Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής ορίζει την τραγωδία ως «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας», μια ανθρώπινη πράξη, δηλαδή, που είναι σημαντική και έχει αρχή, μέση και τέλος. Η τραγωδία στην αρχαιότητα λειτουργούσε ως μέσο για να δει ο θεατής τον εαυτό του μέσω ενός καθρέφτη, μέσω του ηθοποιού που υποδυόταν τον ήρωα με τον οποίο ταυτιζόταν κάθε φορά, να έρθει αντιμέτωπος με τις δικές του σημαντικές πράξεις και τις συνέπειες αυτών και διατηρώντας τον ρόλο της από τότε μέχρι τώρα εξακολουθεί να φέρνει τον θεατή ενώπιον των δικών του δαιμόνων, των προσωπικών του πράξεων, αδυναμιών, λαθών και των συνεπειών αυτών, πετυχαίνοντας την κάθαρση, όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στον σκοπό για τον οποίο υπάρχει η τραγωδία.
Σε κάθε τραγωδία υπάρχουν τα πρόσωπα που διενεργούν εκείνη την πράξη που προκαλεί τους θεούς, έως ότου βρεθεί λύση και αποδοθεί δικαιοσύνη όπως ορίζεται κάθε φορά, για να υπάρξει τιμωρία και κάθαρση των προσώπων. Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό να παραδέχεται κανείς πως βρίσκει κοινά, βρίσκει λόγους ταύτισης με τους ήρωες τραγωδιών που έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν και είναι όντως αυτή η απόδειξη της συνέχειας που υπάρχει στην ανθρώπινη φύση σε κάθε χρονική στιγμή στη διάρκεια των αιώνων που περνούν, και με έναν τρόπο πάλι μοιάζουμε σε όσους υπήρξαν, σε όσους κάποιος φαντάστηκε ότι υπήρξαν, σε όσους υπάρχουν δίπλα μας και δεν τους γνωρίζουμε ποτέ, και σε όσους θα υπάρξουν όταν δεν θα υπάρχουμε εμείς. Η ψυχή πάντα θα βρίσκει λόγους να βασανίζεται, να έχει ανάγκη από δικαιοσύνη και κάθαρση ή ακόμη και από «από μηχανής θεούς», και πάντα θα περνάει από μια νέμεσις που μπορεί να μην ξέρουμε πάντα ποιος είναι αυτός που την ορίζει και ποιος, τελικά, μπορεί να εφαρμόσει το δίκαιο και με ποια κριτήρια, ώστε να είναι αντικειμενικά για όλους.
Έχοντας αλλάξει πολλά στο θέατρο από τις πρώτες τραγωδίες μέχρι σήμερα, αλλά διατηρώντας τον λόγο για τον οποίο το είδος της τραγωδίας παραμένει σημαντικό για τον θεατή, κάθε καλοκαίρι έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών που έρχονται στο σήμερα. Θεατρικά κείμενα που γράφτηκαν για άλλους λόγους, σε άλλες συνθήκες, για άλλες ιστορικές συγκυρίες βρίσκουν στο σήμερα νόημα ύπαρξης και ο κάθε θεατής παρακολουθώντας στο παρόν του την τραγωδία είναι σε θέση να παρατηρήσει τις μιμήσεις πράξεων σπουδαίων και τέλειων, ώστε να επέλθει η δική τους κάθαρση ή, τέλος πάντων, να ευχηθούν να επέλθει η κάθαρση σε εκείνους που διαπράττουν ύβρεις. Μια τέτοια παράσταση αποτελεί και η Ηλέκτρα του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα που κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι με πρωταγωνιστές τη Μαρία Κίτσου, τον Δημήτρη Γκοτσόπουλο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Νίκο Λεκάκη και ένα εντυπωσιακό cast ηθοποιών που πλαισιώνουν τον θίασο. Με ομολογουμένως εξαιρετικές ερμηνείες, με μονολόγους των ηρώων που μένουν στα αυτιά του θεατή για καιρό και που τον προκαλούν να σκεφτεί τα πεπραγμένα τα δικά του ή των συγχρόνων μας, η Ηλέκτρα αποτελεί έναν σπουδαίο λόγο για να σκεφτούμε να πάμε στο θέατρο το φετινό καλοκαίρι.
Η Ηλέκτρα, λοιπόν, αναζητά εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα της, Αγαμέμνονα, από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, ζώντας η ίδια απομονωμένη από το άλλοτε σπίτι της, το παλάτι του Αγαμέμνονα που καπηλεύτηκαν οι δολοφόνοι του. Στο πρόσωπο του αδερφού της, Ορέστη, που είχε για χρόνια χαθεί, βρίσκει εκείνον που θα πάρει τελικά την εκδίκηση που τόσο επιθυμεί η ίδια, και μετά από τον θεϊκό χρησμό εκείνος προχωρά στη δολοφονία του Αίγισθου και της μητέρας του πληρώνοντας για τον Αγαμέμνονα με το ίδιο νόμισμα. Καταφεύγοντας, επομένως, στην αυτοδικία, αφού οι θεοί δεν μπόρεσαν να δώσουν λύση και να τους λυτρώσουν από τον πόνο που τους προκάλεσε ο θάνατος του πατέρα τους, τα δύο αδέρφια θεωρούν ότι πλέον αποδόθηκε δικαιοσύνη με τον τρόπο που στο μυαλό τους φάνταζε αντάξιος του αμαρτήματος της μητέρας τους. Είναι, όμως, έτσι; Μπορεί η αυτοδικία να είναι λύτρωση; Μπορεί ένας ακόμη φόνος να λυτρώσει από έναν προηγμένο φόνο; Μπορεί η πληρωμή του τιμήματος για ένα τέτοιο αιματηρό έγκλημα να γίνει με το αίμα ενός ακόμη ανθρώπου; Και ποιος αποφασίζει τελικά τι είναι η δικαιοσύνη και πώς αποδίδεται; Ποιος υπερασπίζεται το θύμα που έγινε θύτης αναζητώντας πικραμένος για λύτρωση; Όλα αυτά τα ερωτήματα εμμένουν όσα χρόνια κι αν περάσουν, προβληματίζουν, τίθενται και επανατίθενται διαχρονικά αποδεικνύοντας πόσο αναγκαία είναι η κάθαρση, πόσο αναγκαία είναι αυτή η λεγόμενη «θεϊκή παρέμβαση» που θα ορίσει τη λύση και θα τη σεβαστούν όλοι αποποιούμενοι των ευθυνών που τους βαραίνουν.
Φέροντας την τραγωδία της Ηλέκτρας στο τώρα, στο σήμερα που ζούμε, στις αδικίες που καλούμαστε να διαχειριστούμε, βλέπουμε πολύ συχνά ανθρώπους να απελπίζονται από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και αποδίδεται η δικαιοσύνη. Ο κόσμος διέπεται από νόμους και κανόνες που φτιάχτηκαν από ανθρώπους, παραβιάζονται από ανθρώπους και κρίνονται από ανθρώπους που διατηρώντας την ανθρώπινη φύση τους πασχίζουν να μοιάσουν σε κάτι θεϊκό, σε κάτι που θα έχει να δώσει τη σωστή απάντηση, εκείνη που θα πάρει το βάρος τόσο από το θύμα όσο κι από τον ίδιο τον κριτή αποδίδοντας, ωστόσο, τη σωστή ποινή στον θύτη, έτσι ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι στην πράξη να βιώσουν την κάθαρση. Ο Ορέστης πήρε εκδίκηση για τον πατέρα του, παρασυρόμενος από την Ηλέκτρα και πραγματοποιώντας την επιθυμία της. Όμως, με αυτόν τον τρόπο καταδίκασε τον εαυτό του και έγινε ο ίδιος εγκληματίας. Η Ηλέκτρα τυφλωμένη από τον θυμό για τον θάνατο του πατέρα της έγινε η ηθική αυτουργός της δολοφονίας της μητέρας της και του Αίγισθου. Άραγε, τα δικά τους εγκλήματα είναι μικρότερης σημασίας από εκείνο της Κλυταιμνήστρας; Έχει σημασία ποιο έγκλημα συντελείται πρώτο, είναι το πρώτο μεγαλύτερο, και άρα, η εκδίκηση με το ίδιο νόμισμα συνιστά νομοτελειακά την περίφημη κάθαρση;
Ο Ευριπίδης απαντά μέσω των ηρώων του, ηχηρά: όχι! Γιατί η ψυχή των ανθρώπων δεν είναι φτιαγμένη για να αντέχει τέτοια σκληρότητα, γιατί η εκδίκηση δεν φέρνει δικαίωση, γιατί η κάθαρση δεν επέρχεται μέσα από εγκλήματα και γιατί, στο τέλος, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κρίνει αντικειμενικά και να αποφασίσει τι ποινή αξίζει και πόσο κοστίζει μια ζωή για εκείνον που την έχασε, αλλά ούτε και για εκείνον που την αφαίρεσε. Το ζήτημα, χιλιάδες χρόνια μετά τον Ευριπίδη, παραμένει το ίδιο και είναι το πιο σημαντικό: να μην φτάνει ο άνθρωπος στο έγκλημα, διότι καμία τιμωρία, όσο σκληρή και να είναι, δεν θα δώσει λύση και καμιά ευτυχία δεν στηρίχτηκε σε ποινές. Οι νόμοι, άλλωστε, υπάρχουν για να κάνουν τον κόσμο πιο εύκολα διαχειρίσιμο, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι που ζουν σε αυτόν επιστρέφουν συχνά στην πλευρά των ενστίκτων λησμονώντας τη λογική που τους διαχωρίζει από το χάος της ζούγκλας από την οποία προήλθαν. Οι νόμοι, με άλλα λόγια, είναι εκείνοι που θυμίζουν στους ανθρώπους το πόσο έχουν αποτύχει να ζουν με συνείδηση και σεβασμό στον συνάνθρωπο. Οι νόμοι είναι εκείνοι που θυμίζουν ότι η κάθαρση είναι δύσκολο πράγμα από όποια πλευρά του εγκλήματος κι αν βρεθείς. Τροφή για σκέψη, συνεπώς, η Ηλέκτρα του Ευριπίδη και κάθε σύγχρονη Ηλέκτρα τύχει να συναντήσουμε στον δρόμο μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ηλέκτρα, viva,gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, ethnos.gr, διαθέσιμο εδώ.