Του Βασίλη Μυρλίδη,
Η ενέργεια αποτελεί αναγκαία εισροή για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της ενεργειακής κρίσης, είναι επιτακτική ανάγκη, όχι μόνο να αυξήσουμε την παραγωγή ενέργειας από αειφόρες πηγές, αλλά και να περιορίσουμε την υφιστάμενη κατανάλωση, όπου αυτό είναι δυνατόν. Η κατανάλωση ενέργειας που προκύπτει από τις ενεργειακές ανάγκες του κτηριακού τομέα στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύει το 41% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας (Τ.Κ.Ε.). Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κατανάλωσης ανήκει στον οικιακό τομέα (μερίδιο 26% στο 41% του συνόλου), με το μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης ενέργειας να προέρχεται από θέρμανση χώρων, έπειτα από τις ηλεκτρικές συσκευές και τέλος από άλλες πηγές (φωτισμός κλπ). Η ψύξη χώρων δεν καταλαμβάνει μεγάλο ποσοστό. Για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω, οι ενεργειακές αναβαθμίσεις-ανακαινίσεις των κατοικιών, δυνητικά μπορούν να συμβάλλουν τα μέγιστα στη μείωση της Τ.Κ.Ε.
Η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικία του κτηριακού αποθέματος. Σύμφωνα με την απογραφή κτηρίων της ΕΛΣΤΑΤ, οι κατοικίες στην Ελλάδα ήταν συνολικά 6,4 εκατ., εκ των οποίον οι 4,1 εκατ. κατοικούμενες. Οι περισσότερες κατοικίες χτίστηκαν πριν τη δεκαετία του ‘70, στη δεκαετία του ‘80 και στη δεκαετία του ‘90. Ο αριθμός κατασκευών συνεχίζει με πτωτική πορεία και από το 2006 και μετά έχουμε τους μικρότερους αριθμούς κτηρίων ανά περίοδο κατασκευής. Συγκεκριμένα, μετά το 2008 και την οικονομική κρίση οι κατασκευές στο κτηριακό τομέα συρρικνώθηκαν περίπου 4 φορές.
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το διάγραμμα, η πλειονότητα των κτηρίων κτίστηκαν πριν το 1981 και επομένως έχουν χαμηλά επίπεδα θερμικής προστασίας. Τα κτίρια που κατασκευάστηκαν μετά το 2010, ναι μεν ακολουθούν τα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης της Ε.Ε., αλλά είναι πολύ λίγα σε αριθμό. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση ενεργειακής απόδοσης κτιρίων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των κτιρίων που υπήρχαν το 2019 στην Ελλάδα (περίπου το 69% του συνόλου) κατατάσσεται στις χαμηλότερες ενεργειακές κλάσεις (Ε-Η). Αντίθετα, μόλις το 6% των κτιρίων κατατάχθηκαν στις υψηλότερες κατηγορίες (Α-Β), ενώ το 28,8% στις Γ-Δ κατηγορίες, χωρίς να σημειώνονται αξιοσημείωτες μεταβολές στην ταξινόμηση των οικιακών κτηρίων σε επίπεδο ενεργειακής κλάσης τα τελευταία χρόνια.
Τα χαρακτηριστικά του υφιστάμενου αποθέματος κατοικιών στην Ελλάδα δημιουργούν την ανάγκη για ουσιαστικές παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας, όπως θερμομόνωση, αναβάθμιση συστημάτων θέρμανση-ψύξης και αντικατάσταση κουφωμάτων. Οι παρεμβάσεις αυτές θα συμβάλουν ουσιαστικά στην εξοικονόμηση ενέργειας, θα μειώσουν τα έξοδα και θα τονώσουν την εγχώρια οικονομία. Στην πλειονότητα των κτιρίων, σύμφωνα με επιθεώρηση που έλαβε χώρα το 2019, που μετρήθηκε η ενεργειακή αποδοτικότητα κτιρίων στην Ελλάδα, ανάλογα με τον τύπο κτιρίου και την περιοχή παρέμβασης θα μπορούσε να επιτευχθεί από 43% έως 71% εξοικονόμηση ενέργειας. Από το παρακάτω διάγραμμα παρατηρούμε ότι μία μέση εξοικονόμηση ενέργειας 40% συνεπάγεται μείωση της ενεργειακής δαπάνης κατά €493 ετησίως (σε σύνολο €1.232 πριν την εξοικονόμηση). Συμπεραίνουμε πως, ιδίως στην Ελλάδα, η ενεργειακή αναβάθμιση-ανακαίνιση του κτιριακού τομέα πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα.
Όσων αφορά τα δημόσια κτίρια, έχουν δρομολογηθεί μελέτες ενεργειακής αναβάθμισης με σκοπό το 2030 τα περισσότερα να ανήκουν στις υψηλότερες κατηγορίες ενεργειακής απόδοσης. Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, όμως, των ιδιόκτητων κατοικιών και κτιρίων είναι μια διαφορετική υπόθεση. Καθώς, παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη, η ενεργειακή αναβάθμιση απαιτεί υψηλή αρχική επένδυση από την πλευρά των νοικοκυριών, ενώ η ωφέλεια της αναβάθμισης έρχεται σταδιακά. Δεδομένου ότι η συγκέντρωση των απαιτούμενων κεφαλαίων αποτελεί πρόκληση για την πλειονότητα των Ελληνικών νοικοκυριών, τα προγράμματα που προσφέρουν επιδοτήσεις ή άλλα κίνητρα φαίνεται ότι είναι απαραίτητα προκειμένου να υλοποιηθούν οι αναβαθμίσεις. Στις μέρες μας, φυσικά, υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες χρηματοδότησης, ώστε ο ενδιαφερόμενος επενδυτής, ιδιωτική εταιρεία ή κρατική οντότητα να μπορεί να αντλήσει κεφάλαια και τεχνογνωσία, προκειμένου να προβεί σε μικρές και μεγάλες ενεργειακές επενδύσεις.
Χρηματοδότηση, αρχικά, μπορεί να βρεθεί από ευρωπαϊκές πηγές, είτε μέσω επιστρεπτέων ενισχύσεων, πόρους από ταμεία και προγράμματα συνδυασμένα με άλλες πηγές (ευρωπαϊκό ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης, πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας Horizon Europe, το πρόγραμμα Connecting Europe Facility (C.E.F.), το ευρωπαϊκό ταμείο Δίκαιης Μετάβασης κ.ά.), είτε μέσω κεφαλαίων που παρέχονται από ευρωπαϊκές επενδυτικές τράπεζες (European Investment Bank, E.B.R.D.). Ακόμα, σημαντικό ρόλο θα έχουν τα κεφάλαια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Για την Ελλάδα αναλογούν κονδύλια ύψους €32 δις (2021-2023) και σε συνδυασμό με τα περίπου €20 δις από το Ε.Σ.Π.Α. (2021-2027) αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Επίσης, σημαντική συμβολή μπορούν να έχουν οι εθνικές πηγές χρηματοδότησης μέσω του τακτικού προϋπολογισμού διάφορων ταμείων, τα εθνικά (συγχρηματοδοτούμενα) προγράμματα για την κλιματική αλλαγή (Εξοικονομώ κατ’ οίκων, Ηλέκτρα) είτε από πιο σύνθετα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως πράσινα ομόλογα και συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι οι Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης (Σ.Ε.Α.-E.P.C.) είναι μια καινοτόμα μορφή χρηματοδότησης, καθώς επιτρέπουν τη χρηματοδότηση ενεργειακών αναβαθμίσεων από την ωφέλεια που προκύπτει στα κτίρια από τις μειώσεις του ενεργειακού κόστους. Με μία Σ.Ε.Α. ένας εξωτερικός οργανισμός (εταιρεία ενεργειακών υπηρεσιών-E.S.CO.) υλοποιεί ένα έργο ενεργειακής αναβάθμισης ή ένα έργο Α.Π.Ε. και χρησιμοποιεί το όφελος σε χρηματικές μονάδες που προέρχεται από την εξοικονόμηση ενέργειας ή μέσω των κερδών από την παραγόμενη ενέργεια των Α.Π.Ε. για την αποπληρωμή του κόστους. Επίσης, είναι δυνατόν να υπάρξει χρηματοδότηση μέσω του λογαριασμού, συνδέοντας δηλαδή την αποπληρωμή του κόστους των αναβαθμίσεων με τον λογαριασμό επιτρέποντας, έτσι, στους πελάτες να αποπληρώσουν μέρος ή το σύνολο των δαπανών με την πάροδο του χρόνου. Δίνεται, έτσι, η ευκαιρία παροχής βελτιώσεων υποδομής σε εγκαταστάσεις που διαφορετικά για λόγους έλλειψης τεχνογνωσίας, σχεδιασμού, κεφαλαίου, ανθρώπινου δυναμικού κ.α. δεν θα ήταν δυνατό. Πρέπει να σημειωθεί, ότι τα απαιτούμενα κεφάλαια μπορεί να προέρχονται από επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, το κράτος ή τρίτα μέρη. Η E.S.CO. αναλαμβάνει τον τεχνικό κίνδυνο και εγγυάται την εξοικονόμηση, καθώς αυτή πληρώνεται από τις αποταμιεύσεις, αν δεν υπάρχει εξοικονόμηση δεν υπάρχει πληρωμή. Αυτό συμβαίνει, γιατί η μεθοδολογία της σύμβασης δεν είναι καθοδηγούμενη από τις τιμές, όπως μια παραδοσιακή σύμβαση, αλλά έχει ως πυλώνα την επίτευξη αποτελεσμάτων.
Οι εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών, είτε αυτές είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις είτε δημόσιες υπηρεσίες, μπορούν να προσφέρουν ολοκληρωμένες λύσεις, από τον σχεδιασμό της ανακαίνισης μέχρι την εύρεση της χρηματοδότησης σε αντίθεση με το ατομικό μοντέλο που ο ιδιοκτήτης συντονίζει όλες τις ενέργειες (εύρεση χρηματοδότησης, σχεδιασμός της ανακαίνισης, συνεννόηση με τον κάθε προμηθευτή ξεχωριστά). Το μοντέλο της εταιρείας ενεργειακών υπηρεσιών δυνητικά αναλαμβάνει να παρέχει στον πελάτη όλες τις πληροφορίες, τα συμβόλαια και τη διαχείριση του έργου, την εύρεση χρηματοδότησης ή να παρέχει ακόμη και συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης.
Αν και υπάρχουν εμπόδια που προκύπτουν από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, την οικονομική κατάσταση, την ενεργειακή κρίση και την ύφεση στην οικονομία, υπάρχουν πολλά εργαλεία και δοκιμασμένες πρακτικές που δίνουν την ευκαιρία να αλλάξει το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και να χρηματοδοτηθεί η ενεργειακή μετάβαση. Γενικά, εάν θέλουμε να πετύχουμε κλιματικούς στόχους, να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσης μας και να πετύχουμε ενεργειακή ουδετερότητα, ο στόχος για απαλλαγή από τον άνθρακα και η μεταστροφή σε παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πρέπει να είναι από τις πρώτες προτεραιότητες των φορέων χάραξης πολιτικής. Διαφορετικά, θα βιώσουμε τις συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής στο έπακρο, κάτι που δεν θα είναι ευχάριστο για κανέναν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απογραφή πληθυσμού-κατοικιών 2011, ΕΛΣΤΑΤ, statistics.gr, διαθέσιμο εδώ
- Energy efficiency indicator database, IES
- Ο Τομέας Ενέργειας στην Ελλάδα: Τάσεις, Προοπτικές και Προκλήσεις, Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, ΙΟΒΕ, Απρίλιος 2021
- Ο Ελληνικός Ενεργειακός Τομέας ΙΕΝΕ, Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ετήσια έκθεση 2020