Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Λίγο μετά τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, εισήχθη, αρχικά στον πολιτικό κόσμο και στη συνέχεια στο σύνολο της κοινωνίας, ένας όρος γύρω από τον οποίο έμελλε να «χτιστεί» σε μεγάλο βαθμό η πολιτική που θα ακολουθούσε το νεοσύστατο κράτος τις επόμενες δεκαετίες. Φυσικά, αναφερόμαστε στη γνωστή «Μεγάλη Ιδέα». Η τελευταία προέβλεπε την επέκταση του, μικρού ακόμα σε έκταση, ελληνικού κράτους σε περιοχές όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο, σε Ευρώπη και Ασία. Στον βωμό της εκπλήρωσης του εθνικού οράματος, η χώρα προχώρησε στη λήψη μιας σειράς αποφάσεων από τις οποίες βγήκε ουκ ολίγες φορές ζημιωμένη σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Παρά τις συνεχόμενες δυσκολίες που συναντούσε στον δρόμο του, το ελληνικό κράτος δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του, ευελπιστώντας ότι στο μέλλον θα έβγαινε δικαιωμένο. Πράγματι, η δικαίωση φαινόταν να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο κατά την αυγή του 20ου αιώνα. Αρχικά, η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, που είχε ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό της έκτασης του κράτους, και στη συνέχεια η έξοδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη του εθνικού στόχου.
Πράγματι, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, το 1919, επετράπη στην Ελλάδα να στείλει τμήμα του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις στη μέχρι τότε σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ποιο ήταν το παρασκήνιο πίσω από τη λήψη αυτής της απόφασης; Πώς έγιναν δεκτά τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη και σε ποιες ενέργειες προέβησαν κατά την πρώτη περίοδο παραμονής τους στην περιοχή; Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν στις παρακάτω σειρές.
Όπως προαναφέρθηκε η απόφαση για εγκατάσταση ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στη Σμύρνη ελήφθη στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού. Μέλος της συνδιάσκεψης αυτής αποτελούσε το λεγόμενο «Συμβούλιο των 4». Το τελευταίο συγκροτούνταν από τους πρωθυπουργούς της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, καθώς και από τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου η Ιταλία αξίωσε την κατάληψη μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Μάλιστα, ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην περιοχή της Αττάλειας, σε μία προσπάθεια να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου.
Όπως είναι φυσικό, το γεγονός αυτό δεν ικανοποιούσε τα υπόλοιπα μέλη, καθώς η ιταλική επιθετικότητα έθιγε και τα δικά τους συμφέροντα. Θέλοντας να ανακόψουν την επεκτατική πολιτική της Ιταλίας, αλλά παράλληλα χωρίς να επιθυμούν μία απευθείας σύγκρουση μαζί της, αποφάσισαν να ζητήσουν από την ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία που βρισκόταν στο Παρίσι την αποστολή στρατιωτικού σώματος στη Σμύρνη. Έτσι, λοιπόν, στις 12 Μαΐου 1919 ο αρχηγός της ελληνικής αποστολής, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, έλαβε την άνωθεν εντολή. Επρόκειτο για μία απόφαση η οποία στηρίχθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό, David Lloyd George, και υιοθετήθηκε από τις Η.Π.Α. και τη Γαλλία.
Η απόφαση αυτή όμως, δεν ήταν κάτι που ανακοινώθηκε απροσδόκητα στην ελληνική αντιπροσωπεία. Η τελευταία, με εξέχοντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όσο διάστημα βρισκόταν στο Παρίσι παρουσίαζε συνεχώς τις διεκδικήσεις της. Συγκεκριμένα επιθυμούσε την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, της Θράκης, της Βορείου Ηπείρου, τα εναπομείναντα υπό οθωμανική κατοχή νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και, τέλος, το Βιλαέτι της Σμύρνης. Αυτές οι εδαφικές διεκδικήσεις τονίζονταν τόσο στους εκπροσώπους των υπολοίπων κρατών που βρίσκονταν στο Παρίσι, όπως επίσης και στον Τύπο. Ο Βενιζέλος χρησιμοποίησε την εξαιρετική ρητορική ικανότητα και την εμπειρία που, πλέον, διέθετε στο διπλωματικό πεδίο, προκειμένου να πετύχει τους στόχους του, μέρος των οποίων φαινόταν να επιτυγχάνονται τη 12η Μαΐου 1919.
Έπειτα από 3 μέρες, στις 15 Μαΐου, η νηοπομπή που μετέφερε το στρατιωτικό σώμα στη Σμύρνη, την πρώτη Μεραρχία, και τις πρώτες πρωινές ώρες ξεκίνησε η αποβίβαση των στρατιωτών στην πόλη της Μικράς Ασίας. Το, έντονο, ελληνικό στοιχείο της πόλης έκανε δεκτό με ενθουσιασμό το ελληνικό στράτευμα. Ωστόσο, κρινόταν ζωτικής σημασίας η αρμονική συνύπαρξη με τον οθωμανικό πληθυσμό και τις οθωμανικές υπηρεσίες που προϋπήρχαν στην πόλη. Αυτή ήταν και μία από τις βασικές αποστολές του Ύπατου Αρμοστή, Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος αφίχθη στη Σμύρνη λίγες μέρες αργότερα.
Πράγματι, από την πρώτη στιγμή η διατήρηση των ισορροπιών εξελίχθηκε σε κύριο μέλημα του Αρμοστή. Συγκεκριμένα, δεν προχώρησε στην απόλυση των Οθωμανών διοικητικών υπαλλήλων, ενώ τα έσοδα που προέκυπταν από τη φορολόγηση κατανέμονταν όπως και στο παρελθόν. Τέλος, έγινε σύσταση στους Έλληνες αξιωματικούς να διευκολύνουν όσο μπορούν το έργο των Οθωμανών διοικητών. Με τα μέτρα αυτά είναι φανερή η προσπάθεια που κατεβλήθη, προκειμένου να αποφευχθούν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, προσπάθεια που σε μεγάλο βαθμό μπορεί να κριθεί επιτυχής.
Έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση κατά την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης του ελληνικού στρατού στο Βιλαέτι της Σμύρνης. Οπωσδήποτε, επρόκειτο για μία σημαντική διπλωματική επιτυχία, τον προάγγελο της Συνθήκης των Σεβρών. Επιπλέον, θα μπορούσε να θεωρηθεί η «αρχή των πάντων», καθώς η Σμύρνη αποτέλεσε την έδρα της μεγάλης εξόρμησης που ακολούθησε, της στρατιωτικής περιπέτειας στη Μικρά Ασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μιχαηλίδης, Ιάκωβος (2018), «Μικρασιατική Καταστροφή», Μικρές Εισαγωγές, no. 15, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος
- Συλλογικό Έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών