Του Βασίλη Καρατσιώλη,
Με σκοπό την ανάλυση του ιστορικού γεγονότος που αναφέρεται στον τίτλο, θα γίνει προσπάθεια εισαγωγής του αναγνώστη στη ρωσικά ελεγχόμενή Κεντρική Ασία στα τέλη του 19ου αιώνα και στης αρχές του 20ού. Πριν τις ρωσικές κατακτήσεις, που διήρκησαν περίπου μισό αιώνα (1839-1895), ο πληθυσμός της περιοχής των πέντε σημερινών κρατιδίων (Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν και Τατζικιστάν) αριθμούσε περίπου στις 8 εκατομμύρια ψυχές. Από αυτούς, το 90% αποτελούσαν τουρκικά φύλα και το 10% ιρανικά (Τάτζικοι). Τα νομαδικά φύλα αποτελούνταν αποκλειστικά από Καζάκους, Κιργίσιους, Τουρκμένους και οι αγροτικοί και αστικοί πληθυσμοί από τουρκικά φύλα, όπως τους Ουζμπέκους τους Καρακαλπάκους και το ιρανικό φύλο των Τατζίκων. Μετά τη μουσουλμανική αραβοπερσική εξάπλωση τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ., αυτές οι περιοχές υποδέχτηκαν το Ισλάμ με πολύ πιο εγκάρδιο τρόπο οι αστικοί-αγροτικοί πληθυσμοί από τους νομαδικούς. Οι έννοιες της εθνικότητας και του έθνους ήταν ανύπαρκτες καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης αυτών των λαών και οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν καθαρά φατριαρχικές ή φυλετικές.
Καθώς μπαίνουμε στο θέμα, για την εύκολη κατανόηση των παρακάτω γεγονότων, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στη γεωγραφία της περιοχής μετά τη ρωσική κατάκτηση. Η Ρωσία άρχισε να εισάγει ένα νέο διοικητικό σύστημα για τα κατακτημένα εδάφη. Η διοίκηση αυτή υπέστη αρκετές τροποποιήσεις και έλαβε την τελική της μορφή μόλις το 1899. Μετά από αυτή τη στιγμή, όλα τα εδάφη στην Κεντρική Ασία που προσαρτήθηκαν από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, χωρίστηκαν σε πέντε διαφορετικές δικαιοδοσίες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των προσαρτημένων εδαφών αποτέλεσε το Γενικό Κυβερνείο του Τουρκεστάν, με πρωτεύουσα την Τασκένδη, το οποίο υποδιαιρέθηκε σε πέντε περιφέρειες (ο χάρτης δίνει τις επίσημες ρωσικές ονομασίες τους): Trans-Caspian, Sïr-Darya, Samarqand, Ferghana και Semirech’e. Οι περιοχές του Akmolinsk και του Semipalatinsk αποτέλεσαν το Γενικό Κυβερνείο της Στέπας και δύο περιφέρειες, του Turgay και του Ural’sk, υπάγονταν απευθείας στον Ρώσο Υπουργό Εσωτερικών. Τα «κουτσουρεμένα» χανάτα της Bukhara και της Khiva διατηρήθηκαν υπό τους υφιστάμενους ηγεμόνες τους ως ρωσικά προτεκτοράτα.
Με τον ερχομό του 20ού αιώνα στην Κεντρική Ασία είχαν αλλάξει πολλά για τον μέσο ιθαγενή από την προ-ρωσική περίοδο. Αρχικά, είχε καταργηθεί το δουλεμπόριο που κυριαρχούσε μέχρι τα τέλη του προηγουμένου αιώνα. Επίσης, είχαν δημιουργηθεί σύγχρονες υποδομές, όπως σιδηρόδρομοι νοσοκομεία, σχολεία κ.λπ. Τέλος, είχε εντατικοποιηθεί η καλλιέργεια του βαμβακιού, στοιχείο που θα αποτελέσει και μείζονος σημασίας για το παρόν άρθρο. Πολύ σημαντικό να σημειωθεί είναι ότι μέσα σε όλα τα χρονιά της ρωσικής κατοχής, η κατάκτηση και η υπόταξη του ντόπιου πληθυσμού, με εξαίρεση τους πολεμοχαρείς Τουρκμένους, ήταν σχετικά αναίμακτη, με καλό παράδειγμα ότι με έναν ντόπιο πληθυσμό το 1911, περίπου στα 10 εκατομμύρια τα ρωσικά στρατεύματα αριθμούσαν μόνο 40.000. Παρ’ όλα αυτά, η μετανάστευση των Ρώσων και Ουκρανών εποίκων είχε αρχίσει τη δεκαετία του 1840 και μέχρι το 1914 είχε φτάσει συνολικά τα 2 εκατομμύρια. Η παρουσία αυτών των εποίκων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής. Αυτοί παρείχαν τεχνική ικανότητα για τους σιδηροδρόμους και γνώσεις για την αναπτυσσόμενη βιομηχανία, αλλά και ουσιαστικά όλες της παραγωγικές εργασίες εκτός της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, που απασχολούνταν εννοείται και οι ντόπιοι.
Πριν τη μεγάλη εξέγερση του 1916, δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού κατά της ρωσικής κυριαρχίας και ξεσπάσματα εχθρότητας κατά των Ρώσων αυξήθηκαν τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ιδίως ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του 1899-1903 και της ήττας της Ρωσίας στον πόλεμο με την Ιαπωνία, το 1904. Κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης του 1905-1906 σημειώθηκαν απεργίες και ταραχές των στρατευμάτων στο Γενικό Κυβερνείο του Τουρκεστάν, αλλά αυτή η επαναστατική δραστηριότητα αφορούσε μόνο τον ρωσικό εργατικό και αστικό πληθυσμό, με εξαίρεση τη ντόπια ιντελιγκέντσια, που σταδιακά εντάσσονταν στο επαναστατικό κίνημα. Ωστόσο, το πλήθος του ντόπιου πληθυσμού δεν συμμετείχε σε αυτήν με αξιοσημείωτο τρόπο.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα προβλήματα μεταξύ των ντόπιων και του κρατικού μηχανισμού μεγάλωσαν. Για να συνοψιστούν, εν συντομία, τα αίτια της δυσαρέστησης του ντόπιου πληθυσμού απέναντι στη ρωσική διοίκηση, αλλά και στους Ρώσους αποίκους, είναι τα εξής:
α) Διαφθορά και αναποτελεσματικότητα των αξιωματικών-διοικητών των περιφερειών της Κεντρικής Ασίας, η οποία δημιούργησε ασυλλόγιστη εκμετάλλευση των ντόπιων, με μορφή δημεύσεων περιουσίων και καταχρήσεων γης και υδάτινων πόρων
β) οι καθορισμένες τιμές του βαμβακιού που αυξήθηκε μόνο κατά 50%, έναντι του σιταριού που η τιμή του κατά τη διάρκεια του πολέμου τετραπλασιάστηκε (το αποτέλεσμα ήταν πολύ υψηλές τιμές τροφίμων και μειωμένα έσοδα από την καλλιέργεια βαμβακιού)
γ) αναγκαστική πώληση κοπαδιών και άλλων μορφών πλούτου σε προκαθορισμένες μειωμένες κρατικές τιμές για τις ανάγκες του πολέμου, αλλά και δήμευσή τους σε άλλες περιπτώσεις
δ) αύξηση φορολογίας συν δήμευση περιουσίων για τον πόλεμο, που ουσιαστικά τα καταχραζόταν η διεφθαρμένη τοπική διοίκηση
ε) επίταξη καταναγκαστικής εργασίας στα χωράφια των Ρώσων αποίκων που στρατολογήθηκαν στο μέτωπο συν καταναγκαστική εργασία στη μεταφορά αγαθών και κατασκευή υποδομών για τις ανάγκες του πολέμου στην κεντρική Ασία
στ) οι διαμάχες για καλλιεργήσιμη γη και νερό μεταξύ των ντόπιων και των αποίκων ήταν πολλές φορές αιματηρές και πολύνεκρες μεταξύ αυτών των δυο πληθυσμών
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το διάταγμα του Τσάρου (25 Ιουνίου 1916), που διέταζε τους άνδρες μη ρωσικής καταγωγής ηλικίας 19-31 ετών να εγγραφούν για εργασία στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του ρωσικού στρατού. Σύμφωνα με το καταστατικό της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, μέχρι το 1916 η εργασία στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις είχε γίνει ένα από τα τακτικά καθήκοντα που εκτελούνταν από την εθνοφυλακή και περιλάμβανε μη στρατιωτικούς άνδρες ηλικίας κάτω των σαραντατεσσάρων ετών. Ο πληθυσμός των προσαρτημένων και αποικιοκρατούμενων περιφερειών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπου μόνο λίγοι άνθρωποι μιλούσαν τη ρωσική γλώσσα, είχαν εξαιρεθεί από κάθε είδους στρατιωτική θητεία πριν από τον Ιούνιο του 1916. Με βάση αυτό το διάταγμα, ζητούνταν 250.000 ιθαγενείς για να εκτελέσουν καθήκοντα που σχετίζονταν με τον πόλεμο.
Το διάταγμα ήρθε στο αποκορύφωμα της συγκομιδής στις βαμβακοπαραγωγικές περιοχές και κατά τη διάρκεια του μουσουλμανικού μήνα νηστείας (Ramazan). Οι ταραχές και οι εξεγέρσεις άρχισαν αμέσως τον Ιούλιο και εξαπλώθηκαν σχεδόν σε όλο το ρωσικό Τουρκεστάν, τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Η ρωσική κυβέρνηση απάντησε με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και μαζικά αντίποινα. Το πιο σοβαρό ξέσπασμα στις μη νομαδικές περιοχές ήταν η εξέγερση στην περιοχή Jizzakh, όπου οι θρησκευτικοί ηγέτες κήρυξαν Ιερό Πόλεμο κατά των Ρώσων. Κατά την καταστολή αυτής της εξέγερσης, από τα ρωσικά στρατεύματα σκοτώθηκαν χίλιοι ντόπιοι και καταστράφηκε η πόλη Jizzakh.
Τον Αύγουστο, η εξέγερση εξαπλώθηκε στο Semirech’e, όπου εξελίχθηκε σε έναν ουσιαστικό πόλεμο μεταξύ των Καζακών και των Κιργιζιών από τη μία πλευρά, και των Ρώσων εποίκων από την άλλη. Τον Σεπτέμβριο, ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Τουρκομάνων του Γιομούτ κοντά στα ιρανικά σύνορα και η εξέγερσή τους καταπνίγηκε μόλις τον Δεκέμβριο. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν, επίσης, σε όλη τη στέπα του Qazaq, όπου οι πιο επίμονες μάχες έγιναν γύρω από την πόλη Turgay, η οποία πολιορκήθηκε από τους Kαζάκους από τα τέλη Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου. Οι αναταραχές σε όλη τη ρωσική Κεντρική Ασία τερματίστηκαν στα τέλη του 1916. Αλλά οι εξεγέρσεις του 1916 ήταν μόνο ο πρόλογος για τα γεγονότα της επανάστασης που ξεκίνησε τον επόμενο χρόνο.
Η σημασία όλης αυτής της αναταραχής έχει θεωρηθεί από πολλούς ιστορικούς ως η απαρχή του ρωσικού εμφυλίου και των εσωτερικών εντάσεων. Οι ανθρώπινες απώλειες υπολογίζονται σε 88.000 νεκρούς αντάρτες, με επιπλέον 250.000 να καταφεύγουν στην Κίνα, το Ιράν και το Αφγανιστάν (περισσότεροι θάνατοι εξαιτίας πείνας και κακουχίων κατά την προσφυγιά από την Κεντρική Ασία), που συνολικά αντιστοιχούν στο 20% του γηγενούς πληθυσμού της Κεντρικής Ασίας. Αντιθέτως, μόλις πάνω από 3.000 Ρώσοι έποικοι και στρατιώτες σκοτώθηκαν (τα περισσότερα θύματα Ρώσων στο Semirech’e).
Ο τρόπος της καταστολής ήταν υπερβολικά αιματηρός και, παρά τις προσπάθειες του διάσημου στρατηγού Aleksey Kuropatkin να μην γίνουν υπερβολικές βαρβαρότητες, ο τακτικός στρατός μαζί με τα σώματα των Κοζάκων του Semirech’e προκάλεσαν αμέτρητες σφαγές, αλλά με μεγαλύτερο σφαγέα τους Ρώσους αποίκους, που πολλές φορές ξεκινούσαν οι ίδιοι τις αναταραχές στην περιοχή του Semirech’e ως αντίποινα, μετά ολοκληρωνόταν ο κύκλος της βίας με αντίποινα στους ιδίους. Πολύ σημαντικό να σημειωθεί είναι ότι ο διοικητής όλων των δυνάμεων που αναπτύχθηκαν για την καταστολή της εξέγερσης (και γενικός κυβερνήτης του Vernyi) ήταν ο συνταγματάρχης P.P. Ivanov, ο οποίος αργότερα, το 1918, προήχθη και μετονομάστηκε σε στρατηγό Ivanov-Rinov, έγινε ο Ατάμανος της Σιβηρικής Κοζάκικης Στρατιάς και αρχιστράτηγος του αντιμπολσεβίκικου στρατού της Σιβηρίας, του διάσημου ηγέτη των λευκών, Alexander Kolchak. Εν κατακλείδι, οι σοβιετικοί ιστορικοί και προπαγανδιστές προσπάθησαν να παρουσιάσουν αυτήν την εξέγερση ταξική, λαϊκή και εθνικοαπελευθερωτική απέναντι στο τσαρικό καθεστώς, αλλά τα ιστορικά δεδομένα και η ανάλυση του γεγονότος δείχνουν ότι η γενική αγανάκτηση των ντόπιων δεν ήταν απέναντι μόνο στην τσαρική κυβέρνηση, αλλά και στους Ρώσους. Οι τελευταίοι, παρεμπιπτόντως, πολλές φορές αποδείχτηκαν χειρότερος εχθρός από το τσαρικό καθεστώς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Abazov, Rafis (2008), The Palgrave Concise Historical Atlas of Central Asia, New York: Palgrave Macmillan
- Christian, David (2018), A HISTORY OF RUSSIA, CENTRAL ASIA, AND MONGOLIA VOLUME II: INNER EURASIA FROM THE MONGOL EMPIRE TO TODAY, 1260–2000, New Jersey: Wiley-Blackwell
- Smele, D. Jonathan (2015), Historical Dictionary of the Russian Civil Wars, 1916–1926, Maryland: Rowman and Littlefield Publishers
- Smele, D. Jonathan (2015), The “Russian” Civil Wars, 1916–1926: Ten Years That Shook the World, U.K.: Oxford University Press
- Cloé Drieu and Alexander Morrison (2020), The Central Asian Revolt of 1916: A collapsing empire in the age of war and revolution, Manchester: Manchester University Press
- Chokobaeva, Aminat (2016), Frontiers of Violence: State and Conflict in Semirechye, 1850-1938
- Sokol, Edward Dennis (1954), The revolt of 1916 in Russian Central Asia, Maryland: Johns Hopkins University Press
- Pierce, A. Richard (1960), RUSSIAN CENTRAL ASIA 1867-1917: A study in colonial rule, California: University of California Press
- Bregel, Yuri (2003), AN HISTORICAL ATLAS OF CENTRAL ASIA, Leiden: Brill
- Hunczak, Taras (1974), Russian Imperialism from Ivan the Great to the Revolution, U.S.A.: University Press of America
- Auezova, Zifa (2016), “The Time of Ordeal: a story of the 1916 revolt in Central Asia”, The focus, No. 74