15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΦορεσιές Μικράς Ασίας: Υφαίνοντας την παράδοση

Φορεσιές Μικράς Ασίας: Υφαίνοντας την παράδοση


Της Μαρίας Κελεπούρη,

Η λαϊκή τέχνη κάθε περιοχής διαφαίνεται και διαδίδεται στον χρόνο μέσα από τα χειροπιαστά δημιουργήματά της. Κεντήματα ή μαγειρικά σκεύη χρησιμεύουν στις καθημερινές εργασίες και, ταυτόχρονα, κοσμούν το σπίτι. Οι παραδοσιακές φορεσιές αποτελούν ένα αμάλγαμα Ιστορίας και Λαογραφίας, οι οποίες καθρεφτίζουν τη νοοτροπία των κατοίκων μιας περιοχής, αλλά και την τέχνη τους. Ο ρουχισμός των παράλιων της Μικράς Ασίας παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, καταθέτοντας μια πλούσια παρακαταθήκη στον ελληνισμό.

Οι ενδυμασίες ακολουθούσαν τις προσταγές των ηθών της εποχής και ανταποκρίνονταν στις καθημερινές απαιτήσεις. Συνδύαζαν, έτσι, τον συντηρητισμό με την κοσμοπολίτικη αύρα, η οποία, προερχόμενη από τη Σμύρνη και τα νησιά του Αιγαίου, αποτυπωνόταν σε κάθε βελονιά. Οι φορεσιές, καθημερινές και γιορτινές, μπορούσαν να ανταποκριθούν σε κάθε περίσταση.

Πηγή Εικόνας: constantinoupoli.com

Οι γυναικείες ενδυμασίες παρουσιάζουν διαφορές, κυρίως επειδή οι γυναίκες που προέρχονταν από ανώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν επιλέξει τον δυτικό τρόπο ντυσίματος, σε σύγκριση με εκείνες που παρέμεναν πιστές στην τοπική τους φορεσιά. Αυτά τα ενδύματα αποτελούνταν από ένα είδος μπλούζας που ονομαζόταν πορκάκι και από το μισοφούστανο. Μια μακριά φούστα που για τις γιορτινές περιστάσεις κατασκευαζόταν από καλό ύφασμα, ίσως και από βελούδο, και στολίζονταν με φραμπαλάδες. Σε άλλες περιοχές, όπως αυτή του Μελιού, οι γυναίκες φορούσαν βράκα, την οποία σταδιακά εγκατέλειψαν για το μεσοφούστανο, ως επιρροή του δυτικού τρόπου ένδυσης.

Απαραίτητο κομμάτι για εκείνες που ασχολούνταν με τις εργασίες του σπιτιού ήταν η μπροστοποδιά, που προστάτευε τη φορεσιά τους από λεκέδες, και το φακιόλι που μάζευε τα μαλλιά τους. Συχνά, το κεφάλι στόλιζαν κεφαλομάντηλα με περίτεχνα και χρωματιστά σχέδια, ενώ στη φορεσιά προστίθενται κοσμήματα, δηλαδή, σειρές από νομίσματα ή βραχιόλια. Το πόσο διακοσμημένες ήταν οι φορεσιές με κεντήματα (τοκμέδες) και κρόσσια ή από τι υλικό ήταν κατασκευασμένες, φανέρωνε την κοινωνική θέση της κοπέλας ή ακόμη και την ηλικία της, εφόσον σε κάποιες περιοχές οι ανύπαντρες γυναίκες συνήθιζαν να πλέκουν τα μαλλιά τους κοτσίδα. Όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία αφορούσαν και τους άντρες. Φυσικά, η διαφορά ανάμεσα στην εμφάνιση ενός προύχοντα και ενός βοσκού καθίστατο παραπάνω από προφανής.

Η ανδρική ενδυμασία (σαλβάρι ή σαρβάρι) λέγεται πως είχε μεγάλο κόστος, με αποτέλεσμα να μπορεί να ράψει κανείς περίπου δύο τέτοιου είδους ενδύματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αποτελούνταν από επτά βασικά κομμάτια, τα οποία κοσμούνταν με διάφορες λεπτομέρειες, όπως κουμπιά. Η βράκα είχε συνήθως σκούρο χρώμα, ενώ το μήκος της σηματοδοτούσε την ηλικία του άντρα. Το ύφασμά της διέφερε ανάλογα με το πού επρόκειτο να φορεθούν. Για παράδειγμα, οι γυναίκες έφτιαχναν βράκες με αργαλειό, όταν αυτές προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για καθημερινές εργασίες, και από τσόχα για επίσημες περιστάσεις.

Στην αριστερή πλευρά ο Αναστάσιος Καραγκιόζης, ο Συμεωνίδης Ανδρέας και ο Ασλανίδης Λεωνίδας, απόγονοι των οικογενειών που ίδρυσαν το Ταστσί, το 1833. Φωτογραφία: diasporic.org/karmanlidika.gr

Το πουκάμισο ήταν άσπρο και τις περισσότερες φορές φτιαγμένο από λινό. Συχνά, τα μανίκια ήταν φουσκωτά, ίσως ως διακοσμητικό στοιχείο, και ο γιακάς όρθιος, με εξαιρέσεις, φυσικά, ανάμεσα στις γειτονικές περιοχές. Οι άντρες στη μέση τους τοποθετούσαν το ζουνάρι. Ένα μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα, οι τύποι και το χρώμα του οποίου διαφοροποιούνταν από περιοχή σε περιοχή, όμως, ο τρόπος δεσίματός του σηματοδοτούσε τη λεβεντιά αυτού που το φορούσε. Μετά το πουκάμισο και το ζουνάρι, ακολουθούσε το τσόχινο γιλέκο, το οποίο κούμπωνε σταυρωτά και πάνω του μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο τσέπες, δεξιά και αριστερά, τις λεγόμενες πουζούδες.

Η φορεσιά ολοκληρωνόταν με το χαρακτηριστικό κόκκινο φέσι με τη μαύρη φούντα, το οποίο, αργότερα, έδωσε τη θέση του στο μυτιληνιό ή αϊβαλιώτικο, έναν σκούφο σε μαύρο χρώμα ή στο καμπανί που προτιμούσαν οι βοσκοί στην ύπαιθρο. Επίσης, οι κάλτσες ήταν μάλλινες για τον χειμώνα, αλλά και κάποιες μεταξωτές, ενώ τις σταθεροποιούσαν οι καλτσοδέτες. Τα υποδήματα ποίκιλαν, όμως, τα πιο συνηθισμένα ήταν τα γεμενιά.

Οι φορεσιές, γυναικείες ή αντρικές, συνοδεύονταν κι από άλλα εξαρτήματα, τα οποία είτε προστάτευαν από τις καιρικές συνθήκες, όπως το πανωφόρι ή κιουπενέκι για τους βοσκούς και το παρασόλι για τον ήλιο, είτε λειτουργούσαν ως στολισμός των βασικών κομματιών της ενδυμασίας. Η κατασκευή τους απαιτούσε χρόνο και κόπο, εφόσον τα υλικά είτε δεν ήταν διαθέσιμα σε όλους είτε χρειάζονταν επεξεργασία. Η δημιουργία, ωστόσο, των φορεσιών δεν αποτελούσε μόνο ανάγκη για την καθημερινότητα των κατοίκων, αλλά και μέσο τήρησης και διάδοσης της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και των παραδοσιακών πρακτικών. Έτσι, ο αναγκαίος κόπος τους στολίζει σήμερα μουσεία και συλλόγους που με τον δικό τους τρόπο υπηρετούν τη Λαογραφία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Η ελληνική λαϊκή φορεσιά της Μικράς Ασίας- Ερυθραίας, constantinoupoli.com, διαθέσιμο εδώ.
  • Δίκτυο Mikrasiatis.gr, mikrasiatis.gr, διαθέσιμο εδώ.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Κελεπούρη
Μαρία Κελεπούρη
Γεννήθηκε το 1999 στην Ιτέα Καρδίτσας, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με κατεύθυνση Νεοελληνικών και Μεσαιωνικών σπουδών. Έχει συμμετάσχει σε διαγωνισμό διηγήματος, καταλαμβάνοντας την δεύτερη θέση, ενώ έχει παρακολουθήσει ένα σεμινάριο σχετικά με την ΔΕΠΥ. Είναι μέλος σε σύλλογο παραδοσιακών χορών, ενώ παράλληλα στα ενδιαφέροντά της συμπεριλαμβάνονται η ανάγνωση βιβλίων, η συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων και η αρθρογραφία.