Της Βικτώριας Βενιού,
Η διαθήκη ως λόγος κληρονομικής διαδοχής αποτελεί τον μόνο τρόπο κατά τον οποίο ο κληρονομούμενος μπορεί να διαθέσει ελεύθερα την περιουσία του μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, δεν έχει την ευχέρεια να πράττει τούτο αυθαίρετα, αλλά οφείλει να τηρεί ορισμένες διατυπώσεις του νόμου, προκειμένου να είναι έγκυρη η διάταξη τελευταίας βούλησής του. Οι διαθήκες είναι αυστηρά τυπικές δικαιοπραξίες και ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένους τύπους που μπορεί να επιλέξει ο διαθέτης, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Αρχικά, παρουσιάζεται αδήριτη η ανάγκη να αναφερθούμε στα κύρια χαρακτηριστικά κάθε διαθήκης, ανεξαρτήτως του τύπου της. Συγκεκριμένα, όλες οι διαθήκες είναι μη απευθυντέες, συντάσσονται αιτία θανάτου, είναι απεριόριστα ανακλητές και αυστηρά τυπικές. Επομένως, η διάταξη τελευταίας βούλησης δεν χρειάζεται να περιέλθει σε άλλον για να παράξει τα έννομα αποτελέσματά της, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο μη απευθυντέα δικαιοπραξία. Παράλληλα, προϋπόθεση της παραγωγής των εννόμων συνεπειών της διαθήκης είναι να έχει επέλθει ο θάνατος του διαθέτη. Τέλος, πέραν του ότι μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα, η διαθήκη για να θεωρηθεί έγκυρη, πρέπει να τηρεί ορισμένες διατυπώσεις και με αυτόν τον τρόπο κατατάσσεται σε ένα από τα επιμέρους είδη διαθήκης, για τα οποία ακολουθεί εκτενής αναφορά παρακάτω.
Στις περιπτώσεις των διαθηκών, γίνεται λόγος για «αυξημένη ή αυστηρή» τυπικότητα, καθώς οι διατυπώσεις σύνταξης της διαθήκης διακρίνονται για την πανηγυρικότητά τους και για το γεγονός ότι αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο, δεν μπορεί, δηλαδή, η ιδιωτική βούληση να αποκλίνει από αυτές ή να τις τροποποιήσει. Για τον λόγο αυτό, ακόμα και αν εκφράζεται η αληθινή βούληση του κληρονομουμένου μέσω διαθήκης, που, όμως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις κύρους της, τότε η τελευταία καθίσταται άκυρη. Η τυπικότητα αυτή που επιβάλλει ο νόμος λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να γίνεται σεβαστή η αρχή της ελευθερίας βούλησης του διαθέτη, αλλά και για να αποφεύγονται επιπολαιότητες κατά τη σύνταξή της, δεδομένου ότι διακυβεύεται η τύχη της μετά θάνατον περιουσίας του διαθέτη.
Συγκεκριμένα, ως προς τα είδη των διαθηκών πρέπει να επισημανθεί ότι επικρατεί ο κλειστός αριθμός των τύπων της διαθήκης. Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει τρεις τακτικούς τύπους διαθηκών: την ιδιόγραφη, τη δημόσια και τη μυστική διαθήκη, ενώ, παράλληλα, προβλέπει και έκτακτους τύπους διαθηκών που ακολουθούν απλούστερες διατυπώσεις, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες συντάσσονται. Περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί πως όλα τα επιμέρους είδη διαθηκών είναι ισότιμα, επικρατεί, δηλαδή, η αρχή της ισοτιμίας μεταξύ των διαφόρων τύπων διαθήκης. Κατά λογική συνέπεια, μπορεί να συμπληρωθεί ή να ανακληθεί, ολικά ή μερικά, οποιοσδήποτε τύπος διαθήκης από διαθήκη διαφορετικού τύπου, είτε τακτικού είτε έκτακτου.
Κατά πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η λεγόμενη «ιδιόγραφη διαθήκη», η οποία αποτελεί τον απλούστερο τύπο διαθήκης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν παραμένει αυστηρός. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 1721 του Αστικού Κώδικα —ο οποίος αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης και άρα αναγκαστικό δίκαιο—: «Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο». Συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία της ιδιόγραφης διαθήκης που, αν δεν τηρηθούν, επιβάλλουν την ακυρότητα ολόκληρης της διαθήκης είναι τα εξής: η ιδιόχειρη γραφή, που στοχεύει στο να προκύπτει ότι η διαθήκη συντάχθηκε εξ ολοκλήρου και πραγματικά από τον διαθέτη, η ιδιόχειρη χρονολογία της σύνταξής της, γεγονός που εξυπηρετεί πλείονες ανάγκες, όπως την εξακρίβωση του εάν ο διαθέτης είναι ικανός προς σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης κατά τον χρόνο τούτο, του ενδεχομένου εάν υπάρξουν περισσότερες διαθήκες από τον ίδιο διαθέτη να επικρατήσει η τελευταία και, τέλος, για τη διάγνωση τυχόν ελαττωμάτων βουλήσεως. Τελευταίο στοιχείο της ιδιόγραφης διαθήκης είναι να περιέχεται και υπογραφή του διαθέτη, έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται με σιγουριά τόσο η ταυτότητά του όσο και η οριστικότητα και σοβαρότητα της βούλησης του διαθέτη. Βάσει των συστατικών στοιχείων αυτών της ιδιόγραφης διαθήκης, αναδεικνύονται και τα πλεονεκτήματά της. Συγκεκριμένα, ο τρόπος σύνταξής της είναι απλός, μυστικός και αδάπανος. Εντούτοις, η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί εύκολα να χαθεί, ενώ, συγχρόνως, ανακύπτει το μειονέκτημα του ευεπηρέαστου του διαθέτη από τρίτα πρόσωπα, των ερμηνευτικών προβλημάτων και του κινδύνου αλλοίωσης ή καταστροφής από τρίτα πρόσωπα με αντίθετα συμφέροντα.
Ο δεύτερος κοινός τύπος της διαθήκης είναι η δημόσια διαθήκη. Για να θεωρηθεί έγκυρη, απαιτείται η πλήρωση αυστηρότερων προϋποθέσεων σε σχέση με την προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη. Η δημόσια διαθήκη οφείλει να περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και κατά τη σύνταξή της πρέπει να συμβάλλουν και μάρτυρες. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η έκφραση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, αλλά και η δυνατότητα να παρασχεθούν διευκρινίσεις σχετικά με αμφισβητούμενα ζητήματα που αναγράφονται στη διάταξη τελευταίας βούλησης. Τα πλεονεκτήματα της δημόσιας διαθήκης έγκεινται κατά μείζονα λόγο στην ύπαρξη πλήρους αποδεικτικής δύναμης έναντι πάντων, εφόσον περιέχεται σε συμβολαιογραφικό έγγραφο και δη σε δημόσιο έγγραφο. Επομένως, η προσβολή της γνησιότητας ή η αμφισβήτηση του κύρους της διαθήκης μπορεί να γίνει μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού και αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον προκύπτει εξ αυτής υποχρέωση δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπλέον, η δυνατότητα προφορικής δήλωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου του περιεχομένου της διαθήκης επικουρεί σημαντικά όσους δεν μπορούν να διαβάσουν ή δεν γνωρίζουν ή αδυνατούν να γράψουν, ενώ, παράλληλα, φυλάσσεται στο συμβολαιογραφικό γραφείο, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται η καταστροφή της διαθήκης από άτομα με αντιτιθέμενα συμφέροντα. Αντίθετα, η δημόσια διαθήκη δεν διακρίνεται για την απλότητα και τη μυστικότητά της, ενώ περιέχει και δαπάνες.
Ο τελευταίος συμβατικός τύπος διαθήκης είναι η μυστική διαθήκη, που πρόκειται για ένα ενδιάμεσο είδος μεταξύ της ιδιόγραφης και της δημόσιας διαθήκης. Βάσει του άρθρου 1738 του Αστικού Κώδικα: «Για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο, δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση». Έτσι, γίνεται αντιληπτό πως η μυστική διαθήκη ολοκληρώνεται σε δύο επίπεδα, εκείνο της σύνταξης του εγγράφου και εκείνο της παράδοσης του εγγράφου στον συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων. Η μυστική διαθήκη φαίνεται να έχει διφυή χαρακτήρα, συνδυάζοντας πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δύο προηγουμένων τύπων της διαθήκης. Ειδικότερα, δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος καταστροφής ή απώλειας του εγγράφου, εφόσον φυλάσσεται στο γραφείο του συμβολαιογράφου, ενώ, παράλληλα, διατηρείται η μυστικότητα του περιεχομένου της διάταξης τελευταίας βούλησης. Αντίθετα, τίθεται ζήτημα σχετικά με το ενδεχόμενο ο διαθέτης να επηρεαστεί από τρίτους, εφόσον τη συντάσσει μόνος του και να συμπεριλάβει ασάφειες στη διατύπωση του περιεχομένου. Ακόμα, λόγω της αυστηρής τυπικότητας της μυστικής διαθήκης, μπορεί εύκολα να κηρυχθεί άκυρη ακόμα και με την παραμικρή παρατυπία, ενώ επιπλέον συνοδεύεται από δαπάνες.
Οι έκτακτες διαθήκες έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και στον Αστικό Κώδικα προβλέπονται περιοριστικά τρία είδη έκτακτων διαθηκών: η διαθήκη σε πλοίο, η διαθήκη σε εκστρατεία και η διαθήκη αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό. Η ιδιαιτερότητα των έκτακτων διαθηκών έγκειται στο ότι δεν περιβάλλονται αυστηρό τύπο, εν αντιθέσει με τα τακτικά είδη διαθηκών, καθώς συντάσσονται αποκλειστικά και μόνο ενώπιον δημόσιας αρχής. Λόγω της φύσης τους ως κατ’ εξαίρεση διαθηκών, έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ και, μάλιστα, εκείνος που συντάσσει την έκτακτη διαθήκη έχει υποχρέωση να υπενθυμίζει στον διαθέτη το σύντομο χρονικό διάστημα της ισχύος της.
Συνεπώς, καθίσταται πρόδηλη η ανάγκη επισήμανσης του στοιχείου της τυπικότητας των διαθηκών και, κατ’ επέκταση, των επιμέρους τύπων της: τακτικών και έκτακτων, δεδομένης της σημασίας των διατάξεων τελευταίας βούλησης για τον κληρονόμο, τον κληρονομούμενο, αλλά και την κοινωνία εν γένει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014