Της Κάτιας Σπυροπούλου,
Με τις εντάσεις να κλιμακώνονται στην Ανατολική Ασία, οι κυρώσεις της Κίνας κατά της Ταϊβάν υπενθυμίζουν έντονα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πόσο εξαρτημένη είναι από το νησί, και συγκεκριμένα από τα μικροσκοπικά τσιπ υπολογιστών που κατασκευάζει. Τα πλοία που φεύγουν από την Ταϊβάν μεταφέρουν ημιαγωγούς — πολύτιμο φορτίο για την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Με τον όρο ημιαγωγούς, αναφερόμαστε φυσικά στα μικροτσίπ που βρίσκονται στην καρδιά όλων των σύγχρονων καταναλωτικών και στρατιωτικών ηλεκτρονικών, από iPhone μέχρι αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές έως και πυραύλους. Η Ταϊβάν κυριαρχεί εδώ και πολύ καιρό στην παραγωγή αυτών των ισχυρών τσιπ, προμηθεύοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των πιο προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο. Αυτήν τη στιγμή, το 60% των μικροτσίπ στον κόσμο κατασκευάζονται στην Ταϊβάν, ενώ μόλις το 9% κατασκευάζεται στην Ευρώπη — πολύ κάτω από το μερίδιο 44% που κατείχε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Πρόκειται για μια ακραία ευπάθεια με την οποία ούτε η Ευρώπη ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.) μπορούν να ζήσουν. Συνεπώς, οποιαδήποτε ρήξη στην εφοδιαστική αλυσίδα αυτού του κρίσιμου εμπορεύματος θα έστελνε κρουστικά κύματα στην παγκόσμια οικονομία.
Πρόσφατα, η Αμερικανίδα Πρόεδρος της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi επισκέφθηκε την Ταϊβάν, γεγονός το οποίο αποτέλεσε την αφορμή για την απαγόρευση μέρος του εμπορίου με τη Ταϊβάν. Η επίσκεψή της άφησε να εννοηθεί πως οι Η.Π.Α. αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος και έτσι το Πεκίνο χρησιμοποίησε τη «στάση» της Προέδρου με σκοπό να προσπαθήσει να αλλάξει το status quo στα στενά της Ταϊβάν. Πέραν, όμως, από τις κυρώσεις, η Κίνα πραγματοποίησε μια πληθώρα στρατιωτικών ασκήσεων «πραγματικών πυρών» σε απόσταση 12 μιλίων από τις ακτές της Ταϊβάν. Σημειωτέον ότι μόλις ένας λάθος υπολογισμός θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε πόλεμο. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι μία τέτοιου είδους εντατική περικύκλωση του νησιού με πυραύλους, που είναι ζήτημα λεπτών να εκτοξευθούν, σηματοδοτεί πρωτοφανή κλιμάκωση της έντασης. Και όλα αυτά, γιατί συνιστά αμφισβητούμενη περιοχή. Αμφισβητούμενη περιοχή με τον στρατό πλέον να καλεί την εναέρια και θαλάσσια κυκλοφορία να αποφύγει τη διέλευση από τη γύρω περιοχή, κάτι που ξεκάθαρα αποκλείει και το ίδιο το νησί.
Μετά τη μεγάλη ανησυχία για τις διαστάσεις που θα μπορούσε να λάβει η επίσκεψη της N. Pelosi στο νησί –το οποίο το Πεκίνο επιμένει ότι ανήκει στην επικράτειά του– φαίνεται ότι η κανονικότητα στις οικονομικές συνεργασίες των δύο πλευρών αποκαθίσταται. Προς το παρόν, η Κίνα έχει περιορίσει τα μακροπρόθεσμα αντίποινά της στην απαγόρευση των εξαγωγών άμμου στο νησί, μαζί με την εισαγωγή εσπεριδοειδών και οστρακοειδών από την Ταϊβάν στην ηπειρωτική χώρα. Αλλά ο κίνδυνος για την Ταϊπέι –και τις δυτικές εταιρείες που εξαρτώνται από την κατασκευή τσιπ της Ταϊβάν– είναι ότι τα μελλοντικά μέτρα του Πεκίνου θα είναι πολύ πιο σκληρά, όπως ένας πλήρης αποκλεισμός του νησιού ή ακόμη και μια κινεζική εισβολή. Τα μηχανήματα και οι συσκευές αποτελούσαν σχεδόν το 60% των εισαγωγών της Ε.Ε. από την Ταϊβάν το προηγούμενο έτος. Η μεγαλύτερη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, λοιπόν, θα ήταν η ξαφνική περικοπή των προμηθειών ηλεκτρονικών τσιπ που παράγονται από τη μεγαλύτερη εταιρεία ημιαγωγών στον κόσμο: την Taiwan Semiconductor Manufacturing Co (TSMC).
Η εταιρεία καταλαμβάνει περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς ημιαγωγών που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες και φημολογείται ότι έχει πελάτες όπως η Apple και η Qualcomm. Η TSMC παίζει ασφαλώς έναν κρίσιμο ρόλο ο οποίος δεν έχει περάσει απαρατήρητος στην ηπειρωτική Κίνα. Όπως πληροφορούμαστε από την ομιλία ενός κορυφαίου Κινέζου οικονομολόγου που έλαβε χώρα τον Ιούνιο, ο ίδιος κάλεσε ανοιχτά το Πεκίνο να «καταλάβει» την εταιρεία. Ορισμένοι δυτικοί παρατηρητές παρουσιάζονται δύσπιστοι ως προς την υλοποίηση αυτής της απειλής, καθώς θεωρούν πως το συμφέρον της Κίνας δεν πυροδοτείται με μία τέτοιου είδους δράση, αφού η TSMC βασίζεται σε άλλες εταιρείες για την παροχή εξοπλισμού, όπως η ολλανδική εταιρεία ASML. Με αυτήν την άποψη συμφωνεί και ο επικεφαλής της TSMC Mark Liu, ο οποίος σε μια σπάνια συνέντευξη στο CNN προειδοποίησε ότι η εταιρεία του θα ήταν ανενεργή, εάν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν.
Κατά τον Hermann Hauser, επιχειρηματία και ιδρυτή της Acorn Computers, το γεγονός αυτό δίνει στην Ε.Ε. δύναμη. «Έχουμε ένα διαπραγματευτικό χαρτί ως Ευρώπη», είπε. «Κανείς δεν μπορεί να παράγει τσιπ κάτω των πέντε νανομέτρων στον κόσμο χωρίς τα εργαλεία που παράγει η ASML». Πρέπει να τονιστεί πως έχει πολύ σημασία η δήλωση του Hauser, καθώς σχεδόν όλα τα ηλεκτρονικά στα σύγχρονα αυτοκίνητα χρησιμοποιούν πλέον ημιαγωγούς μικρότερους από πέντε νανόμετρα. Δεν είναι άγνωστο, από την άλλη, ότι στη γηραιά ήπειρο υπάρχει οδυνηρά αργή πρόοδος στον τομέα, με την Ε.Ε. να αγωνίζεται συνεχώς να πείσει τις εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο μπλοκ. Ενώ η Ευρώπη έχει πραγματοποιήσει νέες επενδύσεις τους τελευταίους μήνες– από εταιρείες όπως η Intel στη Γερμανία και η STMicroelectronics και η GlobalFoundries στη Γαλλία–, η TSMC εξακολουθεί να μην έχει δεσμευτεί για ένα ευρωπαϊκό εργοστάσιο κατασκευής, επιλέγοντας αντ’ αυτού να ανοίξει ένα στην Ιαπωνία και στην Αριζόνα των Η.Π.Α.
Το πρόβλημα, συνεπώς, για την Ευρώπη είναι ότι έχει οδηγηθεί στην εξάρτησή της από τα τσιπ της Ταϊβάν μετά από αποφάσεις που έχουν παρθεί εδώ και πολλά χρόνια, και είναι σαφές πως μια κινεζική επίθεση θα μπορούσε να καταστρέψει αμέσως μια ζωτικής σημασίας γραμμή ανεφοδιασμού, με ελάχιστη ή καθόλου προειδοποίηση. Ακόμη κι αν τα ταϊβανέζικα χυτήρια τσιπ μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν, η απόκτηση των τσιπ στην αγορά είναι δύσκολη – όπως έχουμε δει τα τελευταία δύο χρόνια. Εάν δεν είναι ανοιχτός ο ναυτιλιακός δρόμος στα στενά της Ταϊβάν, τότε δεν θα είναι και πάρα πολλές επιχειρήσεις στη Δύση. Και οι ελλείψεις εφοδιασμού που είναι ήδη εμφανείς από τον COVID-19 τροφοδοτούν τον πληθωρισμό των τιμών, που όμοιός του δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Το αποτέλεσμα ενός μαζικού ναυτικού πολέμου σε αυτές τις περιοχές είναι ξεκάθαρο ότι θα ήταν ακόμη πιο αποσταθεροποιητικό. Αν και η Αμερική είναι ο κύριος προστάτης της Ταϊβάν (ακόμη κι αν δεν το λέει επίσημα), η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στο νησί, ξεπερνώντας τόσο τις Η.Π.Α. όσο και την Κίνα.
Ο COVID-19 έχει αποκαλύψει τα τρωτά σημεία του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος στο οποίο βασίζεται η ευημερία μας. Και ο Πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping διεκδικεί μια άνευ προηγουμένου τρίτη θητεία στην εξουσία. Δεν έχει την πολυτέλεια να δείχνει αδύναμος μπροστά σε αυτό που θεωρείται στο εσωτερικό ως δυτική πρόκληση. Ένα ατύχημα θα μπορούσε να είναι η σπίθα για μια μεγάλη σύγκρουση και, όπως προαναφέρθηκε, η ένταση των επιχειρήσεων καθιστά πολύ πιθανό ένα ατύχημα — μια συντριβή μεταξύ πολεμικών πλοίων ή πολεμικών αεροσκαφών. Όσο περισσότεροι πύραυλοι εκτοξεύονται σε «ασκήσεις», τόσο πιο πιθανό είναι κάποιος να δυσλειτουργήσει και να χτυπήσει μια πόλη. Και τότε τι; Ακόμη κι αν ένας πόλεμος περιοριζόταν φυσικά στα στενά της Ταϊβάν, ο αντίκτυπός του θα ήταν αισθητός παντού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε το ίδιο για τις ενεργειακές μας προμήθειες. Ένας ασιατικός πόλεμος, όμως, θα ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ χειρότερος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Taiwan, China and the U.S.: Inside the fight to control the microchips that power your car and computer, Grid, διαθέσιμο εδώ
- Βίντεο τρόμου από τη γιγάντια άσκηση της Κίνας με πραγματικά πυρά στα 12 μίλια από τις ακτές της Ταϊβάν, iefimerida, διαθέσιμο εδώ