Της Μαρίας Χαραλαμπίδου,
Η απόφαση των Η.Π.Α να εισβάλλουν στο Ιράκ συνιστά καθοριστικό γεγονός αναπροσαρμογής της γεωπολιτικής αρένας και διαμόρφωσης των συμμαχικών και ανταγωνιστικών σχέσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι πρώτες συζητήσεις περί στρατιωτικής επιχείρησης στο Ιράκ έλαβαν χώρα το 2002. Η δικαιολόγηση της εισβολής προέκυψε από υπόνοιες πως το ιρακινό καθεστώς του Saddam Hussein διακινούσε όπλα μαζικής καταστροφής και διατηρούσε σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις, μεταξύ αυτών και με την Al–Qaeda, που αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τις Η.Π.Α. Η κυβέρνηση του George Bush ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα να λάβει μέτρα και πρότεινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας να εξουσιοδοτήσει την εισβολή στο Ιράκ. Το σχέδιο αυτό δεν ευοδώθηκε με επιτυχία κι έτσι οι Η.Π.Α επικεντρώθηκαν στο να αναζητήσουν συμμάχους. Η 19η Μαρτίου του 2003 αποτελεί αφετηρία της επιχείρησης «Ιρακινή Ελευθερία» που «εγκαινιάστηκε» με σφοδρό βομβαρδισμό του Ιράκ από τις Η.Π.Α και τους συμμάχους της. Στις 7 Απριλίου, τα αμερικανικά στρατεύματα εισβάλλουν στη Βαγδάτη, την καταλύουν δύο μέρες μετά και ρίχνουν «τίτλους τέλους» στο καθεστώς του Saddam Hussein.
Το κόμμα του Saddam Hussein, που βρισκόταν στην εξουσία για 58 χρόνια, ήταν Σουνιτικό – Μπααθικό. Οι δύο «Πόλεμοι του Κόλπου» κατά τα έτη 1990-1991 τοποθετούν το Ιράκ στο κέντρο του ενδιαφέροντος των δυτικών δυνάμεων. Το διάστημα αυτό πραγματοποιείται η πρώτη ένοπλη επέμβαση των δυνάμεων της Δύσης στη Μέση Ανατολή. Το Ιράκ, μετά το τέλος των ως άνω συγκρούσεων, οδηγείται σε καθεστώς αφοπλισμού, κάτι το οποίο δεν εφαρμόζει κι, έτσι, προσφέρει στις Η.Π.Α και στη Δύση το κίνητρο που χρειάζονταν, ώστε να προχωρήσουν στον αφανισμό του.
Εντούτοις, η απόφαση των Η.Π.Α να καταλάβουν τη Βαγδάτη μπορεί να επέφερε την πτώση του καθεστώτος, αλλά είχε ως επακόλουθο την ανάδυση σημαντικών προβλημάτων για τη χώρα και ευρύτερα για τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Η κατάλυση του Ιράκ δεν σηματοδοτούσε στην πραγματικότητα το τέλος του πολέμου, όπως διακήρυττε η κυβέρνηση του Bush, αλλά την έναρξή του. Οι Αμερικανοί άργησαν να αντιληφθούν την κατάσταση που έμελλε να ξεσπάσει και να οδηγήσει το Ιράκ σε έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο και η διαχείριση της διορισμένης από τον Λευκό Οίκο προσωρινής διοίκησης που εγκαθιδρύθηκε στο Ιράκ ήταν μάλλον ανεπαρκής. Ειδικότερα, όλοι οι Σουνίτες – Μπααθιστές τοποθετήθηκαν στο περιθώριο κι, έτσι, ωθήθηκαν σε συσπείρωση για προετοιμασία εξέγερσης. Γρήγορα, ξέσπασαν τόσο σουνιτικές όσο και σιιτικές εξεγέρσεις, με τους Αμερικανούς να διεξάγουν σφοδρές μάχες εναντίον τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το μιλιταριστικό Ισλάμ γνωρίζει την αποθέωσή του, μέσω των ισλαμιστικών οργανώσεων, που αναζωπυρώθηκαν στη δίνη του εμφυλίου, με γνωστότερη την Al-Qaeda του Ιράκ. Ταυτόχρονα, παρατηρείται το φαινόμενο τακτικής συνεργασίας μεταξύ εξτρεμιστών ισλαμιστών και κοσμικών υπερμάχων του καθεστώτος του Saddam Hussein. Από τον Μάρτιο του 2004, ξεκίνησε να διαφαίνεται ένα εγχείρημα υποκίνησης πολέμου μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών του Ιράκ. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να αποδοθεί στην ανάπτυξη των κουρδικού παράγοντα, που υφίστατο την καταπίεση του προηγούμενου καθεστώτος και, μετά την εισβολή, προχωρά σε de facto αυτονόμηση. Το Ιράκ μετατράπηκε σε πεδίο σύρραξης, ενώ η αστάθεια που προκλήθηκε δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί εντός των συνόρων του. Η περίοδος που ακολούθησε της εισβολής χαρακτηρίζεται από την άνοδο στην εξουσία σιιτικών κυβερνήσεων που βίωναν, για πολλά χρόνια, την καταπίεση των σουνιτών.
Η κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων εθνοτικών ομάδων του Ιράκ, όπως ήταν λογικό, όξυνε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κατεξοχήν σιιτικές και σουνιτικές χώρες του συστήματος της Μέσης Ανατολής. Το Ιράν, ως κορωνίδα χώρα του σιιτικού τόξου, βρισκόταν ήδη από το 1979 σε περιφερειακό ανταγωνισμό με τη Σαουδική Αραβία, εκπρόσωπο του σουνιτικού κόσμου για την ηγεμονία στον Περσικό Κόλπο. Κατά το έτος αυτό, λαμβάνει τέλος η επανάσταση στο Ιράν, που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του Ιράν σε Ισλαμική Δημοκρατία υπό τη μορφή που έχει μέχρι σήμερα. Από εκεί και έπειτα, προσπαθεί μέσω των σιιτικών του πληθυσμών να επεκτείνει την επιρροή του και να μεταβάλλει το status quo στη Μέση Ανατολή. Το Ιράκ, μέχρι και την αμερικανική εισβολή, λειτουργούσε ως ανάχωμα στην προβολή ισχύος του Ιράν. Από την άλλη, συνιστούσε χώρα με πληθυσμό και από τις δύο σέχτες, παρόλο που για πολλά χρόνια οι σιιτικοί πληθυσμοί βίωναν την καταπίεση των Σουνιτών. Συνεπώς, η πτώση σου μπααθικού καθεστώτος του Hussein λειτούργησε ευνοϊκά για το Ιράν. Το Ιράκ πλέον μετατρέπεται σε εφαλτήριο προβολής ισχύος του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή που του επιτρέπει να συγκροτήσει ένα σιιτικό πλέγμα ισχύος, που ξεκινά από το Ιράν, περνά από το κεντρικό και νότιο Ιράκ, συνεχίζει στη Συρία και καταλήγει στη Βηρυτό και στα νότια εδάφη του Λιβάνου. Τα παραπάνω, ως είναι λογικό, θορυβούν τη Σαουδική Αραβία.
Ως προς τις σχέσεις εντός του σιιτικού τόξου, η πτώση του καθεστώτος στο Ιράκ είχε ως επακόλουθο την ενδυνάμωση των σχέσεων Ιράν και Συρίας. Άλλωστε, η Συρία αποτελούσε το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνώρισε το καθεστώς του Khomeini το 1979, προσφέροντάς του διέξοδο από την απομόνωση. Η στρατηγική σχέση Ιράν – Συρίας είναι ανθεκτική ως σήμερα, ενδυναμώνει τη θέση του Ιράν που πλέον αποκτά επαφή με το Ισραήλ, μισητό του αντίπαλο και αποδυναμώνει το Ιράκ στο κέντρο του συστήματος. Η Συρία, βέβαια, αποτελεί τον μεγαλύτερο χαμένο της εισβολής στο Ιράκ, αφού άνοιξε ο δρόμος για τον μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στα εδάφη της, του οποίου τις τραγικές συνέπειες βιώνει ως σήμερα.
Η Τουρκία, χώρα που συμπληρώνει το σουνιτικό τόξο, ήταν αρκετά επιφυλακτική απέναντι στην αμερικανική εισβολή. Η ενδεχόμενη πτώση του καθεστώτος θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας επισφαλούς κατάστασης, με το κουρδικό στοιχείο του Ιράκ να επεδιώκει την αυτονομία του. Αρχικά, αρνήθηκε, μέσω της Εθνοσυνέλευσής της, να παραχωρήσει στις Η.Π.Α τμήμα του εδάφους της, για να διεξάγουν οι Αμερικανοί πόλεμο εναντίον του Ιράκ από τα βόρεια σύνορα. Μην έχοντας την Τουρκία ως σύμμαχο, η δράση των Κούρδων του Ιράκ διαμόρφωσε τις εξελίξεις στο τοπίο. Η αυτονομία που πέτυχαν δυσαρέστησε την Τουρκία, καθώς, έτσι, αυξήθηκε η ισχύς των πρώτων και περιορίστηκε η επιρροή της τελευταίας. Αποτέλεσμα της εισβολής και της πτώσης του καθεστώτος Hussein ήταν η δημιουργία μιας ομοσπονδίας στο Ιράκ, με δύο κυρίαρχα στοιχεία, το αραβικό και το κουρδικό. Οι Κούρδοι στο Βόρειο Ιράκ κατάφεραν να επιτύχουν τη de facto αυτονομία τους. Κατόπιν της εξέλιξης αυτής, η τουρκική εξωτερική πολιτική διαμορφώθηκε έτσι, ώστε να σταθεροποιήσει την ιρακινή κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει, αρχικά, την ανεξαρτητοποίηση των Κούρδων. Κατά δεύτερον, επεδίωξε τη μετάδοση αυτονομιστικών ιδεών στους δικούς της κουρδικούς πληθυσμούς, ενώ, τέλος, να μην επιτρέψει στον περιφερειακό ανταγωνιστή της, το Ιράν, να αυξήσει την επιρροή του στο Ιράκ, μέσω των σιιτικών πληθυσμών. Πλέον, προτεραιότητα της Άγκυρας ήταν η εμπλοκή στο Ιράκ και η αύξηση της ισχύος της.
Εντός του σουνιτικού τόξου, η Τουρκία θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη Σαουδική Αραβία για την καταπολέμηση του σιιτικού Ιράν. Κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη λόγω της σύγκρουσης των συμφερόντων τους και της επιθυμίας της κάθε μίας να κυριαρχήσει στον σουνιτικό κόσμο. Στην αρχή, οι δύο χώρες συνεργάστηκαν εναντίον του καθεστώτος Assad στη Συρία. Στην πορεία όμως, τέθηκε το ζήτημα της ηγεμονίας επί του σουνιτικού Ισλάμ, κάτι που στάθηκε ως μήλο της έριδος. Η Τουρκία επιθυμούσε να ηγηθεί των Σουνιτών στον πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Η Σαουδική Αραβία, από την άλλη, έβλεπε στο πρόσωπό της τον θεματοφύλακα των αρχών και των ιερών τόπων του σουνιτικού Ισλάμ. Αμφότερες, βέβαια, κρατούσαν κρυφό το γεγονός πως αποτελούν τους δημιουργούς του Ισλαμικού Κράτους κι επιθυμούν να ηγηθούν ενός συνασπισμού εναντίον του, ώστε να το κατευθύνουν με τρόπο που να προασπίζει τα συμφέροντά τους.
Τέλος, οι σχέσεις Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, όπως αναφέρθηκε εκτενώς παραπάνω, διαπνέονται από την επιθυμία για κυριαρχία στον Περσικό Κόλπο. Συγκριτικά, το Ιράν υπερέχει πληθυσμιακά, τεχνολογικά και επιστημονικά. Επιπλέον, διατηρεί το πυρηνικό του πρόγραμμα, τη στιγμή που το μόνο προϊόν που εξάγει η Σαουδική Αραβία είναι το πετρέλαιο. Η λειτουργία της οικονομίας της Σαουδικής Αραβίας βασίζεται σημαντικά σε μετανάστες. Αποδεικνύεται, συνεπώς, πως η ισορροπία ισχύος τίθεται υπέρ του Ιράν. Με σκοπό να εξισορροπήσει την ισχύ του Ιράν, η Σαουδική Αραβία σύναψε μια συμμαχία πολλών επιπέδων με τις Η.Π.Α. Για τον ίδιο λόγο, διατήρησε και καλές σχέσεις με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Το τελευταίο βρίσκεται σε εχθρική σχέση με το Ιράν.
Καταληκτικά, μπορούμε να επισημάνουμε ότι η επιχείρηση «Ιρακινή ελευθερία» απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους της. Η άνευ νομικού ερείσματος εισβολή στο Ιράκ δημιούργησε ένα μεγάλο κενό ισχύος στην καρδιά του συστήματος, το οποίο, εφόσον δεν κατάφεραν να κυριαρχήσουν οι αμερικανικές δυνάμεις, καταλήφθηκε από σιιτικές και σουνιτικές ομάδες. Το Ιράν, με σύμμαχο τη Συρία, έλεγχε τις περισσότερες σιιτικές ομάδες, ενώ οι σουνιτικές ακολούθησαν ένα διαφορετικό μοντέλο, προωθώντας ένα δυναμικό μιλιταριστικό ισλαμιστικό κίνημα. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η σταδιακή ενδυνάμωση του Ιράν και η ενίσχυση του σιιτικού τόξου, καθώς, επίσης, και η αυτονόμηση του κουρδικού παράγοντα, που ζούσε καταπιεσμένος υπό το καθεστώς του Saddam Hussein. Επιπροσθέτως, η Τουρκία ξεκίνησε να ανησυχεί για τις προαναφερθείσες αυτονομιστικές τάσεις και των δικών της κουρδικών πληθυσμών και η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να αναχαιτίσει τη δυναμική του Ιράν, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο στον Περσικό Κόλπο. Από την άλλη, η Συρία αποτελεί τον πλέον χαμένο παίκτη της εισβολής, που από το 2011 κι έπειτα βιώνει έναν τρομακτικό εμφύλιο πόλεμο με διεθνείς απολήξεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σαρλής, Μιχαήλ, «Η Συρία, η Τουρκία και η Γεωπολιτική του Συστήματος της Μέσης Ανατολής», Εκδ. Λειμών, Αθήνα 2021
- Στάμκος, Γιώργος, «Το «Σιιτικό Τόξο» στη Μέση Ανατολή», TVXS ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2020, διαθέσιμο εδώ
- «Τουρκία – Ιράν – Σαουδική Αραβία – Το τρίγωνο του Πολέμου», KASSANDROS, 2014, διαθέσιμο εδώ