Του Θανάση Κουκόπουλου,
Στα ασιατικά παράλια της Κωνσταντινούπολης (θάλασσα του Μαρμαρά), απέναντι από τα Πριγκηπόννησα και, συγκεκριμένα, στην περιοχή Küçükyalı βρίσκεται ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό πάρκο, στο οποίο σώζονται τα κατάλοιπα ενός βυζαντινού συγκροτήματος. Ήδη από τις αρχές του 20ου αι. αυτά είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον δύο ερευνητών, των Pargoire (1901) και Mamboury (1920), οι οποίοι θεώρησαν ότι πρέπει να ταυτιστούν με τη μονή Σατύρου, την οποία ίδρυσε ο ευνούχος Άγιος Ιγνάτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο δεύτερο μισό του 9ου αι. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1950 ο Τούρκος καθηγητής Semavi Eyice ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για τα κατάλοιπα του ανακτόρου του Βρύαντα, το οποίο οικοδόμησε ο τελευταίος εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος (βασιλεία 829-842).
Τον 9ο αι. εντείνονται οι σχέσεις του Βυζαντίου με το αραβικό Χαλιφάτο των Αββασιδών. Η πρωτεύουσά του Βαγδάτη (ιδρυμένη μόλις το 762), μία κυκλική πόλη, ήταν ένας εξωτικός προορισμός, θα λέγαμε. Στο κέντρο υπήρχε το παλάτι και το μεγάλο τέμενος, τα οποία περιέβαλε ένας μεγάλος ανοικτός χώρος. Κατευθυνόμενος προς τα τείχη, ο επισκέπτης συναντούσε τις συνοικίες με τους δρόμους, τις αγορές και, φυσικά, τις ιδιωτικές οικίες.
Αυτόν τον εξωτισμό λάτρευε, από ότι φαίνεται, και ο Θεόφιλος. Προκειμένου να τον μιμηθεί, έστειλε στην πρωτεύουσα των Αράβων έναν έμπιστό του πρεσβευτή, τον Ιωάννη Σύγκελλο (μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο οποίος του διηγήθηκε τις εμπειρίες του: «Αφού επέστρεψε, λοιπόν, από εκεί ο Ιωάννης και διηγούμενος στον βασιλέα όσα είδε εκεί και τις μορφές και την ποικιλία των αρχικών οικιών, (ο Θεόφιλος) κυριεύθηκε από διακαή πόθο να οικοδομήσει τέτοια κτίρια» (Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών).
Το ανάκτορο του Βρύαντα δεν ήταν η μόνη παραγγελία του Θεοφίλου με «άρωμα» Ισλάμ. Στο Μέγα Παλάτιον, μεταξύ άλλων, έδωσε εντολή να κατασκευαστούν και αραβικού τύπου περίπτερα. «Αφού ήρθε μέχρι τον Βρύαντα, διέταξε να οικοδομηθεί παλάτι και να φυτευθούν “παράδεισοι” και να κατασκευαστούν κανάλια· πράγματα, τα οποία και έγιναν» (Συμεών Μάγιστρος, Χρονογραφία). Αυτό το γεγονός χρονολογείται μεταξύ 830 και 837 συγκεκριμένα. Πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη η έννοια του όρου «παράδεισος», αν και απαντάται συχνά σε περιγραφές βυζαντινών κήπων. Με άλλα λόγια, δεν είναι σαφή εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τον «παράδεισο». Μπορούμε, βέβαια, να φανταστούμε ότι επρόκειτο για διαμορφώσεις που επιζητούσαν την εκζήτηση.
Η αξονική, συμμετρική διάταξη του συγκροτήματος στο Küçükyalı έκανε πολλούς μελετητές να πιστεύουν ότι παραπέμπει σε σχέδια ανακτόρων των δυναστειών των Ομμεϋαδών και των Αββασιδών. Συσχετίστηκε, μάλιστα, με συγκεκριμένα παλάτια (Mshatta, Ukhaidir και Bulkuwara στη Samarra). Ας ληφθεί, βέβαια, υπόψην ότι οι αρχιτέκτονές τους δεν εμπνεύστηκαν από πουθενά αλλού παρά από τα ανάκτορα της ύστερης αρχαιότητας, με τα οποία είχαν έρθει σε άμεση επαφή με το ξεκίνημα των μεγάλων ισλαμικών κατακτήσεων στη Μέση Ανατολή (άλλωστε, οι Άραβες δεν είχαν το απαραίτητο πολιτισμικό υπόβαθρο, προκειμένου να αναπτύξουν μία εξ ολοκλήρου δική τους παράδοση στην παλατιανή αρχιτεκτονική). Ακολούθησαν, ωστόσο, διαφορετική πορεία.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990, όμως, με την πραγματοποίηση των πρώτων συστηματικών επιφανειακών ερευνών, η Ιταλίδα αρχαιολόγος Alessandra Ricci αμφισβήτησε την άποψη του Eyice. Καταρχάς, μελέτησε την καλύτερα σωζόμενη υποδομή. Διαπίστωσε ότι η τοιχοποιία είναι ενιαία στο σύνολό της (εναλλαγή στρώσεων οπτοπλίνθων με μικρού μεγέθους λιθοπλίνθους), ενώ εντοπίζεται και υδραυλικό κονίαμα. Αυτό σημαίνει ότι η υποδομή λειτουργούσε εξ αρχής ως κινστέρνα (βρέθηκε και υδαταγωγός) και ότι δεν άλλαξε η λειτουργία της σε κάποια μεταγενέστερη φάση, όπως πιστευόταν παλιότερα. Αυτό καταρρίπτει και τη θεωρία περί χρήσης του κεντρικού τρουλαίου χώρου της υποδομής ως αίθουσας τελετών του υποτιθέμενου ανακτόρου.
Επιπλέον, η Ricci αμφέβαλλε για τον βαθμό, στον οποίο η υποδομή μπορεί να αντανακλά τη διάταξη της ανωδομής. Και η επιφανειακή έρευνα των καταλοίπων της τελευταίας τη δικαίωσε. Όσον αφορά την κάτοψη του συγκροτήματος, αυτό περιελάμβανε και έναν τεράστιο εξωτερικό περίβολο, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’90 η Ιταλίδα ερευνήτρια εντόπισε τα κατάλοιπα των τριών πολυγωνικών κογχών ενός ναού. Έχει ενδιαφέρον ότι στην εξωτερική πλευρά των τειχών της περιμέτρου, αλλά και στην κινστέρνα εντοπίστηκαν τυφλά αψιδώματα. Οι ίδιες αρχιτεκτονικές διαμορφώσεις απαντώνται και στο αρχιτεκτόνημα που εικονίζεται πίσω από το σκήνωμα του κεκοιμημένου Αγίου Ιγνατίου Κωνσταντινουπόλεως σε μία μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄ (κτήτορα της προαναφερθείσας μονής Σατύρου, στην οποία και ετάφη).
Οι πρόσφατες ανασκαφές επιβεβαίωσαν τις υποψίες της Ricci. Οι αναφορές των σφραγισμάτων των πλίνθων μάλλον σε πρεσβυτέρους, ενός μαρμάρινου κοσμήτη σε λείψανο, μίας άλλης επιγραφής μάλλον στην Αγία Φεβρωνία, η οποία θεωρούνταν πρότυπο γυναικείας αντίστασης απέναντι στην αίρεση της εικονομαχίας (την οποία αντιμαχόταν, φυσικά, και ο Άγιος Ιγνάτιος), καθώς και διάφορα άλλα ευρήματα συνηγορούν στην ταύτιση των καταλοίπων του Küçükyalı με τη μονή του Σατύρου, η οποία χτίστηκε κοντά στο παλάτι του Βρύαντα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2022), Κοσμική Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο (4ος-15ος αι.), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκη
- Krautheimer, Richard (2006), Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Μαλλούχου-Τουφανό, Φανή, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Ricci, Alessandra (2020), “A Middle Byzantine Patriarchal Monastery and Its Long Durée: The Contribution of Inscribed Finds from the Küçükyalı, Istanbul”, στο: Toth, Ida & Rhoby, Andreas (επιμ.), Materials for the Study of Late Antique and Medieval Greek and Latin Inscriptions in Istanbul, Oxford & Vienna, σελ. 255-262
- Ricci, Alessandra (2019), “The Küçükyalı ArkeoPark (Istanbul), 2016-2018: Excavation, Conservation, Cultural Heritage and Public Archaeology”, Anatolia Antiqua XXVII, σελ. 255-277
- Ricci, Alessandra (1998), “The road from Baghad to Byzantium and the case of the Bryas Palace in Istanbul”, στο: Brubaker, Leslie (επιμ.), Byzantium in the ninth century: Dead or alive?, Aldershot, Brookfield, Singapore & Sydney, σελ. 131-149