Του Κώστα Νωτούδα,
Χωρίς αμφιβολία, ο πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν σκληρός. Οι κομματικές παρατάξεις προκαλούσαν μια ακραιφνή πόλωση, προκειμένου να συσπειρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την κομματική τους βάση και να προσπαθήσουν να προσηλυτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους από διαφορετικές κομματικές οικογένειες. Τα φαινόμενο της πόλωσης εντάθηκε ακόμη περισσότερο την περίοδο των μνημονίων, όπου η εν λόγω τακτική ήταν αρκετή για να αυξήσει τα εκλογικά τους ποσοστά. Από το 2019, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει να επανέρχεται στην προμνημονιακή περίοδο με δύο μεγάλα κόμματα να κυριαρχούν σε ένα μοντέλο καχεκτικού δικομματισμού. Ωστόσο, οι παθογένειες του παρελθόντος δεν έχουν ξεπεραστεί, με την πόλωση να αυξάνεται όσο πλησιάζουμε στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση.
Τα δύο μεγάλα κόμματα αλληλοκατηγορούνται για ακραία ρητορική, εγκαλούν το ένα το άλλο για την παρακμή της πολιτικής ζωής, αλλά στο τέλος της ημέρας κερδίζουν αμφότεροι, καθώς παρουσιάζουν μεγάλη συσπείρωση της εκλογικής τους βάσης και αύξηση των ποσοστών τους. Το κυβερνών κόμμα έχει κατορθώσει να σταματήσει τη φθορά του και να μεγαλώσει τα ποσοστά του μέσα στον Ιούλιο, ελπίζοντας πως, αν συνεχιστεί η αύξηση, δεν θα κριθούν απαραίτητες τρίτες κάλπες ή κυβερνητικός εταίρος για να εξασφαλίσει αυτοδυναμία, λαμβάνοντας ως δεδομένο πως η αυτοδυναμία μέσω της απλής αναλογικής είναι ουτοπική. Από την άλλη, η πόλωση ευνοεί και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίζει μια ελαφριά δημοσκοπική άνοδο και προσπαθεί να εισχωρήσει στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, όπου τώρα κυριαρχεί η Νέα Δημοκρατία. Όλα αυτά, βέβαια, έχουν ως αποτέλεσμα να πιέζονται τα μικρότερα κόμματα και ιδίως το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το οποίο στοχεύει να παγιωθεί ως τρίτη πολιτική δύναμη και κόμμα του κέντρου.
Μπορεί, βέβαια, μια τέτοια τακτική να συσπειρώνει τα πολιτικά κόμματα, άλλα είναι βέβαιο πως δεν ωφελεί καθόλου την κοινωνία. Η Ελλάδα εδώ και δώδεκα χρόνια έχει δοκιμαστεί από αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή), με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί αρκετές πληγές στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες χρειάζονται χρόνο για να επουλωθούν. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει παθογένειες από την ίδρυσή του, ωστόσο, κάποια στιγμή οφείλει να κοιτάξει μπροστά. Οφείλει να σταματήσει την ακατάσχετη παροχολογία, να αναλάβει τις ευθύνες του και να μην καταλογίζει ευθύνες μόνο στους εξωγενείς παράγοντες. Επίσης, καλείται να προβεί σε μεταρρυθμίσεις σε κομβικούς τομείς, όπως η δημόσια διοίκηση, να επικροτεί την αξιολόγηση και την αξιοκρατία και να αντιμετωπίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ουκ ολίγα κοινωνικά προβλήματα και να αποστασιοποιηθεί από την τακτική της πόλωσης.
Συνοψίζοντας, η ελληνική κοινωνία δηλητηριάστηκε αρκετά τα χρόνια των μνημονίων. Μέσα από την πόλωση, η κοινωνία οπισθοδρομεί, η κριτική ικανότητα μένει στάσιμη, κυριαρχεί το τοπικό συμφέρον, το σόι, η συντεχνία, η κάθε μορφή οικογενειοκρατίας. Η μόνη αλλαγή που φέρνει η τεχνητή πόλωση είναι προς το χειρότερο. Τα δύο μεγάλα κόμματα καλλιεργούν αυτή την κατάσταση, προκειμένου να επιβιώσουν στο πολιτικό τοπίο, υιοθετώντας τα επικοινωνιακά όπλα που αναπτύχθηκαν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και να συρρικνώσουν τα μικρότερα κόμματα, πείθοντας τους ψηφοφόρους πως η ψήφος σε αυτά είναι ανούσια, ενώ δεν δείχνουν ίχνος αυτοκριτικής ή λογοδοσίας, όταν αποτυγχάνουν. Είναι βέβαιο πως, αν συνεχιστεί η ίδια τακτική και τα επόμενα χρόνια και το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να αποπνέει τοξικότητα, η κοινωνία θα βρίσκεται υπό την απειλή του διχασμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η πόλωση ευνοεί Μητσοτάκη και Τσίπρα- προεκλογικό σκηνικό παρά το κάψιμο των πρόωρων, capital.gr, διαθέσιμο εδω
- Τεχνητή πόλωση ή η τεχνική της πόλωσης, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ