Της Μαρίας Κελεπούρη,
Με αντικείμενο την ιστορική εξέλιξη της διακοσμητικής τέχνης, ο Ιωάννης Τσούμας στη διδακτορική του διατριβή Η ιστορία των διακοσμητικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη και την Αμερική, που διατίθεται από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, ακολουθεί αυτή τη διαδρομή και επιτελεί μια συστηματική έρευνα σε δυσεύρετες πηγές, προκειμένου να στηρίξει εμπεριστατωμένα το εγχείρημά του.
Ο Ιωάννης Τσούμας αποφοίτησε από το Harrow College of Higher Education, αποκτώντας το Bachelor of Arts: 3D Design. Στη συνέχεια, την απόκτηση του Master of Arts από το Middlesex University του Λονδίνου, διαδέχθηκε ο τίτλος του Διδάκτορα στο πεδίο της Ιστορίας της Τέχνης, που του απονεμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας, ενώ σε καλλιτεχνικό επίπεδο έχει παρουσιάσει τριάντα ατομικές και ομαδικές εικαστικές εκθέσεις.
Με αυτό το βιβλίο διασαφηνίζει ή συστήνει, σε όσους δεν γνωρίζουν, έννοιες, όπως το Ντιζάιν, εισάγοντας τον αναγνώστη στον καλλιτεχνικό κόσμο όχι μόνο υπό το αισθητικό, αλλά και υπό το λειτουργικό του πρίσμα. Οι καλλιτεχνικές τάσεις ερμηνεύονται με βάση την ιδεολογία που φέρουν, την ιστορικότητά τους, αλλά και αναφορικά με τον τρόπο ένταξής τους στον κοινωνικό ιστό. Έτσι, το θεωρητικό υπόβαθρο λειτουργεί ως άυλη βάση, πάνω στην οποία θα στηριχτούν τα υλικά για να δημιουργήσουν οποιοδήποτε καλλιτέχνημα.
Αν, λοιπόν, μπορεί να εντοπιστεί κάποιο κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα στις εποχές και τα διαφορετικά καλλιτεχνικά κινήματα, αυτό είναι αναμφισβήτητα η προϋπόθεση ύπαρξης θεωρίας για τη μετάβαση στην πράξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αρχαίες φιλοσοφίες που άσκησαν επιρροή στη διαμόρφωση καινοτόμων προτύπων και, έπειτα, την υιοθέτηση νέων αισθητικών τάσεων που αυτά τα πρότυπα αντιπροσώπευαν.
Η χειροτεχνία, μας ενημερώνει ο Τσούμας, υπήρξε ο πρόδρομος του Ντιζάιν, ενώ ο βιομηχανικός σχεδιασμός είχε ως αφετηρία του τη βιομηχανοποίηση της κεραμικής τέχνης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει τις ευρωπαϊκές σχολές σχεδιασμού, διατρέχοντας στα μεγαλύτερα πολιτισμικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου και, παράλληλα, καταθέτει τις παρατηρήσεις του για τις εμπορικές δομές και τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους με τις κοινωνικές συνθήκες. Σαφώς, και οι δύο εντάσσονται σε μια ιστορική σφαίρα, η οποία κάποιες φορές δύναται να ανακατευθυνθεί από γεγονότα που έχουν παγκόσμιο αντίκτυπο. Φυσικά, η Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξε ορόσημο τόσο για μια ιδεολογική ανοικοδόμηση όσο και για την εισαγωγή νέων μεθόδων και θεωριών.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την περίοδο πριν από τον Μοντερνισμό, ο Τσούμας στρέφει το ενδιαφέρον και δείχνει καθαρά πως θα τον απασχολήσουν η αισθητική, οι τεχνικές και η λειτουργία τους. Σε αυτές τις έννοιες, επομένως, δομεί τη μελέτη του, αξιοποιώντας τις εξελίξεις ανά τις ιστορικές εποχές, όπως, παραδείγματος χάριν, τη Βικτωριανή περίοδο, αλλά και τα επιτεύγματα ή τη συμβολή των εκπροσώπων τους. Με αυτόν τον τρόπο, ανατέμνει την παραγωγή στην κατασκευαστική, αισθητική και οργανωτική πτυχή της.
Σημαντικό μέρος της διατριβής του κατέχει και η αρχιτεκτονική. Οι περιγραφικές αναφορές στον τρόπο ανοικοδόμησης εργοστασίων και βιομηχανικών κτιρίων όχι μόνο αποδεικνύουν τις σφαιρικές, πλην εξειδικευμένες, γνώσεις του συγγραφέα, αλλά, ακόμη, προσφέρουν συγκεντρωμένες πληροφορίες, που μπορούν να λειτουργήσουν ως εφόδιο για έναν δυνάμει μελετητή ή λάτρη της Τέχνης.
Από τα ιστορικιστικά μοντέλα ως την Αρ Νουβώ, η παρούσα έρευνα διανύει μια απόσταση αιώνων, κατορθώνοντας να παρουσιάσει τα επιτεύγματά της με συνοχή και ευκρινή σκοπιά. Είναι σημαντικό να μην παραληφθεί πως το βιβλίο διανθίζεται με σχέδια και εικαστικά αντικείμενα, η συμπερίληψη των οποίων προσφέρει εύστοχα μια κατατοπιστικότερη αντίληψη των πραγμάτων στον μη ειδήμονα αναγνώστη.