Του Σταύρου Μητσιάνη,
Ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (241-187 π.Χ.) ανέβηκε στον θρόνο του Σελευκιδικού βασιλείου το 222 π.Χ., ενώ ήταν μόνο 19 ετών. Η ζωή του αποδείχθηκε πολυτάραχη ήδη από πολύ μικρή ηλικία, καθώς κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις. Την πρώτη εσωτερική πρόκληση αποτέλεσε ο Μόλων, ο διοικητής των άνω σατραπειών και, συγκεκριμένα, της Μηδίας. Αυτός απέσπασε τις άνω σατραπείες από τον σελευκιδικό έλεγχο και κατέκτησε τη Βαβυλώνα, ενώ αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Ο Αντίοχος, βέβαια, αν και νεαρός ακόμα, κατάφερε να τον εξοντώσει και να ανακαταλάβει τα εδάφη του, έπειτα από δύο χρόνια πολέμου (220 π.Χ.).
Αμέσως μετά, ο Αχαιός, ο διοικητής των κτίσεων της Μικράς Ασίας, εξεγέρθηκε και, όπως ο Μόλωνας, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Ο Αντίοχος, όμως, αντί να αντιδράσει αστραπιαία εναντίον του, προτίμησε να συγκρουσθεί πρώτα με τον Πτολεμαίο Δ΄ (245-204 π.Χ.) για την κυριότητα της νότιας Συρίας. Ο Δ΄ Συριακός Πόλεμος (219-217 π.Χ.) έληξε με ήττα του Σελευκίδη βασιλέα στη μάχη της Ραφίας (217 π.Χ.). Τα επόμενα τρία χρόνια (216-213 π.Χ.), ο Αντίοχος κατάφερε να καταπνίξει την εξέγερση του Αχαιού. Έτσι, μετά από αρκετά χρόνια διαμαχών, ο Αντίοχος πέτυχε την πολυπόθητη συνοχή του βασιλείου του και μπορούσε πια να στρέψει το βλέμμα του ανατολικότερα.
Το επόμενο εγχείρημα του Αντιόχου υπήρξε πολύ φιλόδοξο και έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως «Ανάβασις», εξισώνοντάς την με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Αιτία αυτής της απόφασης υπήρξε η ανεξαρτητοποίηση των σατραπειών της Παρθίας και της Βακτρίας στο βόρειο Ιράν και στο Αφγανιστάν. Όμως, ο Αντίοχος σκόπευε να κατακτήσει και περιοχές, οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ υπό τη σελευκιδική εξουσία, όπως το βασίλειο της Αρμενίας και τις ινδικές σατραπείες της Αραχωσίας και των Παροσαμισάδων.
Το 213 π.Χ., ο Αντίοχος αναχώρησε μαζί με το στράτευμά του από την Αντιόχεια της Συρίας και κατευθύνθηκε προς στην Αρμενία, όπου έφτασε, τελικά, το 212 π.Χ. Κατανίκησε τον βασιλιά Ξέρξη της Αρμενίας, ο οποίος είχε οχυρωθεί στην περιοχή της Σωφηνής, στη δυτική Αρμενία και, συγκεκριμένα, στην πρωτεύουσά του, Αρμόσατα. Μετά την πρώτη σύγκρουση, οι δύο βασιλείς συμφωνήσαν σε μια συνθήκη ειρήνης, η οποία προέβλεπε χρηματικό φόρο 300 τάλαντων στον Αντίοχο, όπως, επίσης, και εφοδιασμό του σελευκιδικού στρατού με 1.000 άλογα και μουλάρια. Επιπλέον, μέσω του θεσμού της επιγαμίας και για να αυξήσει την επιρροή του στην Αρμενία, ο Αντίοχος πάντρεψε την κόρη του, Αντόχιδα, με τον Ξέρξη.
Αφού το μέτωπο στην Αρμενία είχε σταθεροποιηθεί, ο Αντίοχος κατευθύνθηκε προς τη Μηδία και, συγκεκριμένα, στα Εκβάτανα, οπού έκανε μια πολύ αναγκαία στάση, με σκοπό τον ανεφοδιασμό και την ξεκούραση των στρατιωτών του. Η στάση αυτή κράτησε έναν χρόνο (211-210 π.Χ.) και αναφέρεται πως το στράτευμά του αποτελούταν από 100.000 οπλίτες και 20.000 ιππείς, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Ένα σημαντικό συμβάν, κατά τη διάρκεια της στάσης του στα Εκβάτανα, είναι η λεηλασία του ναού της Αναίτιδας, κατά την οποία ο Αντίοχος άρπαξε πολύτιμα μέταλλα, με σκοπό να κόψει νόμισμα, για να μπορέσει να πληρώσει το υπέρογκο στράτευμά του. Η πράξη αυτή αποκαλύπτει τη ζοφερή κατάσταση του βασιλικού θησαυροφυλακίου, μετά από τόσα χρόνια εκστρατειών και πολέμων.
Το 209 π.Χ., ο Αντίοχος αναχώρησε από τα Εκβάτανα και εισέβαλε στην Παρθία. Παράλληλα, ο βασιλιάς των Πάρθων, Αρσάκης Β΄ (211-191 π.Χ.), υποχώρησε στην Υρκανία, στο βόρειο Ιράν, μόλις πληροφορήθηκε για την εισβολή των Σελευκιδών. Ο Αντίοχος κατέκτησε την πρωτεύουσα των Πάρθων, Εκατόμπυλο, και, μέσω του Καυκάσου, ακολούθησε τον Αρσάκη στην Υρκανία. Ο Αρσάκης οχυρώθηκε σε μια ορεινή και καλά προστατευμένη πόλη, που ονομαζόταν Σίρυγγα (Sirynx) και περίμενε την επέλαση του Αντιόχου. Οι Σελευκίδες πολιόρκησαν την πόλη με επιτυχία, ο Αρσάκης, όμως, ως αντίποινα, έσφαξε όλον τον ελληνικό πληθυσμό που υπήρχε στην πόλη. Το τι επακολούθησε είναι άγνωστο και οι μόνες πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τη συνομιλία των δύο ανδρών αναφέρουν πως ο Αντίοχος σύναψε συνθήκη συμμαχίας με τον Αρσάκη.
Ο επόμενος στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάληψη του βασιλείου της Βακτριανής, το οποίο είχε ανεξαρτητοποιηθεί από τον σελευκιδικό έλεγχο. Η πρώτη σύγκρουση με τον βασιλιά της, Ευθύδημο Α΄ (260-200 π.Χ.), πραγματοποιήθηκε στον ποταμό Άρειο (Ηari-Rud), κατά την οποία, αν και ο Ευθύδημος είχε κινητοποιήσει μια σημαντική δύναμή 10.000 ιππέων, ηττήθηκε από τον Αντίοχο. Βέβαια, ο Ευθύδημος είχε συγκεντρώσει τον όγκο των δυνάμεών του στην πρωτεύουσά του, Βάκτρα, την οποία οι Σελευκίδες πολιόρκησαν για τρία χρόνια (209-206 π.Χ.). Τελικά, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ανακωχή και σε συνθήκη ειρήνης. Ο Ευθύδημος επιχειρηματολόγησε πως πήρε την εξουσία από τους στασιαστές και ότι στην ουσία ενέργησε υπέρ του Αντιόχου. Επιπλέον, λόγω των νομάδων που κατέβαιναν από τα βόρεια, παρακάλεσε τον Αντίοχο να μην προβούν σε περαιτέρω ρήξεις, καθώς αυτό θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή και θα άνοιγε τον δρόμο σε νομαδικές επιδρομές. Ο Αντίοχος συμφώνησε και σύναψαν συνθήκη συμμαχίας.
Η συμφωνία προέβλεπε τη διατήρηση του τίτλου του βασιλιά στον Ευθύδημο, καθώς και τη διατήρηση της επικράτειάς του, με αντάλλαγμα πολεμικούς ελέφαντες για τον σελευκιδικό στρατό και την επιγαμία μιας σελευκιδικής πριγκίπισσας με τον γιο του Ευθυδήμου, Δημήτριο, με αποτέλεσμα τη σύσφιξη των σχέσεων των δυο βασιλείων.
Το τελευταίο στάδιο της εκστρατείας σηματοδότησε η άφιξη του Αντιόχου στην Αραχωσία και τους Παροσαμισάδες το 205 π.Χ. Η κατάσταση είχε αλλάξει από τον καιρό του Σέλευκου Α΄, διότι το ινδικό βασίλειο των Μαούρυα είχε διασπαστεί σε μικρά βασίλεια και μαστιζόταν από εμφύλιο πόλεμο. Αξιολογώντας την κατάσταση, ο Αντίοχος συμπέρανε ότι θα ήταν αδύνατο να επιβληθεί σε μια τόσο μακρινή περιοχή, ενώ ήδη υπήρχαν δύο ανεξάρτητα βασίλεια ανάμεσα στα εδάφη του και την Ινδία. Έτσι, απαίτησε φόρο από ένα τοπικό βασιλιά, τον Σοφαγασηνό. Κατάφερε να αποσπάσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και μερικούς ακόμα πολεμικούς ελέφαντες από τον Ινδό μονάρχη.
Σε αυτό το σημείο, η εκστρατεία είχε λήξει και ο Αντίοχος ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Πέρασε δυτικά μέσα από την Αραχωσία μέχρι και την Αραβία, όπου λέγεται πως κατάφερε να υποτάξει ένα αραβικό βασίλειο, κατακτώντας την πρωτεύουσά τους, Γέρρα. Αφού απαίτησε υπέρογκους φόρους, ο Σελευκίδης Βασιλιάς κατευθύνθηκε με τον στόλο του στην Τύλο και, έπειτα, στη Σελεύκεια επί του τίγρη, όπου και επίσημα έληξε η πολύφημη Ανάβασή του.
Η γενική αποτίμηση της εκστρατείας του Αντιόχου είναι άκρως θετική. Η απόπειρα της επιβεβαίωσης της σελευκιδικής επιρροής στην Ανατολή και η αναστήλωση της εξουσίας του βασιλιά στις σατραπείες στέφθηκε με επιτυχία. Επιπλέον, με αυτή του την εκστρατεία, ο Αντίοχος αποθεώθηκε από τον λαό του και τους υπολοίπους ελληνιστικούς ηγεμόνες, ενώ απέκτησε τον τίτλο «Μέγας», τον οποίο λίγοι άνθρωποι μετά τον Αλέξανδρο κατάφεραν να αποκτήσουν. Τέλος, το βασιλικό θησαυροφυλάκιο αποκαταστάθηκε λόγω των φόρων που εξασφάλισε από τους ανατολικούς ηγεμόνες. Βέβαια, οι σατραπείες των Πάρθων και της Βακτρίας παρέμειναν σελευκιδικού ελέγχου και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους.
Ο Αντίοχος Γ΄ ήταν ο τελευταίος Σελευκίδης Βασιλιάς που πραγματοποίησε μια ολοκληρωμένη ανατολική εκστρατεία και αποκατέστησε πλήρως το βασίλειό του. Τα επιτεύγματά του αυτά τον κατέστησαν τον κορυφαίο Σελευκίδη βασιλιά και του έδωσαν επάξια μια θέση δίπλα στον Αλέξανδρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (2020), Οι ελληνιστικοί κόσμοι: από τον Νείλο στον Ινδό ποταμό, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
- Polybius (2011), The Histories, Volume III: Books 5-8, μτφ. W. R. Paton. Cambridge, MA: Harvard University Press
- Shipley, G. (2012), Ο ελληνικός κόσμος μετά τον Αλέξανδρο 323-30 π.Χ., Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης