Του Θανάση Κουκόπουλου,
Ένα πολύ σπουδαίο κομμάτι του βυζαντινού πολιτισμού αφορά την παραγωγή και διακίνηση υφασμάτων. Πέρα από ένα καθαυτό μέσο επίδειξης πολυτέλειας, ένα ύφασμα μπορούσε να αποτελεί και μέσο άσκησης πολιτιστικής και πολιτικής διπλωματίας. Ήταν συνήθης πρακτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να δωρίζουν υφάσματα σε ξένους απεσταλμένους και ηγεμόνες (συμπεριλαμβανομένων και των παπών της Ρώμης), των οποίων την προσοχή ήθελαν, προφανώς, να τραβήξουν και στους οποίους ήθελαν να επιδείξουν το μεγαλείο της αυτοκρατορίας. Αλλά και οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι των άλλων κρατών επιδίωκαν την απόκτηση τέτοιων αντικειμένων. Οι πηγές μας αναφέρουν περιστατικά ξένων λεγάτων που προσπαθούσαν να περάσουν λαθραία υφάσματα από τα σύνορα. Όλα αυτά δείχνουν ότι το Βυζάντιο ήταν το υπέρτατο «ίνδαλμα» για τους άλλους λαούς.
Συν τοις άλλοις, τα υφάσματα συνιστούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του «ρεπερτορίου» των αυτοκρατορικών χορηγιών σε εκκλησιαστικά ιδρύματα. Με αυτόν τον τρόπο, εκδηλωνόταν η ευλάβεια των βασιλέων. Τα υφάσματα, πέρα από ενδύματα, μπορούσαν να αφορούν και παραπετάσματα που κάλυπταν μετακιόνια διαστήματα και κιβώρια ή καλύμματα Αγίας Τραπέζης και ιερών σκευών, ενώ στη Δύση τύλιγαν με αυτά λείψανα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου και θα γίνουν αναφορές σε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Για την παραγωγή υφασμάτων οι Βυζαντινοί κατεργάζονταν το έριο, το λινάρι και, φυσικά, το μετάξι. Σπουδαία κέντρα ήταν η Συρία (ιδιαίτερα η Αντιόχεια) και η Αίγυπτος (ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια). Μάλιστα, από την τελευταία σώζεται ο μεγαλύτερος αριθμός τεμαχίων πρωτοβυζαντινών υφασμάτων λόγω του ξηρού κλίματος, το οποίο επιτρέπει τη διατήρηση φθαρτών υλικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα υφάσματα παράγονταν στη χώρα του Νείλου. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ύφασμα με προέλευση από τη θρακική Ηράκλεια. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αυτή την πληροφορία λόγω της παρουσίας των σημάτων των εργαστηρίων σε πολλά υφάσματα.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκατέστησε στη νέα πρωτεύουσα εργαστήρια υφαντικής, τα οποία φρόντισε να προστατέψει με ένα διάταγμα που εκδόθηκε το 333. Νέες βιοτεχνίες ιδρύθηκαν και στα προάστια της Νέας Ρώμης. Ήταν είτε ιδιωτικές είτε αυτοκρατορικές. Στον χώρο των λουτρών του Ζευξίππου στο Μέγα Παλάτιον υπήρχε αυτοκρατορικό εργαστήριο. Αυτό κατείχε το μονοπώλιο των βαμμένων με αυθεντική πορφύρα υφασμάτων.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε αρχικά το Βυζάντιο με το μετάξι ήταν πολύ μεγάλο και για αυτόν τον λόγο το κράτος αναγκαζόταν να λάβει αυστηρά μέτρα. Η κατεξοχήν χώρα καλλιέργειας του μεταξοσκώληκα ήταν η Κίνα. Τα διόδια που πλήρωναν οι έμποροι κατά τη διαδρομή τους προς τα δυτικά αύξαναν έτι περεταίρω την ήδη ακριβή τιμή των πολύτιμων προϊόντων. Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας μεσάζοντες ήταν οι Πέρσες. Συνεπώς, τα πράγματα δυσχέραιναν για τους Βυζαντινούς κατά τη διάρκεια των συχνών πολεμικών συγκρούσεων με τους Σασσανίδες. Καθοριστική για τη λύση του προβλήματος ήταν η λαθραία μεταφορά αυγών μεταξοσκωλήκων στα 552-554 από δύο μάλλον Νεστοριανούς μοναχούς, οι οποίοι τα έκρυψαν στα ραβδιά τους και τα έφεραν στην Κωνσταντινούπολη από τη Khotan.
Ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο οποίος μας έχει αφήσει εξαιρετικές και πολυτιμότατες περιγραφές του διακόσμου και του εξοπλισμού της Αγίας Σοφίας, κάνει, μεταξύ άλλων, και εκτενείς αναφορές στα βήλα των μετακιονίων του αργυρού κιβωρίου της Αγίας Τράπεζας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στο ένα εικονιζόταν ο ευλογών με το δεξί χέρι Χριστός με χρυσό ιμάτιο και πορφυρό χιτώνα να κρατάει με το αριστερό το Ευαγγέλιο ανάμεσα στους λευκοφορούντες Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Στην παρυφή εικονίζονταν τα θαύματα του Χριστού μαζί με φιλανθρωπικά ιδρύματα και εκκλησίες, που κτίστηκαν με χορηγία του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας. Στα άλλα δύο παραπετάσματα το αυτοκρατορικό ζεύγος πλαισίωνε την Παναγία και προσκυνούσε τον ευλογούντα Κύριο.
Όταν στο α΄ μισό του 7ου αι. ο αυτοκράτορας Ηράκλειος κατέλυσε οριστικά το περσικό κράτος, μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη Πέρσες υφαντουργούς. Έτσι, κορυφώθηκαν οι περσικές επιδράσεις σε αυτόν τον τομέα της καλλιτεχνικής παραγωγής. Χαρακτηριστικές ήταν, πλέον, οι διακοσμήσεις με μετάλλια και τροχούς, στους οποίους περικλείονταν ανθρώπινες μορφές, ζώα, σκηνές πάλης και κυνηγιού, μυθολογικά όντα (π.χ. το senmourv=γρύπας με ουρά παγωνιού).
Από την περίοδο της εικονομαχίας (726-787 & 815-843) και του μικρού ορθόδοξου ιντερλούδιου σώζονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα και όμορφα παραδείγματα. Πληθαίνουν τα υφάσματα με αρματοδρομίες και ανεικονικό διάκοσμο. To 837 ο Θεόφιλος συμμετείχε σε αγώνα στον ιππόδρομο με το άρμα των Λευκών, φορώντας τα χρώματα των Βένετων στα πλαίσια ενός θριάμβου του. Τελικά στέφθηκε νικητής. Δεν αποκλείεται να εικονίζεται σε ένα κομμάτι υφάσματος που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Βικτωρίας & Αλβέρτου στο Λονδίνο.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, και ένα κομμάτι βυζαντινού υφάσματος που εικονίζει όρθιους και μετωπικούς άνδρες να παλεύουν με δύο λιοντάρια έκαστος, ενώ άλλοι δύο λέοντες δαγκώνουν τα πόδια του καθενός. Το 769 ο αρχιεπίσκοπος της Sens Willicaire μετέφερε από τον Άγιο Μαυρίκιο της Agaune το σώμα του αγίου Βίκτωρος τυλιγμένο στο εν λόγω μεταξωτό, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού της Sens. Πρόκειται, μάλλον, για επιβίωση του αρχαίου ανατολικού ήρωα Γιλγαμές, ο οποίος καταβάλλει τα θηρία. Στη βυζαντινή παράδοση προφανώς το θέμα αυτό ανασημασιοδοτείται και παραπέμπει στον προφήτη Δανιήλ, ο οποίος βρίσκεται στον λάκκο των λεόντων.
Από τον τάφο του Καρλομάγνου προέρχεται ένα μεταξωτό που απεικονίζει έναν νικητή ηνίοχο, πάνω σε ένα τέθριππο άρμα ανάμεσα σε δύο ιπποκόμους, που κρατούν ο καθένας ένα μαστίγιο και ένα στεφάνι. Κάτω δύο άνθρωποι ρίχνουν χρήματα σε ένα δοχείο. Είναι σαφής ο δοξαστικός χαρακτήρας του εν λόγω έργου. Επομένως, ταιριάζει στον άνθρωπο που αναβάθμισε πολιτικά και πολιτισμικά τη Δύση, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να απαλλαχτεί από την επιρροή του Βυζαντίου.
Γύρω στο 1000 ο Γερμανός βασιλιάς Όθων Γ΄ περιτύλιξε τα λείψανα του Καρλομάγνου με ένα νέο μεταξωτό. Πάνω του εικονίζονται κίτρινοι ελέφαντες με γαλάζια στολίδια σε πορφυρό βάθος. Περνούν μπροστά από ένα δέντρο-ανθέμιο. Το ύφασμα είναι ενδεικτικό των επαφών του Βυζαντίου με τον ασιατικό ή και τον αφρικανικό κόσμο. Από τον 10ο αι. και εξής αυξάνεται και η παραγωγή αεταρίων, δηλαδή υφασμάτων με παραστάσεις αετών.
Από τη μέση βυζαντινή περίοδο αξίζει να τραβήξει την προσοχή μας και ένα ακόμα μεταξωτό. Πρόκειται για το λεγόμενο ύφασμα ή ταπισερί του Gunther (Gunthertuch στα γερμανικά), το οποίο εκτίθεται στο επισκοπικό μουσείο του Bamberg της Βαυαρίας. Οι διαστάσεις του εντυπωσιάζουν (2,20 Χ 2,10 μ.). Παριστάνεται ένας έφιππος, εστεμμένος αυτοκράτορας να κρατά λάβαρο και να πλαισιώνεται από δύο γυναικείες μορφές, για την ταύτιση των οποίων έχουν ειπωθεί πολλά (προσωποποιήσεις των Πράσινων και των Βένετων ή των πόλεων Πρεθσλάβα και Δορύστολον, τις οποίες κατέλαβε ο Ιωάννης Τσιμισκής, κατά τη διάρκεια μίας νικηφόρας εκστρατείας του εναντίον των Ρως). Οι γυναίκες φέρουν τειχόμορφα στέμματα, όπως οι αρχαίες Τύχες των πόλεων. Στα 1064-1065 πέρασε στην κατοχή του επισκόπου του Bamberg Gunther και με αυτό ετάφη.
Από την εποχή των Κομνηνών και εξής μας σώζονται λιγότερα τεμάχια. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο, παρά τη γενικότερη παρακμή της αυτοκρατορίας, η υφαντουργία εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ο έμπορος Pegolotti από τη Φλωρεντία στο έργο του “Pratica della mercatura” τονίζει ότι η Κωνσταντινούπολη γύρω στα μέσα του 14ου αι. ήταν από τα κυριότερα μέρη, στα οποία μπορούσε κανείς να αγοράσει μεταξωτά και χρυσοΰφαντα υφάσματα. Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών δώρισε στον Πάπα, μεταξύ άλλων, και ένα χρυσοκέντητο κάλυμμα Αγίας Τραπέζης, στο οποίο παριστανόταν ο Χριστός και οι απόστολοι να κηρύσσουν και να βαπτίζουν στα μέρη που δίδαξαν. Αλλά και στο θησαυροφυλάκιο της Αγίας Σοφίας δώρισε υφάσματα και σκεύη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2019), Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2022), Κοσμική Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο (4ος-15ος αι.), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκη
- Delvoye, Charles (2014), Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα