Του Τάσου Μοσχονά,
Με χαρακτηριστική φωνή, ευφυΐα και ιδιαίτερη γοητεία, η Ζαν Μορό κατέστη μια από τις μεγαλύτερες Γαλλίδες σταρ της δεκαετίας του ’60, σηματοδοτώντας την περίοδο του Γαλλικού Νέου Κύματος και φέρνοντας επανάσταση με τους χαρακτήρες τους οποίους ερμήνευε σε θέατρο και κινηματογράφο. Διατηρώντας ένα «ονειρικό» ύφος, μα που συνάμα πατά στη Γη, η Μορό, ως μια εκ των πλέον ταλαντούχων ηθοποιών, χαρακτηρίστηκε από τον Όρσον Γουέλς ως η «σπουδαιότερη ηθοποιός στον κόσμο» και ως η ενσάρκωση των νέων πολύπλοκων γυναικείων χαρακτήρων, πέρα από στερεοτυπικές συμβάσεις και πρότυπα παλαιότερων δεκαετιών.
Η ηθοποιός που όσο λίγες έχει συνδεθεί με τη Γαλλία και το αρχέτυπο της σύγχρονης Γαλλίδας γυναίκας είχε αγγλική καταγωγή από τη μητέρα της, που ήταν περφόρμερ και χορεύτρια, και γεννήθηκε το 1928. Ο πατέρας της, Ανατόλ Μορό, ήταν ιδιοκτήτης καφέ. Καρπός της σχέσης τους η Ζαν, που γεννιέται στη Μονμάρτρη του Παρισιού. Αρχικά, η Ζαν ήθελε να γίνει χορεύτρια σαν τη μητέρα της, μια επίσκεψη, όμως, στην Comedie Française αρκούσε για να της ενσταλάξει το πάθος για την υποκριτική. Το σχολείο και οποιαδήποτε άλλη προοπτική μπήκε ξαφνικά σε δεύτερη μοίρα.
Όταν η Ζαν αποκάλυψε στον πατέρα της την επιθυμία της για καριέρα ως ηθοποιός, εκείνος την αποκάλεσε «τσούλα» και «ξετσίπωτη». Ευτυχώς, η μητέρα της τη στήριξε και έτσι στα 18 εισήχθη στην Ανώτατη Δραματική Σχολή του Παρισιού. Ο πατέρας της κατάφερε να συμφιλιωθεί μαζί της μόλις λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, το 1975.
Στο τελευταίο της έτος στη Δραματική Σχολή, προσεγγίστηκε από τον γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη Jean Vilar, ώστε να πρωταγωνιστήσει στην παράσταση “A Month In The Country” του πρώτου Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν. Ως αποτέλεσμα της εμφάνισης αυτής, υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με την Comedie Française. Εκεί γνώρισε και τον πρώτο της σύζυγο, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Jean-Louis Richard, τον οποίο και παντρεύτηκε το 1948. Οι δύο τους απέκτησαν έναν γιο και χώρισαν δύο χρόνια αργότερα.
Αφού έφυγε από την Comedie Francaise το 1952, ένωσε ξανά τις δυνάμεις της με τον Ωιλαρ, στο Theatre National Populaire, και πρωταγωνίστησε σε διάσημες παραστάσεις και ρόλους του θεατρικού ρεπερτορίου, όπως στο “La Machine Infernale” του Ζαν Κοκτώ και στη «Λυσσασμένη Γάτα», σε σκηνοθεσία Peter Brook. Στην τελευταία αυτή παράσταση θεατής ήταν ο τότε ανερχόμενος 25χρονος σκηνοθέτης Λουί Μαλ και ό,τι επακολούθησε αποτελεί ιστορία.
Η Μορό, που μέχρι τότε είχε να επιδείξει πολύ μικρούς ρόλους σε ταινίες, επιλέγεται από τον Μαλ ως πρωταγωνίστρια του νουάρ Ασανσέρ για Δολοφόνους, του 1958. Το ατμοσφαιρικό θρίλερ έκανε αμέσως αίσθηση, με την ερμηνεία της Μορό να εξαίρεται για το μυστηριώδη χαρακτήρα και τη φυσική, ανεπιτήδευτη παρουσία της. Το ίδιο έτος πρωταγωνιστεί και στους Εραστές του ιδίου σκηνοθέτη, σε μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση, μιας και επικεντρωνόταν στην επιθυμία της πρωταγωνίστριας να αναζητήσει σεξουαλική ικανοποίηση εκτός του γάμου της. Οι δύο τους είχαν και σύντομη σχέση, που, όμως, εξαιτίας των γυρισμάτων και κυκλοφορίας της ταινίας, διαλύθηκε. Παρέμειναν, όμως, καλοί φίλοι και ο Μαλ έμελλε να τη σκηνοθετήσει σε δύο ακόμα ταινίες, τη Φλόγα που Τρεμοσβήνει του 1962 και το Βίβα Μαρία του 1965.
Η Ζαν Μορό αποτελούσε το αδιαμφισβήτητο σύμβολο του Γαλλικού Νέου Κύματος, μαζί με την Άννα Καρίνα και την Μπριζίτ Μπαρντό. Κατά τη δεκαετία του ’60 και για περίπου 20 χρόνια, κατάφερε να συνεργαστεί με μερικούς από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες παγκοσμίως. Ταυτόχρονα, είχε καταστεί μια από τις κορυφαίες σταρ της εποχής. Το 1960, κερδίζει, από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη, το βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ των Καννών, για το Moderato Cantabile του Peter Brook, σε σενάριο της Marguerite Duras. Το 1961 συμμετέχει στο εμβληματικό La Notte του Ιταλού Michelangelo Antonioni, ενισχύοντας την εντύπωση πως πρόκειται για ηθοποιό με ιδιαίτερη έμφαση σε περίπλοκους ρόλους, που αποδίδουν ένα συναίσθημα μοναξιάς και αποστασιοποίησης.
Αυτή την εντύπωση ανέτρεψε ο σπουδαίος Φρανσουά Τριφό, στον ίσως γνωστότερο ρόλο της καριέρας της Μορό, την Κατρίν στο Ζιλ και Τζιμ του 1962. Στην εμβληματική για το Γαλλικό Νέο Κύμα ταινία, η Κατρίν κλέβει την παράσταση με την ενέργεια και τη ζωτικότητά της, καθώς και με το πολύπλοκο πορτρέτο της θηλυκότητας που έφερνε στο τραπέζι.
Οι ιδιαίτεροι ρόλοι και οι συνεργασίες συνεχίστηκαν, καθιστώντας την μια από τις πιο ακριβοπληρωμένες και περιζήτητες ηθοποιούς της γενιάς της. Η ευχέρειά της δε στην αγγλική γλώσσα της επέτρεψε να ακολουθήσει και διεθνή καριέρα. Xαρακτηριστικά, και εκτός μεγάλων Γάλλων σκηνοθετών, όπως ο Μαλ, ο Γκοντάρ, ο Τρυφώ, ο Ρενουάρ και ο Βαντίμ, συνεργάστηκε με μερικούς από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους και Αμερικανούς σκηνοθέτες, όπως ο Μπουνιουέλ, ο Ρίτσαρντσον και ο Ελία Καζάν. Ο κορυφαίος Όρσον Γουέλς συνεργάστηκε μαζί της σε πέντε ταινίες, το The Trial (1962), το Chimes at Midnight (1966), το Ιmmortal Story (1968) και τα ημιτελή The Deep και The Other Side of the Wind.
H καριέρα της συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’70, με ταυτόχρονη την επιστροφή της στο θέατρο. Το 1977 παντρεύεται τον σκηνοθέτη William Friedkin, με τον οποίο χωρίζει μετά από δύο χρόνια, ενώ σκηνοθετεί και δύο ταινίες που αφορούν ζωή ηθοποιών, το Lumiere (1976) και το The Adolescent (1979), ενώ τo 1982 πρωταγωνιστεί στην τελευταία ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Querelle.
Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Μορό εμφανίζεται σε διάφορες σειρές της Βρετανικής τηλεόρασης, ενώ συνεχίζει ακάθεκτα την καριέρα της σε ταινίες, όπως το Nikita (1990) του Λικ Μπεσόν και το Time to Leave του Φρανσουά Οζόν. Το 1991 πρωταγωνίστησε στο Μετέωρο Βήμα του Πελαργού του δικού μας Θεόδωρου Αγγελόπουλου, πλάι στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Με μια καριέρα που άγγιξε τα 60 χρόνια, έφυγε από τη ζωή στις 31 Ιουλίου του 2017, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη για τον γαλλικό και παγκόσμιο κινηματογράφο, με ριζοσπαστικούς ρόλους που έσπασαν στερεότυπα και αποτέλεσαν το έναυσμα για το πέρασμα σε μια νέα εποχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Jeanne Moreau, French New Wave Icon, Dead at 89, Rolling Stone, διαθέσιμο εδώ
- Jeanne Moreau, Femme Fatale of French New Wave, Dead at 89, The New York Times, διαθέσιμο εδώ
- Ζαν Μορό: η πασιονάρια του γαλλικού σινεμά, Lifo, διαθέσιμο εδώ