Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Σύμφωνα με το Ποινικό Δίκαιο που ισχύει στην Ελλάδα, όποιος κατηγορείται για μια παράνομη πράξη (κατάφαση κατ’ αρχήν αδίκου της πράξης), θα καταδικαστεί με την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή είναι και τελικά άδικη, αφού πρώτα ερευνηθεί διαδοχικά, μήπως συντρέχει κάποιος από τους λόγους άρσης του αδίκου.
Οι λόγοι άρσης του αδίκου δικαιολογούν κατ’ εξαίρεση την προσβολή του εννόμου αγαθού και, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι στην Ελλάδα το έγκλημα προσδιορίζεται αντικειμενικά, είναι απαραίτητο οι προϋποθέσεις τους να είναι αντικειμενικές, αν και υποστηρίζεται και το αντίθετο, δηλαδή να είναι υποκειμενικές, όπως ο σκοπός υπεράσπισης στην άμυνα.
Σχετικά με την άμυνα (22 ΠΚ), με σκοπό να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας λόγω αυτής, θα πρέπει να υπάρχει κατάσταση άμυνας που προϋποθέτει επίθεση άδικη και παρούσα. Αναφορικά με την επίθεση, αποτελεί μια ανθρώπινη, εκούσια και εξωτερική συμπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη, εναντίον ατομικών εννόμων αγαθών και εναντίον αγαθών του αμυνόμενου ή τρίτου. Είναι αυτονόητο, ότι η επίθεση πρέπει να μην καλύπτεται από κάποιο λόγο άρσης του αδίκου, να είναι, δηλαδή, τελικά άδικη. Για να είναι παρούσα, χρειάζεται να έχει γίνει αρχή εκτέλεσης και να μην έχει ολοκληρωθεί αμετάκλητα η προσβολή.
Όσον αφορά την αμυντική πράξη, θα πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορη για την απόκρουση της επίθεσης και να αντιπροσβάλλει έννομο αγαθό του επιτιθέμενου και όχι τρίτου, εκτός αν αυτό το αγαθό αποτελεί το μέσο της επίθεσης ή το φορά ο επιτιθέμενος. Επίσης, η αμυντική πράξη χρειάζεται να μην είναι απόλυτα (24 ΠΚ) ή σχετικά απαγορευμένη (άρ. 2 ΕΣΔΑ). Αυτό που περιορίζει το αναγκαίο της αμυντικής πράξης είναι οι λεγόμενοι κοινωνικοηθικοί περιορισμοί που περιλαμβάνουν επίθεση από ακαταλόγιστο, επίθεση που προκλήθηκε υπαίτια, αλλά όχι προσχηματικά, παρουσία αρχής και στενοί κοινωνικοί δεσμοί. Τέλος, το αναγκαίο μέτρο αμυντικής πράξης απαιτεί την ελαφρύτερη αντιπροσβολή από τις εξίσου αποτελεσματικές και αν ο επιτιθέμενος αντιπροσβληθεί περισσότερο από όσο χρειάζεται, τότε έχουμε υπέρβαση άμυνας που υπάγεται στο άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα, οπότε η πράξη είναι, τελικά, άδικη.
Ο δεύτερος λόγος άρσης του αδίκου είναι η κατάσταση ανάγκης που αναγράφεται στο άρθρο 25 του Ποινικού Κώδικα. Βασική προϋπόθεσή της είναι να υπάρχει κίνδυνος από οποιαδήποτε πηγή, όχι μόνο ανθρώπινη, αλλά και από άλλες δυνάμεις, εναντίον ατομικών εννόμων αγαθών του δράστη ή τρίτων. Με λίγα λόγια, κίνδυνος είναι η κατάσταση, όταν, από οποιαδήποτε δύναμη, έχουν συμβεί οι αιτιακοί όροι που προκαλούν βλάβη στα παραπάνω έννομα αγαθά. Ο κίνδυνος, βέβαια, πρέπει να είναι παρών και αναπότρεπτος. Παρών αρχίζει να είναι, όταν έχουν πραγματοποιηθούν οι αιτιακοί όροι και δεν έχει ολοκληρωθεί ή ανακοπεί η βλάβη. Αναπότρεπτος, από την άλλη, είναι ο κίνδυνος, όταν είναι αδύνατον να αποτραπεί χωρίς την τέλεση αρχικά άδικης πράξης.
Διασωστική πράξη είναι η προσβολή εννόμων αγαθών τρίτου, όχι του δράστη, ούτε του φορέα του αγαθού που κινδυνεύει και εφόσον είναι πρόσφορη για διάσωση, να μην είναι, δηλαδή, αντικειμενικά αδύνατη (να απαγορεύεται ή να μην είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή των αγαθών που κινδυνεύουν). Στον αντίποδα, αν ο φορέας του θυσιαζόμενου και του σωζόμενου αγαθού ταυτίζονται, αν και οι απόψεις διίστανται, ορθότερο είναι να εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 25 ΠΚ. Βέβαια, δεν επιτρέπεται η διασωστική πράξη, όταν ο κίνδυνος προκλήθηκε από υπαιτιότητα του δράστη, αν πρόκειται για περιπτώσεις όπου ο δράστης έχει καθήκον να εκτεθεί ή αν ο κίνδυνος οφείλεται σε υπαιτιότητα του δράστη. Εδώ, εφαρμόζεται αναλογικά το 24 ΠΚ.
Ένας ακόμη λόγος άρσης του αδίκου είναι η προσταγή (21 ΠΚ), που λαμβάνει χώρα μόνο στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας που ασκεί κρατική εξουσία. Περιλαμβάνει την εκτέλεση διαταγής, η οποία πρέπει να είναι αφενός τυπικά νόμιμη, δηλαδή να αποτελεί αρμοδιότητα τόσο του προστάξαντος όσο και του προστασσόμενου και να έχει περιβληθεί τον νόμιμο τύπο, αν απαιτείται, και ο υπάλληλος, μάλιστα, οφείλει πάντοτε να ελέγχει την τυπική νομιμότητα της διαταγής. Αφετέρου, χρειάζεται να είναι και ουσιαστικά παράνομη, δηλαδή να τυποποιείται ως αρχικά άδικη πράξη, να μην συντρέχει άλλος λόγος άρσης του αδίκου και να υπάρχει υποχρέωση εκτέλεσης, με την έννοια ότι ο υπάλληλος να μην υποχρεούται να ελέγξει την ουσιαστική νομιμότητα της προσταγής. Τέτοια υποχρέωση, όμως, δεν υπάρχει, αν η διαταγή είναι αντισυνταγματική, αν αποκλείεται ρητά η εφαρμογή του άρ. 21 ΠΚ και αν είναι προφανώς παράνομη για αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Από την άλλη, δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί η αναφορά στο 20 ΠΚ, όπου για να αρθεί το άδικο, θα πρέπει να υπάρχει διάταξη κανόνα δικαίου που να θεμελιώνει νόμιμο δικαίωμα ή να ορίζει νόμιμο καθήκον, σχετικά με τη διάταξη αυτή. Η συγκεκριμένη διάταξη, μάλιστα, λειτουργεί επικουρικά, αφού προϋποθέτει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί κάποιος λόγος άρσης του αδίκου.
Εθιμικά, το άδικο μιας καταρχήν άδικης πράξης αίρεται, όταν κάποιος έχει δύο καθήκοντα και αναγκαστικά η εκπλήρωση του ενός προϋποθέτει την παραβίαση του άλλου. Αυτό το δίλημμα λέγεται σύγκρουση καθηκόντων. Σε αυτή την περίπτωση, εάν συγκρούεται ένα ηθικό έναντι νομικού καθήκοντος, ορθότερο είναι να προτιμάται το δεύτερο, αν δε είναι και τα δύο νομικά, τότε επιλέγεται το σημαντικότερο. Όταν έχουμε, όμως, τραγικό ηθικό δίλημμα, δηλαδή διλήμματα που αφορούν ανθρώπινες ζωές, σωστό είναι να μην επιλέξει ο δράστης τον ρόλο της καταστροφικής μοίρας.
Ας εστιάσουμε, τώρα, στη συναίνεση του παθόντος, που αποτελεί ειδικό λόγο άρσης του αδίκου. Αυτή προϋποθέτει σύμφωνη βούληση του φορέα του εννόμου αγαθού και προσβολή δεκτικής συναίνεσης. Όταν τελείται η άδικη πράξη και υπάρχει εξωτερικευμένη και ελαττωμένη σύμφωνη βούληση του φορέα του προσβαλλόμενου αγαθού, έχουμε συναίνεση. Από την άλλη, όταν έχουμε έγκλημα που προσβάλλει έννομο αγαθό του φορέα και η προσβολή αυτή δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη, έχουμε προσβολή δεκτικής συναίνεσης. Το αντίθετο της συναίνεσης είναι η συγκατάθεση, που νοείται ως η σύμφωνη βούληση του φορέα του εννόμου αγαθού, όταν γίνονται εγκλήματα όπου τυποποιείται στην αντικειμενική υπόστασή τους η ύπαρξη αντίθετης βούλησης του φορέα.
Συμπερασματικά, εάν σε μια καταρχήν άδικη πράξη συντρέχει κάποιος από τους παραπάνω λόγους άρσης του αδίκου, τότε δεν είναι και τελικά άδικη, άρα σταματάει η περαιτέρω εξέταση, εκτός και αν δεν συντρέχει, οπότε η πράξη είναι και τελικά άδικη. Άρα, συνειδητοποιούμε πως το Ποινικό Δίκαιο, πέρα από τον βασικό σκοπό του που είναι η προστασία των εννόμων αγαθών μέσα από κυρωτικούς κανόνες, έχει και άλλους στόχους, όπως η προστασία του πολίτη από την καταχρηστική άσκησή του και το πετυχαίνει αυτό μέσα από τη δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπέκας Γιάννης, Πρακτική διδασκαλία Ποινικού Δικαίου, Α. Γενικό Μέρος, Εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα, 2005
- Άδικη πράξη (Λόγοι άρσης του αδίκου), διαθέσιμο εδώ
- Πότε η πράξη του κατηγορουμένου δεν είναι τελικά άδικη? Οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα του εγκλήματος, διαθέσιμο εδώ