατά κράτος τους γιγαντόσωμους, αλλά υπερφίαλους και απερίσκεπτους αντιπάλους τους. Οι αξίες και οι αρετές που προβάλλουν και αναδεικνύουν τα δύο κείμενα, είναι σαφείς!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κολιτσάρας, Ιωάννης (1993), Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, τόμος Β΄, Αθήνα: αδελφότης θεολόγων η «Ζωή»
- Συλλογικό έργο (1997), Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Αθήνα: Ελληνική Βιβλική Εταιρεία
- Χατζηγιακουμής, Μανόλης (2017), ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ: Εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Αθήνα: Κέντρον Ερευνών & Εκδόσεων