Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Τον τελευταίο χρόνο επισκέφθηκα, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που στεγάζεται, από το 2016, στο βιομηχανικό κτίριο του Τάκη Ζενέτου στο Φιξ. Η συλλογή του αριθμεί πάνω από 1.000 έργα, τα οποία καλύπτουν τομείς, όπως «ζωγραφική και τρισδιάστατα αντικείμενα», «φωτογραφία και νέα μέσα», «αρχιτεκτονική και βιομηχανικός σχεδιασμός». Στις αίθουσες της μόνιμης συλλογής παρουσιάζονται 172 έργα 78 Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών με τρεις κατευθύνσεις: «Αναφορές μνήμης – Διεκδικήσεις – Πολιτικές αφηγήσεις», «Όρια και διελεύσεις» και «Ετεροτοπίες – Μυθολογίες του οικείου – Νέες προοπτικές» (LIFO, 2020).
Αλλά και την Εθνική Πινακοθήκη στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου η πρόσφατη εκδοχή της – ένα υπερσύγχρονο, πλήρως ανακαινισμένο κτίριο, που άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 2021 και φιλοξενεί περισσότερα από 1.000 έργα (SNF, 2021). Στον πρώτο όροφο της Πινακοθήκης υπάρχουν δύο μεγάλες ενότητες, μία με έργα ζωγραφικής με θέμα τον αγώνα της Ανεξαρτησίας και ήρωες της Επανάστασης του 1821 και μία με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα (LIFO, 2021). Ανεβαίνοντας προς τον δεύτερο όροφο, αναδύονται γεμάτα χρώματα και αισιοδοξία πρώτα έργα των Ελλήνων μοντερνιστών και στον τρίτο όροφο μπορεί κανείς να δει την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης από τους μοντέρνους πίνακες έως τα installations (travel, 2021).
Μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ και την Εθνική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης του Ζάγκρεμπ, που περιέχει την πιο σημαντική και ολοκληρωμένη συλλογή από πίνακες, γλυπτά και σχέδια Κροατών καλλιτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα. Η συλλογή αριθμεί περίπου 10.000 έργα τέχνης, που στεγάζονται από το 1934 στο ιστορικό παλάτι Vranyczany στο κέντρο του Ζάγκρεμπ, με θέα στο πάρκο Zrinjevac.
Τέλος, επισκέφτηκα το Μουσείο Μεσαιωνικής και Μοντέρνας Τέχνης, όπου φιλοξενεί έργα της βενετσιάνικης ζωγραφικής και γλυπτικής από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. Μεταξύ των πιο σημαντικών κληροδοτημάτων είναι η συλλογή Emo Capodilista, η οποία έγινε μέρος των αστικών συλλογών το 1864 και περιλαμβάνει πάνω από 540 πίνακες, συμπεριλαμβανομένων έργων των Giovanni Bellini, Giorgione, Tiziano και άλλων Ενετών καλλιτεχνών και ξένων σχολών, ιδιαίτερα Φλαμανδών και Ολλανδών (padovamusei επίσημη ιστοσελίδα). Μετά από όλα αυτά τα οπτικά ερεθίσματα, το φετινό καλοκαίρι με απασχολεί έντονα ένας άγνωστος κλάδος για μένα, αυτός της Τέχνης και ιδιαίτερα της Αναγέννησης, εκείνης της πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης που εμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 14ου, καθώς στη διάρκειά της εκφράστηκαν νέες ιδέες, οι οποίες επηρέασαν τις πτυχές της οικονομίας και της κοινωνίας.
Στο βιβλίο Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης –που χωρίζεται σε 4 τόμους–, ο Arnold Hauser υπογραμμίζει ότι η Τέχνη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ιστορία της Τέχνης δεν είναι μόνο η χάραξη νοητών γραμμών που ενώνουν σημεία της οικονομίας με σημεία της Τέχνης, αλλά μπορεί να οριστεί ως η παρακολούθηση των διαδικασιών, που, τελικά, παίρνουν μορφή στο έργο τέχνης, μέσα σε όλους τους χώρους που αυτές διατρέχουν, και προπαντός στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας και της ιδεολογίας (από το οπισθόφυλλο).
Στον δεύτερο τόμο Αναγέννηση, Μανιερισμός, Μπαρόκ, ο Χάουζερ Άρνολντ τονίζει τη ρευστότητα της έννοιας της Αναγέννησης και την αυθαίρετη διάκριση της με την εποχή μας. Συνήθως, το φως της σύγχρονης εποχής μας αντιπαραβάλλεται με το σκοτάδι του Μεσαίωνα, ενώ αναφέρεται έντονα ο σύνδεσμος της Αναγέννησης με την ιδεολογία του Διαφωτισμού. Όμως, ο συγγραφέας αναφέρει ότι η αντίληψη της Αναγέννησης, ως η απαρχή μιας εξέλιξης που διασφαλίζει την ιδέα της ελευθερίας και της λογικής, προέρχεται από τους Διαφωτιστές που ήθελαν να αποκοπούν από τον Μεσαίωνα και να αναδείξουν τη συγγένειά τους με την Αναγέννηση. Με άλλα λόγια, η αισθησιοκρατική αντίληψη για την Αναγέννηση βασίζεται περισσότερο στη ψυχολογία του 19ου αιώνα παρά σε εκείνη της ίδιας της Αναγέννησης. Έτσι, τα χαρακτηριστικά της ατομικιστικής-φιλελεύθερης και της αισθητηριακής αντίληψης για την Αναγέννηση μονάχα κατά ένα μέρος ταιριάζουν στην πραγματική Αναγέννηση και σχεδόν το ίδιο ταιριάζουν σε αυτήν, όσο και στον όψιμο Μεσαίωνα.
Η Τέχνη φαίνεται να συνδέεται με τις οικονομικές ιδεολογίες, καθώς η Ιταλία προσλαμβάνει τον κλασικισμό της Αναγέννησης, ακριβώς όπως με τον οικονομικό της ορθολογισμό προσλαμβάνει και την καπιταλιστική ανάπτυξη της Δύσης. Η πρώιμη Αναγέννηση είναι ιταλικό κίνημα, ενώ η προχωρημένη Αναγέννηση και ο Μανιερισμός είναι καθολικά ευρωπαϊκά κινήματα. Δεν εμφανίζεται, δηλαδή, τυχαία ο νέος καλλιτεχνικός πολιτισμός στην ιταλική σκηνή. Ήδη από τον 11ο αιώνα ξεπροβάλλουν μικρές ναυτικές δημοκρατίες (Βενετία, Πίζα κ.ά.), οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τους φεουδαλικούς άρχοντες των γύρω περιοχών και τους επόμενους αιώνες ιδρύονται και άλλες ελεύθερες κοινότητες (Μιλάνο, Φλωρεντία κ.ά.). Γύρω στο 1200, η ανώτερη μεσαία τάξη ήδη κατέχει την εξουσία, που την ασκεί με τη μεσολάβηση των αρχηγών των συντεχνιών. Η εξουσία των συντεχνιών βασίζεται στη δικτατορία της καπιταλιστικής μεσαίας τάξης που είναι ενωμένη στις εφτά μεγαλύτερες συντεχνίες. Ο 14ος αιώνας είναι γεμάτος από ταξικούς αγώνες ανάμεσα στη μεσαία τάξη που ελέγχει τις συντεχνίες και στους εργάτες που έχουν πεταχτεί έξω από αυτές. Η οικονομική άνθιση της εποχής είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα της καταπίεσης αυτής της εργατικής τάξης και φτάνει στο απόγειό της γύρω στο 1328-1838, μετά ακολουθεί χρεοκοπία που οδηγεί σε σοβαρή οικονομική κρίση και γενική στασιμότητα.
Η αρχική δομή του καπιταλισμού έχει υποστεί μερικές θεμελιακές αλλαγές στην Ιταλία κατά τον 13ο-14ο αιώνα. Στη θέση της πρωτόγονης πάλης για κέρδος έρχεται στο προσκήνιο η ιδέα της πλεονεκτικότητας, του προϋπολογισμού και του σχεδιασμού, ενώ ο ορθολογισμός, που ήταν λίγο πολύ κυρίαρχο γνώρισμα της οικονομίας του κέρδους ευθύς από την αρχή, τώρα έγινε απόλυτος. Τίποτα δεν εκφράζει την οικονομική φιλοσοφία της νέας αυτής εποχής πιο ξεκάθαρα από την υλιστική, ακριβώς, αυτή προσέγγιση, που εκτιμά τον άνθρωπο ανάλογα με την απόδοσή του και την παραγωγή ανάλογα με την αξία της σε χρήμα –τον μισθό–, που μετατρέπει τον εργάτη σε απλό κρίκο μέσα σε ένα περίπλοκο σύστημα επενδύσεων κι οικονομικής απόδοσης, κινδύνων κέρδους ή ζημίας, ενεργητικού και παθητικού. Το πιο σημαντικό στοιχείο του ορθολογισμού εκείνης της εποχής είναι ότι το κατά βάση χειρωνακτικό προϊόν της προγενέστερης οικονομίας των πόλεων λίγο πολύ εμπορευματοποιείται ολότελα.
Το καπιταλιστικό πνεύμα της Αναγέννησης συνίσταται στο κίνητρο του κέρδους και στις λεγόμενες «αρετές της μεσαίας τάξης», την πλεονεξία και τη φιλοπονία, τη λιτότητα και εϋποληψία. Τον 15ο αιώνα, η ζωή της αστικής τάξη παίρνει ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Η μεσαία τάξη παλεύει με αληθινά όπλα εναντία της εχθρικής αριστοκρατίας, όμως, όταν οι συγκρούσεις φτάνουν σε μερική στασιμότητα και η ασφαλέστερη οργάνωση της διακίνησης αγαθών επιτρέπει και απαιτεί πιο συστηματική και πιο εντατική ανάπτυξη της παραγωγής, τα ρομαντικά γνωρίσματα εξαφανίζονται από τον χαρακτήρα του αστού, που υποβάλλει την ύπαρξή του σε ένα λογικό και μεθοδικό σχέδιο και, τελικά, ενδίδει σε όλο και πιο μεγάλη ευχαρίστηση στα ιδεώδη της σχόλης και της όμορφης ζωής. Έτσι, η κοινωνία της αυλής και της μεσαίας τάξης συναντιόνται μεσοδρομίς, όπου, από τη μία, οι ηγεμόνες γίνονται όλο και περισσότερο προοδευτικοί και αποδεικνύεται στις πολιτισμικές τους προτιμήσεις, ενώ η μεσαία τάξη γίνεται όλο και πιο συντηρητική, ευνοώντας μια Τέχνη που επιχειρεί μια επιστροφή στα αυλικο-ιπποτικά, γοτθικό-πνευματικοκρατικά ιδεώδη του Μεσαίωνα.
Όλα τα παραπάνω συμπληρώνονται από τις σελίδες των τόμων από τη σειρά Ιστορία της Τέχνης από τις Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, όπου, πέρα από το πλούσιο εικονογραφικό υλικό, υπάρχει και επιλεγμένος σχολιασμός για τις καλλιτεχνικές τάσεις, τους εκπροσώπους της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τους τόπους που αποτέλεσαν το επίκεντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
Κλείνοντας, οι τέχνες, είτε αναφερόμαστε στη λογοτεχνία και τη μουσική είτε στη γλυπτική και τη ζωγραφική, είναι αλληλένδετες με τις επιστήμες και για μια καλύτερη κατανόηση του ανθρώπινου κόσμου οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε και τις δύο. Οι τέχνες συνδέονται με την καθημερινή ζωή, έτσι η Μπρίνια (2015) υπογραμμίζει την αξία να συνδεθεί το μάθημα με την κοινωνία και την πραγματική ζωή και, συγκεκριμένα, να αξιοποιηθεί η Τέχνη στη διδασκαλία των οικονομικών επιστημών στο σχολείο, καθώς ενισχύεται η πολιτιστική συνείδηση των μαθητών, μιας που από ένα έργο τέχνης μπορούν να αντληθούν και να αποκαλυφτούν κοινωνικές αξίες, ιστορικά δεδομένα, καθώς και πολιτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις της κοινωνίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπήκαμε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Εντυπωσιακές εικόνες από την έκθεση, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μέσα στη νέα Εθνική Πινακοθήκη, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Συνέδριο για τις επιστήμες της εκπαίδευσης «Θέλουμε ένα σχολείο για την κοινωνία», economics.edu.gr, διαθέσιμο εδώ
- Musei di Padova, elementi di un racconto unico, padovamusei.it, διαθέσιμο εδώ
- Πτέρυγα ΙΣΝ στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, snf.org, διαθέσιμο εδώ
- Μέσα στη νέα Εθνική Πινακοθήκη, travel.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ιστορία της Τέχνης 14ος-20ς αιώνας: Οι λέξεις Κλειδιά, Οι Τόποι, Οι Πρωταγωνιστές (12 τόμοι), Συλλογικό (2008), Εκδόσεις Τόπος
- Κοινωνική ιστορία της τέχνης (4 τόμοι), Χάουζερ, Α. (1989), Εκδόσεις Κάλβος