Της Βικτώριας Βένιου,
Η έκθεση «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα» που οργανώνεται από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και φιλοξενείται στο Μέγαρο Σταθάτου αποτελεί αναντίρρητα μια έκθεση γεμάτη αντιφάσεις. Συνδυάζει το μοντέρνο με το αρχαιοελληνικό, το αφηρημένο με το λεπτομερές, το χρωματιστό με το λιτό. Αντιφάσεις που, ωστόσο, αίρονται, χάρη στην αρμονία που επιτυγχάνεται μέσω του αδιάκοπου διαλόγου που συστήνει η έκθεση. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση του Marden στην Ελλάδα και συνεπώς για μια πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο Brice Marden γεννήθηκε το 1938 στο Bronxville της Νέας Υόρκης, όπου ζει και εργάζεται. Τα έργα του έχουν εκτεθεί σε συλλογές ασυναγώνιστων μουσείων όπως, το μουσείο Tate του Λονδίνου, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) της Νέας Υόρκης, το Solomon R. Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, το Musée des beaux-arts du Canada στην Οτάβα και πολλά ακόμα. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μινιμαλισμού του 20ού αιώνα και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Το εν λόγω κίνημα αναπτύχθηκε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1940 και του 1950. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός μπορεί να διακριθεί από την τάση των εκπροσώπων του να γεμίζουν τους καμβάδες με χρώμα και αφηρημένες μορφές, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο φιλοτεχνούνται τα έργα τους, χαρακτηριζόμενος από μια «επίθεση» στους καμβάδες.
Η έκθεση «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης συνδυάζει αρμονικά έργα του Marden με επιλεγμένα αρχαιολογικά ευρήματα από τις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης σε επιμέλεια Δημήτρη Αντωνίτση. Πράγματι, ο επισκέπτης παρατηρεί αφενός αυτή την αβίαστη συνδιαλλαγή μεταξύ μοντέρνας, μινιμαλιστικής, αφηρημένης τέχνης και αφετέρου των έργων της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Ο καλλιτέχνης έχει επιλέξει έργα προερχόμενα, κατά βάση, από τη μόνιμη συλλογή του μεταξύ των οποίων: Ζωγραφικοί πίνακες, επιζωγραφισμένα μάρμαρα –εκ των οποίων τρία από αυτά φιλοτεχνήθηκαν ειδικώς το 2022 για την εν λόγω έκθεση– σχέδια, σημειωματάρια. Οι δύο κόσμοι βαίνουν παράλληλα καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης, συμπληρώνοντας και επικουρώντας σχεδόν κατά λογική αναγκαιότητα ο ένας τον άλλον. Ενδεχομένως, στο τέλος της επίσκεψης, ο έντονος διάλογος μεταξύ νεότερης τέχνης και αρχαιοελληνικής καθιστά στην οπτική του θεατή τα έργα του Marden σε καμβά, μάρμαρο και χαρτί απαραίτητο συμπλήρωμα στα μαρμάρινα ειδώλια, τα πήλινα αγγεία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και το αντίστροφο.
«Ζωγραφίζω τη φύση σημαίνει αναφέρομαι στη φύση. Αποδέχομαι τη φύση ως πραγματικότητα, αυτή, άλλωστε, είναι το καλύτερο σημείο αναφοράς και αυτό είναι τελικά το αντικείμενο της ζωγραφικής». Ο Marden αντλεί την έμπνευσή του μεταξύ άλλων από τη φύση, πράγμα που μαρτυρείται από τη χρήση γήινων χρωμάτων στα έργα του. Ο καλλιτέχνης μεταφράζει τα ψηλά βουνά, τον κυματισμό των νερών της θάλασσας, τον καθαρό ουρανό και το φως που ξεπροβάλλει από τα δέντρα με κυανά, γκρι, πράσινα και λευκά χρώματα. Παρ’ όλη την απλότητα που χαρακτηρίζει τα έργα του, καθώς τίποτα δεν αναπαρίσταται κατά την φυσική του μορφή και καταργείται κατά κάποιον τρόπο η τρίτη διάσταση, αναδεικνύεται βάθος και ουσία, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει ο επισκέπτης, ο οποίος μαγνητίζεται από το φως και το σκοτάδι που τον ταξιδεύει. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει, καθιστώντας φανερή την ουσία του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού: «…Ως θεατής, θα περίμενα από ένα έργο να με μεταφέρει σε έναν τόπο. Να με οδηγήσει κάποια στιγμή στον παράδεισο. Ας είναι και μια πολύ μικρής διάρκειας στιγμή, το σημαντικό είναι ότι στη διάρκειά της συμβαίνει μια μεταφορά, μια μετάβαση σε κάτι άλλο. Κι αυτό το κάτι άλλο θα μπορούσε να είναι ο παράδεισος. Και προσωπικά, προτιμώ σταθερά την ιδέα μιας μεταφοράς μέσω της αφηρημένης ζωγραφικής στον παράδεισο».
Ειδικότερα, αυτό που καθίσταται πρόδηλο στην έκθεση που φιλοξενεί το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι η σχέση του καλλιτέχνη με την Ελλάδα και η επιρροή που κατέχει η τελευταία στην καλλιτεχνική του πορεία. Η πρώτη επίσκεψη του καλλιτέχνη στην Ελλάδα πραγματοποιείται το 1971, με τη σύζυγό του Έλεν, στην Ύδρα, στην οποία κατοικούν ανά περιόδους και ζωγραφίζουν στο ατελιέ τους. Τα έργα του από το 1980 και εξής φαίνεται να γεμίζουν φως, να χρησιμοποιούνται πιο λαμπερά και τολμηρά χρώματα σε μεγαλύτερες επιφάνειες εργασίας, όπως θραύσματα από μάρμαρο, παραπέμποντας με αυτόν τον τρόπο στο μεσογειακό τοπίο. Παράλληλα, δεν απουσιάζουν οι νύξεις στους μύθους των αρχαίων θεών, στη φύση και την αρχιτεκτονική της Ύδρας. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Τα σχέδια του Hydra Group έγιναν στην Ύδρα. Παρατηρούσα πόρτες και παράθυρα. Στην Ύδρα έχουν χαρακτηριστικά παντζούρια. Είχα φωτογραφίσει μια ολόκληρη σειρά από παράθυρα, στην οποία βασίζονται σε γενικές γραμμές τα συγκεκριμένα σχέδια».
Ο Brice Marden πρόκειται για μια από τις εξαιρέσεις του καλλιτεχνικού κόσμου, δεδομένου ότι αποτελεί έναν εν ζωή καλλιτέχνη, του οποίου το έργο αποθεώνεται από την πρώτη στιγμή της καλλιτεχνικής του πορείας και έκτοτε αναγνωρίζεται παγκοσμίως. Εντούτοις, συνεχίζει να εξελίσσει διαρκώς το έργο του, το οποίο παραμένει ανοιχτό σε πλήθος ερμηνειών. Αναμφίβολα, ο επισκέπτης της έκθεσης «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα» γίνεται μάρτυρας των προαναφερθέντων, ενώ παράλληλα, δεν λησμονεί να παρατηρήσει πως τα έργα του αποτελούν αποστάγματα της ευαισθησίας που τρέφει ο καλλιτέχνης για την ελληνική φύση και ιστορία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα», cycladic.gr, διαθέσιμο εδώ
- «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα»: Η νέα έκθεση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα»: Διαλογισμός στο ελληνικό φως, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Στο εργαστήριο του Brice Marden στην Ύδρα, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Αφηρημένος εξπρεσιονισμός, arutv.ee.auth.gr, διαθέσιμο εδώ