Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Η κρίση του καλοκαιριού του 1914, η οποία γρήγορα λαμβάνει ευρωπαϊκές διαστάσεις, βρήκε την Ελλάδα απροετοίμαστη. Στη σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ της Σερβίας και Αυστρίας, η Ελλάδα, αν και ήταν δεσμευμένη με την ελληνο-σερβική συμμαχία του 1913, θα παρέμενε ουδέτερη, όπως είχε δηλώσει ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτό συνέβη, γιατί το σύμφωνο προέβλεπε την υπεράσπιση της επιτιθέμενης χώρας, μόνο εάν η επίθεση προερχόταν από μια έτερα βαλκανική χώρα.
Όταν η σύγκρουση αυτή μετατράπηκε σε ευρωπαϊκή, τον Αύγουστο του 1914, ο Βενιζέλος έκρινε ότι η καταλληλότερη στάση που θα μπορούσε να κρατήσει η χώρα ήταν αυτή της προσωρινής ουδετερότητας. Σε δεύτερη φάση, όμως, θα συμμαχούσε με τις δυνάμεις της Entente (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), ύστερα από ανάλογη εντολή των τελευταίων, προκειμένου να διασφαλιστούν τα εθνικά-εδαφικά συμφέροντα της χώρας. Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν φιλογερμανικός και άρα υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία). Υποστήριξε πως η χώρα θα έπρεπε να διατηρήσει ουδέτερη στάση έως και το πέρας του πολέμου, μια απόφαση που θα λειτουργούσε υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων, καθώς δεν επιθυμούσαν τη συμμαχία της Ελλάδας με το αντίπαλο μέτωπο. Από αυτό το σημείο, θα ξεκινήσει επισήμως η πολιτική αστάθεια και ο διχασμός της χώρας.
Μετά το ξέσπασμα του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ο Βενιζέλος επιχείρησε να λάβει έκτακτα μέτρα για την οικονομία της χώρας, μέσω της επέμβασης στην αγορά συναλλάγματος και προϊόντων, η οποία αυξήθηκε, το 1917, με την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Τον Φεβρουάριο του 1915, οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να συμμαχήσει μαζί τους στην αποτυχημένη, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, το 1916, εκστρατεία στην Καλλίπολη.
Ο Βενιζέλος γνώριζε πως εάν έδινε καταφατική απάντηση, αυτό θα σήμαινε την οριστική έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να δώσει το πράσινο φως στον Βενιζέλο για την επέμβαση στη Καλλίπολη, γεγονός που οδηγεί τον τελευταίο σε παραίτησή του από τον πρωθυπουργικό θώκο τον Μάρτιο και τα ηνία της χώρας βρέθηκαν υπό την κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη. Στις 31 Μαΐου του ίδιου έτους, πραγματοποιήθηκαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε το κόμμα των Φιλελεύθερων και Πρωθυπουργός ανέλαβε για ακόμη μία φορά ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Λίγους μήνες αργότερα και, συγκεκριμένα, στις 23 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η Ελλάδα κήρυξε γενική επιστράτευση με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου. Αυτό ήταν μια απάντηση στην αντίστοιχη επιστράτευση της Βουλγαρίας, η οποία εγκατέλειψε την ουδετερότητα, συμμαχώντας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Τον Οκτώβριο, γαλλο-βρετανικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από προτροπή του Πρωθυπουργού, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Κωνσταντίνο, ο οποίος δε δίστασε να αποπέμψει τον Βενιζέλο, ισχυριζόμενος ότι δεν συμφωνούσε με τη πολιτική που ακολουθούσε ο πρώτος.
Βρισκόμαστε προς το τέλος του 1915, όταν τον Δεκέμβριο διενεργήθηκαν εκλογές από τις οποίες το κόμμα των Φιλελεύθερων απείχε, καθώς κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο για παραβίαση του Συντάγματος, έπειτα από την απόφασή του να προχωρήσει σε διάλυση της Βουλής. Οι σχέσεις μεταξύ των βενιζελικών και των βασιλικών εξακολουθούσαν να είναι τεταμένες, ενώ, παράλληλα, η κοινή γνώμη εξαιτίας του συνεχούς πολιτικού αδιεξόδου, βρισκόταν υπό το πρίσμα του διχασμού. Η αντιπαλότητα μεταξύ του στέμματος και του Πρωθυπουργού είχε αντίκτυπο και στην κοινωνία, καθώς ο λαός ήταν εξίσου διχασμένος ως προς το ποια θέση έπρεπε να λάβει η χώρα στον πόλεμο, αλλά και ποια από τις δύο παρατάξεις της χώρας θα υποστήριζαν (βενιζελικοί–αντιβενιζελικοί). Το πολιτικό χάσμα που είχε δημιουργηθεί, έλαβε επιπλέον γεωγραφικές διαστάσεις, αφού η χώρα διασπάστηκε σε δύο κόσμους, την «Παλαιά Ελλάδα» στον νότο και τη «Νέα Ελλάδα» στον βορρά.
Ένα γεγονός που έδωσε στον Βενιζέλο το κίνητρο να συνεχίσει την επιθετική ρητορική κατά του Κωνσταντίνου, με επιχείρημα αυτή τη φορά την ανικανότητα του τελευταίου να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, είναι η κατάληψη του Οχυρού του Ρούπελ, των στενών του Σιδηροκάστρου και της Ανατολικής Μακεδονίας, από τις βουλγαρικές δυνάμεις τον Μάιο του 1916. Η παρουσία των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην ελληνική κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας έκρινε εσφαλμένη την κίνηση αυτή και τάχθηκε αβίαστα υπέρ του Κωνσταντίνου, ο οποίος, με τη σειρά του, καταδίκαζε τις νέες συνθήκες.
Περνάμε σε ένα κομβικό σημείο για τα δεδομένα της Ελλάδας της περιόδου αυτής, με την εκδήλωση του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» στις 30 Αυγούστου του 1916, το οποίο είχε την πλήρη υποστήριξη του στρατηγού Σαρράιγ. Η «Εθνική Άμυνα», έχοντας ως στόχο την εναντίωση της στο Στέμμα, απευθύνθηκε στον Βενιζέλο, προσφέροντάς του την ηγεσία του κινήματος. Η πρόταση αυτή τον βρήκε διστακτικό στην αρχή, διότι δεν ήθελε να προβάλει αντιδυναστικό χαρακτήρα και να εντείνει περαιτέρω τον πολιτικό-κοινωνικό διχασμό, αφού μέρος της πολιτικής του ήταν η διατήρηση της εθνικής ενότητας, προκειμένου να ανταπεξέλθει η χώρα στις προκλήσεις της εποχής. Εντέλει, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος ηγείται του κινήματος κατευθυνόμενος στην Κρήτη, από όπου κηρύσσει την επανάσταση εναντίον του Κωνσταντίνου. Το επιχείρημα που πρόβαλε ο Βενιζέλος ήταν αυτό που προαναφέραμε, δηλαδή η παραβατικότητα του Συντάγματος από τον βασιλιά και τους ακολούθους του, αλλά και η πεποίθησή του ότι η διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων θα πραγματοποιούνταν μέσω της απουσίας του βασιλιά.
Στις 5 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Βενιζέλος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ενώ τέσσερις μέρες αργότερα, σχημάτισε τη φιλοσυμμαχική κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, η οποία αναγνωρίστηκε de facto από τις δυνάμεις της Entente. Ύστερα από αυτό το γεγονός, πλέον η Ελλάδα χωρίστηκε σε δύο κράτη, αυτό του Βενιζέλου με την κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και το κράτος των Αθηνών με τη φιλομοναρχική κυβέρνηση. Ο στρατός που ευελπιστούσε να αναπτύξει ο Βενιζέλος, κάθε άλλο παρά καρποφορούσε. Πολλοί ήταν οι αξιωματικοί, οι οποίοι δίσταζαν να αθετήσουν τον όρκο που έδωσαν ενώπιον του βασιλιά και να ταχθούν σε μια κυβέρνηση που λειτουργούσε εναντίον του Κωνσταντίνου. Ακολούθησαν οι συγκρούσεις μεταξύ μονάδων της κυβέρνησης των Αθηνών και ομάδων των συμμάχων, καθώς και οι διώξεις βενιζελικών, οι οποίες έμειναν γνωστές ως «Νοεμβριανά του 1916», ένα γεγονός που οδήγησε τις Μεγάλες Δυνάμεις να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο και προσωρινός διάδοχος υπεδείχθη ο υιός του, Αλέξανδρος.
Πλέον, ο Βενιζέλος κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1917, προβαίνοντας, μάλιστα, στην κατάργηση του διατάγματος του Κωνσταντίνου, με το οποίο κατήργησε τη Βουλή το 1915, ιδρύοντας, έτσι, μια νέα Βουλή, γνωστή ως «Βουλή των Λαζάρων». Δεύτερη, ζωτικής σημασίας, απόφαση ήταν η επίσημη έξοδος της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των Μεγάλων Δυνάμεων. Παρά την εξαθλίωση του στρατού από τις συνεχείς διώξεις αξιωματικών του στρατού από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, μετά από απόφαση του Βενιζέλου, με την πρόφαση ότι ήταν φιλοβασιλικοί, ο Πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει σειρά στρατιωτικών επιτυχιών στο Μακεδονικό Μέτωπο, το φθινόπωρο του 1918.
Μετά το πέρας του πολέμου και τη νίκη των Μεγάλων Δυνάμεων, ακολουθεί η Συνδιάσκεψη των Παρισίων από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 1919. Σε αυτήν, ο Βενιζέλος παρουσίασε υπόμνημα εδαφικών διεκδικήσεων στις Μεγάλες Δυνάμεις, ωστόσο τα αιτήματά του δε βρήκαν το επιθυμητό πρόσφορο έδαφος. Με σκοπό να καταστήσει την Ελλάδα υπολογίσιμη δύναμη στο διεθνές σύστημα, έστειλε στις συμμαχικές δυνάμεις βοηθητικά στρατεύματα στη μάχη της Ουκρανίας. Τον Νοέμβριο του 1919, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Νεϊγύ, σύμφωνα με την οποία η τελευταία παραχώρησε στην Ελλάδα τα εδάφη που κατέλαβε στον Α´ Βαλκανικό πόλεμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βερέμης, Θάνος, Κολιόπουλος, Γιάννης (2006), Ελλάς η Σύγχρονη Συνέχεια, Αθήνα: Καστανιώτης
- Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος (2010), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα: National Geographic Society
- Gallant, W. Thomas (2001), Brief Histories: Modern Greece, London: Arnold, Hodder Headline Group