Του Αλέξανδρου Κομπή,
Το ανοσοποιητικό σύστημα συνιστά ένα άριστα οργανωμένο δίκτυο κυττάρων και χημικών ουσιών που έχει ως βασικό στόχο την προστασία του οργανισμού από τους παθογόνους μικροοργανισμούς και την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Ταυτόχρονα, έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τις εαυτές δομές που υπάρχουν φυσιολογικά στο σώμα μας, ώστε να μην στρέφεται εναντίον τους. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιείται απρόσφορα ενάντια σε αβλαβή αντιγόνα, τα οποία μπορεί να προέρχονται είτε από το περιβάλλον είτε να αποτελούν φυσιολογικά στοιχεία του οργανισμού. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δημιουργείται ιστική βλάβη από μηχανισμούς του ανοσοποιητικού συστήματος, λόγω λανθασμένης ενεργοποίησης ή έλλειψης ελέγχου, ονομάζονται αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας κατατάσσονται σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τους μηχανισμούς που εμπλέκονται και τον τρόπο με τον οποίο προκαλείται η βλάβη. Στις αντιδράσεις υπερευαισθησίας συγκαταλέγονται και τα περίφημα αυτοάνοσα νοσήματα, τα οποία απασχολούν μεγάλο ποσοστό των ασθενών και αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας. Παρακάτω παρατίθενται οι τέσσερις κατηγορίες αντιδράσεων υπερευαισθησίας, καθώς και ορισμένα ενδεικτικά νοσήματα, τα οποία υπάγονται σε αυτές τις κατηγορίες.
Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας τύπου I
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου I πυροδοτούνται κυρίως από αλλεργιογόνα. Τα αλλεργιογόνα είναι μικρές πρωτεΐνες, οι οποίες βρίσκονται στο περιβάλλον, είναι αβλαβείς και παραδόξως, κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορούν να ενεργοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Αρχικά, σε πρώτη επαφή με το αλλεργιογόνο, το ανοσοποιητικό σύστημα ευαισθητοποιείται και αναγνωρίζει το αλλεργιογόνο. Στη συνέχεια, διεγείρεται ο πολλαπλασιασμός ειδικών Τ-λεμφοκυττάρων και η παραγωγή αντισωμάτων IgΕ, τα οποία συνδέονται με τα μαστοκύτταρα και τα ηωσινόφιλα. Το σύμπλεγμα μαστοκυττάρων-αντισωμάτων παραμένει σε ανενεργό μορφή και είναι έτοιμο για δράση σε περίπτωση επανέκθεσης στο αλλεργιογόνο. Όταν ο οργανισμός έρθει σε επαφή με το αλλεργιογόνο για δεύτερη ή επόμενη φορά, τότε το αλλεργιογόνο προσδένεται με τα αντισώματα και ενεργοποιεί το σύμπλεγμα μαστοκυττάρων-αντισωμάτων. Τα μαστοκύτταρα αφού ενεργοποιηθούν, απελευθερώνουν εκκριτικά κοκκία, τα οποία περιέχουν αγγειοδραστικές ουσίες, καθώς και άλλες ουσίες που προκαλούν αγγειοδιαστολή, σπασμό των λείων μυϊκών κυττάρων, οίδημα, βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννας, διήθηση λευκοκυττάρων στην πύλη εισόδου του αλλεργιογόνου και επιθηλιακή βλάβη.
Στο σημείο αυτό, να σημειωθεί ότι η επαφή με το αλλεργιογόνο δεν συνεπάγεται πάντα την εκδήλωση αντιδράσεως υπερευαισθησίας. Έχει αποδειχθεί ότι γενετικοί παράγοντες και περιβαλλοντικοί παράγοντες προδιαθέτουν την εκδήλωση αντιδράσεων υπερευαισθησίας, ενώ συνυπάρχει και η θεωρία που υποστηρίζει ότι άτομα τα οποία έχουν προσβληθεί από λοιμώξεις κατά την παιδική τους ηλικία παρουσιάζουν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης υπερευαισθησίας τύπου I. Η θεωρία αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με βάση το γεγονός ότι το ανοσοποιητικό σύστημα εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει τα περιβαλλοντικά αβλαβή αντιγόνα και κατά συνέπεια, δεν αντιδρά σε αυτά. Μερικά παραδείγματα νοσημάτων που εντάσσονται στην κατηγορία των αντιδράσεων υπερευαισθησίας τύπου I είναι το κνιδωτικό εξάνθημα, η αλλεργική επιπεφυκίτιδα, η αλλεργική ρινίτιδα, το βρογχικό άσθμα, η αλλεργική γαστρεντερίτιδα και η αναφυλαξία. Η αναφυλαξία, ιδιαίτερα, αποτελεί μια συστημική αντίδραση υπερευαισθησίας, η οποία χρήζει άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης, καθώς μέσα σε λίγα λεπτά ο ασθενής μπορεί να χάσει τη ζωή του.
Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας τύπου II
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου II οφείλονται στην παραγωγή αντισωμάτων τάξεως IgΜ ή IgG εναντίον καθηλωμένων αντιγόνων, τα οποία βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων ή στην εξωκυττάρια ουσία. Τα αντιγόνα μπορεί να είναι είτε εξωγενή είτε ενδογενή. Στη συνεχεία, τα κύτταρα που είναι καλυμμένα με αντισώματα καταστρέφονται από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού, καθώς αναγνωρίζονται ως επιβλαβή ή αποδομούνται υπό την επίδραση των πρωτεϊνών του συμπληρώματος. Επιπλέον, ενεργοποιούνται και οι μηχανισμοί φλεγμονής ως απόκριση στη σύνδεση αντιγόνου-αντισώματος.
Στο συγκεκριμένο είδος αντιδράσεων ανήκουν η αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, η κοινή πέμφιγα, το σύνδρομο Good Pasture και ο Οξύς Ρευματικός Πυρετός. Μια ιδιαίτερη υποκατηγορία αντιδράσεων υπερευαισθησίας τύπου II προκαλεί κυτταρική δυσλειτουργία, λόγω της παραγωγής αντισωμάτων εναντίον κυτταρικών υποδοχέων, χωρίς τη δημιουργία ιστικής βλάβης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η βαριά μυασθένεια, κατά την οποία παράγονται αντισώματα ενάντια των υποδοχέων ακετυλοχολίνης στις τελικές κινητικές πλάκες και εμποδίζουν τη μετάδοσή νευρικών ώσεων, με αποτέλεσμα τη μυϊκή αδυναμία και τη νόσο του Graves, κατά την οποία παράγονται αντισώματα εναντίον του υποδοχέα της θυρεοτροπίνης (TSH) στα θυρεοειδικά κύτταρα, που οδηγεί στον υπερθυρεοειδισμό.
Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας τύπου III
Οι συγκεκριμένες κλινικές εκδηλώσεις οφείλονται στη δημιουργία ανοσοσυμπλεγμάτων, τα οποία εναποτίθενται στους ιστούς και προκαλούν την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, διαλυτά αντιγόνα που κυκλοφορούν στον οργανισμό και μπορεί να είναι εξωγενή ή ενδογενή συνδέονται με αντισώματα και σχηματίζουν ανοσοσυμπλέγματα. Τα ανοσοσυμπλέγματα συσσωρεύονται σε αγγεία και ιστούς και προσελκύουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ παράλληλα επάγουν τη φλεγμονή. Τα κύτταρα που καταφθάνουν στην περιοχή ενεργοποιούνται και προκαλούν ιστική βλάβη.
Τα ανοσοσυμπλέγματα μπορεί να συσσωρευθούν σε πολλές περιοχές του οργανισμού. Ανάλογα με την περιοχή συσσώρευσης, οι νόσοι που δημιουργούνται μπορεί να είναι είτε γενικευμένες είτε εντοπισμένες. Οι πιο συχνές περιοχές στις οποίες παρατηρούνται εναποθέσεις ανοσοσυμπλεγμάτων είναι οι νεφροί και οι αρθρώσεις, λόγω της υψηλής πίεσης διήθησης που επικρατεί εκεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα νοσημάτων που προκαλούνται από ανοσοσυμπλέγματα είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η μεταστρεπτοκοκκική σπειραματονεφρίτιδα, η οζώδης πολυαρτηρίτιδα και η αντίδραση Arthus.
Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας τύπου IV
Ο κύριοι μεσολαβητές των αντιδράσεων υπερευαισθησίας τύπου IV είναι τα Τ-λεμφοκύτταρα. Η δράση τους αποτελείται από δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την ετεροχρονισμένη υπερευαισθησία, κατά την οποία ενεργοποιούνται τα CD4 Τ- λεμφοκύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους ενεργοποιούν τα μακροφάγα. Τα μακροφάγα προκαλούν το μεγαλύτερο μέρος της ιστικής καταστροφής που παρατηρείται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις υπερευαισθησίας. Το δεύτερο σκέλος είναι η άμεση κυτταροτοξικότητα κατά την οποία ενεργοποιούνται τα CD8 Τ-λεμφοκύτταρα και καταστρέφουν τα κύτταρα με ειδικά ένζυμα που απελευθερώνονται από τα εκκριτικά κοκκία τους.
Στην κατηγορία αυτών των αντιδράσεων υπερευαισθησίας εντάσσονται η κοκκιωματώδης φλεγμονή σε περιπτώσεις χρόνιων λοιμώξεων, η δερματίτιδα εξ επαφής, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Επιπλέον, η δοκιμασία Mantoux, η οποία διενεργείται προκειμένου να εξακριβωθεί προηγούμενη έκθεση στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, αποτελεί ένα παράδειγμα υπερευαισθησίας τύπου IV. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιείται έκχυση φυματίνης υποδόρια και αν παρατηρηθούν συμπτώματα υπερευαισθησίας, επιβεβαιώνεται η έκθεση στο μυκοβακτηρίδιο.
Το θεραπευτικό σχήμα που ακολουθείται σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις παρουσιάζει κάποια κοινά στοιχεία. Βασικός στόχος είναι η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος. Για αυτόν τον λόγο, χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία περιορίζουν τη συμπτωματολογία και ανακουφίζουν τον ασθενή. Παρόλα αυτά, η ανοσοκαταστολή αποδεικνύεται «δίκοπο μαχαίρι», καθώς από τη μία πλευρά αντιμετωπίζονται οι αυτοάνοσες εκδηλώσεις, ενώ από την άλλη ο ασθενής είναι πλέον ευάλωτος σε λοιμώξεις και νεοπλάσματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Vinay Kumar, Abul K. Abbas, Jon C. Aster, Βασική Παθολογική Ανατομική, 5η ελληνική έκδοση, Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου, Αθήνα 2020
- Abul K. Abbas, Andrew H. Lichtman, Shiv Pillai, Βασική Ανοσολογία, Λειτουργίες και Διαταραχές του Ανοσοποιητικού Συστήματος, 2η ελληνική έκδοση, Broken Hill Publishers Ltd, Λευκωσία 2018