12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΗ δεύτερη φάση των διωγμών των Ελλήνων του Πόντου

Η δεύτερη φάση των διωγμών των Ελλήνων του Πόντου


Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,

Η βαθμιαία διαδικασία εκτοπισμού και εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε να παίρνει πιο συστηματικό χαρακτήρα με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν τα εγκληματικά σχέδιά τους, έχοντας και την υποστήριξη των συμμάχων τους, Γερμανών. Αρχικά, η ομάδα που γνώρισε το μένος τους ήταν αυτή των Αρμενίων, με τις εκτοπίσεις, κυρίως αντρών, να έχουν επίσημη κρατική μορφή και να ξεκινούν τον Μάιο του 1915, με τους ανθρώπους να στέλνονται στα βάθη της Ανατολής και τις περιουσίες τους να κατάσχονται. Όσες γυναίκες έμειναν πίσω, αναγκάστηκαν τα επόμενα χρόνια να παντρευτούν μουσουλμάνους κατοίκους, κάτι που προωθούσε τα σχέδια του εκτουρκισμού. Υπολογίζεται πως μέχρι το 1919 είχαν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 800.000 Αρμένιοι.

Μετά, σειρά είχαν οι Έλληνες κάτοικοι. Οι περιορισμοί, οι εμπορικοί αποκλεισμοί και οι καταπιέσεις που γνώρισαν οι Πόντιοι το προηγούμενο διάστημα, σε συνδυασμό με τα όσα πέρασαν οι Αρμένιοι την ίδια εποχή, ανησύχησαν μια μερίδα των πολιτών. Μάλιστα, η μαρτυρία ενός Πόντιου από την Τραπεζούντα, του Στάθη Χριστοφορίδη, είναι ενδεικτική του κλίματος που θα ακολουθούσε, καθώς άκουσε έναν από τους σφαγείς των Αρμενίων να λέει: «Άμποτε και ς’ σου Ρωμανίων! Ατουνούς πα’ αέτς’ θα ‘φτάμε!». Δυστυχώς, η μαρτυρία αυτή έμελλε να είναι προφητική για τα όσα θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Με τη σειρά του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε στο κλείσιμο των εκκλησιών και των σχολών, στις 25 Μαΐου 1914, την ημέρα της Πεντηκοστής, ως ένα δείγμα πένθους, καθώς, όπως ανέφερε η ανακοίνωση που εξέδωσε, «Το κλείσιμον των Εκκλησιών είναι εκδήλωσις πένθους και το πένθος θα λήξη όταν παύσουν οι διωγμοί».

Ο Liman von Sanders. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Έτσι, γυρίζοντας πίσω στους διωγμούς των Ελλήνων, αξίζει να αναφέρουμε, αρχικά, πως με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου οι Οθωμανοί εντάχθηκαν στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο οι Γερμανοί έστειλαν δικούς τους αξιωματικούς, για να αναδιοργανώσουν τον στρατό τους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Liman von Sanders, που ανέλαβε τη θέση του επικεφαλής του Στρατού. Αυτός διέταξε να απομακρυνθούν από την περιοχή του Πόντου οι ενήλικοι άντρες, μέχρι την ηλικία των 40 ετών και να ενταχθούν στον στρατό (όπως είχε γίνει και την προηγούμενη περίοδο) και να μεταφερθούν στα πεδία των μαχών, για να καλύψουν τις ανάγκες του πολέμου. Υπολογίζεται πως περίπου 235.000 άντρες εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο ή να εκτοπιστούν γενικά από τις εστίες τους. Ωστόσο, η στρατολόγηση αυτή δεν κράτησε για πολύ, καθώς για την ήττα των Οθωμανών στη μάχη του Σαρίκαμις, τον Ιανουάριο του 1915, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι οι Έλληνες, με αποτέλεσμα οι αξιωματικοί να διατάξουν την απομάκρυνσή τους από τα πεδία των μαχών.

Η απομάκρυνση αυτή, όμως, σήμαινε τη συνέχιση των βασάνων τους και όχι την ολοκλήρωσή τους, αφού η μεταχείρισή τους γινόταν όλο και πιο σκληρή. Όταν έφυγαν από το μέτωπο, αντί να οδηγηθούν στις εστίες τους και να μείνουν εκεί, στάλθηκαν στα λεγόμενα «τάγματα εργασίας» (amele taburlari), ύστερα από την έκδοση ενός σχετικού διατάγματος. Την εφαρμογή του ανέλαβε ο Ραφέτ πασάς, ενώ έργο τους ήταν η υποχρεωτική εργασία για τη διάνοιξη δρόμων, διωρύγων και σιδηροδρομικών γραμμών, το σπάσιμο πετρών σε λατομεία, την εξόρυξη κάρβουνου και άλλων αγιολογικών στοιχείων, το θέρισμα δημητριακών και άλλες παρόμοιες εργασίες, δίχως, φυσικά, καμία απολύτως αμοιβή, επρόκειτο, δηλαδή, για ένα σύγχρονο καθεστώς δουλείας. Σε αυτά έπρεπε να συμμετάσχουν όλοι οι άντρες μεταξύ 15-45 ετών, με πολλά από τα γυναικόπαιδα, από την άλλη, να αναγκάζονται να φύγουν, επίσης, από τις οικίες τους και να μεταφέρονται στα βάθη της Ανατολής.

Χάρτης του Πόντου. Πηγή εικόνας: neologosattikis.gr

Οι άντρες ακολουθούσαν μια διαδρομή μεταξύ Σεβάστειας και Βαν, κάτω από αντίξοες συνθήκες, καθώς τον μεν χειμώνα ήταν αντιμέτωποι με το χιόνι και την παγωνιά, το δε καλοκαίρι με τον ήλιο και τη ζέστη. Έκαναν ατέλειωτες διαδρομές πεζοί, δίχως να μπορούν να έχουν κάποια προσωπικά αντικείμενα, με ρούχα που δεν ήταν ικανά να τους προστατέψουν από το χιόνι, ενώ τα τρόφιμα και το νερό που τους δίνονταν ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Οι κακουχίες αυτές συμπληρώνονταν από τη σκληρή και βίαιη συμπεριφορά των στρατιωτών που τους επέβλεπαν. Οι όποιες στάσεις γίνονταν για λίγες ώρες ξεκούρασης, λάμβαναν χώρα μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε έρημους και αφιλόξενους τόπους. Όσοι αρρώσταιναν ή δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο, όντας εξουθενωμένοι από την πολύμηνη διαδρομή, εγκαταλείπονταν σε φαράγγια και δάση, χωρίς τροφή και νερό, αργοπεθαίνοντας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, αναφέρεται ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Υπηρεσία Πληροφοριών του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού που αναφέρει «Από σοβαρές πηγές, 50.000 άτομα εξορίστηκαν στο εσωτερικό με τις γνωστές ήδη συνθήκες. Ο ελληνισμός των ακτών της Μαύρης Θάλασσας υπέστη απόλυτη εξόντωση».

Αυτή η περίοδος των διωγμών άφησε πίσω της έναν θλιβερό απολογισμό, με τους αριθμούς να είναι αποκαρδιωτικοί και ενδεικτικοί του κλίματος που επικρατούσε. Σύμφωνα με εκθέσεις της επιτροπής του ελληνικού Υπουργείου Περιθάλψεως, που διενεργήθηκαν στην περιοχή του Πόντου το 1919, τον θάνατο γνώρισαν περισσότερες από 200.000 ψυχές. Τα νούμερα των εκτοπισμένων μιλούν από μόνα τους. Η μητρόπολη της Αμασείας, πριν από τα γεγονότα αυτά, είχε πληθυσμό περίπου 123.000-136.000, από τους οποίους εκτοπίστηκαν 73.000, με μόνο το 30% να μπόρεσε να γλιτώσει. Η Νεοκαισάρεια που είχε 97.000-102.000 ανθρώπους, «έστειλε» στα βάθη της Ανατολής 25.000, εκ των οποίων έφτασε πίσω μόλις το 6%. Η Κολωνεία, από την άλλη, γνώρισε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή, καθώς από τους 36.000 κατοίκους που είχε είναι άγνωστο πόσοι κατόρθωσαν να σωθούν. Στις επαρχίες Κερασούντας και Χαλδίας 90.000 εκτοπίστηκαν από τους 167.000 που ζούσαν εκεί, ενώ, τελικά, κατάφερε να γυρίσει το 20%. Η Τραπεζούντα με τους 55.000-60.000 κατοίκους έχασε 26.000 άτομα που έφυγαν στη Ρωσία, ενώ από τους 5.000 που εκτοπίστηκαν, έζησαν 400 άνθρωποι. Τέλος, η Ροδόπολη με τους 16.000-24.000 πολίτες «έδωσε» 4.000 στους δρόμους της Ανατολής, ενώ άλλοι 4.800 στράφηκαν στη Ρωσία. Τα νούμερα αυτά είναι ο πιο τρανός μάρτυρας των όσων εκτυλίχθηκαν στον Πόντο μεταξύ 1914-1919 και δεν αφήνουν κανέναν τα ξεχνά τα αποτελέσματα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αγτζίδης, Β. (2005), Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, Εκδόσεις Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής
  • Φωτιάδης, Κ. (2016), Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
  • Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ`, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, Εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών
  • Γιαννακόπουλος, Γ. Α. (2003), Ο Πόντος των Ελλήνων, Εκδόσεις Έφεσος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γεννημένος στην Αθήνα το 1999. Φοιτητής του Τμήματος Ιστορία, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών, της Καλαμάτας. Λάτρης της Βυζαντινής και Νεότερης Ιστορίας, του αρχαίου θεάτρου, του βιβλίου και της μαγειρικής.